ΕΤΡΩΓΑ τα ενταμάμε, τα οποία είναι φασόλια σόγιας με έθνικ όνομα, χωρίς να μου αρέσουν ιδιαίτερα –φασόλια είναι–, αλλά για να κάνω κάτι με τα χέρια μου καθώς περίμενα κι ενώ χάζευα τον κόσμο τριγύρω.
Ο κόσμος τριγύρω ήταν λίγος, καθώς ήταν ακόμα νωρίς. Καθόμουν σ’ ένα κινέζικο εστιατόριο, από τα κινέζικα εστιατόρια που είναι τόσο κινέζικα όσο τα ενταμάμε και η φέτα στη χωριάτικη σαλάτα – γιατί κι από αυτό είχε. Αν ένας Κινέζος ερχόταν να φάει δε θ’ αναγνώριζε τίποτα, θα έκανε εμετό, και ο εμετός του πιθανότατα θα ήταν περισσότερο αυθεντική κινέζικη γεύση από αυτά που σέρβιραν εδώ. Αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν φαγητό, και το στομάχι μου το άντεχε και δεν ήταν πολύ ακριβό και κάποιος άλλος το ετοίμαζε και μου το έφερνε, κι αυτά ήταν όλα πράγματα πολύ πιο σημαντικά απ’ την αυθεντικότητα των συνταγών. Μερικές φορές, πολύ σπάνια, όταν αποφασίζω να βγω από το σπίτι για να δω ανθρώπους να περπατάνε τριγύρω, έρχομαι για να φάω εδώ.
Το εστιατόριο βρίσκεται χωμένο σε μια γωνιά του τρίτου ορόφου ενός εμπορικού κέντρου αρκετά κοντά στο σπίτι μου, ώστε να μπορώ να έρχομαι με τα πόδια, και χωρίζεται από τον υπόλοιπο όροφο με ξύλινη κατασκευή από την οποία κρέμονται κόκκινα πανιά και κίτρινα αναμμένα φαναράκια. Το ότι τα φαναράκια κρέμονται δίπλα στα αναμφίβολα εύφλεκτα πανιά με κάνει να συμπεράνω (αυθαίρετα) πως λάμπουν με το φως λαμπτήρων και όχι κεριών, αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το μέγεθος της βλακείας των ανθρώπων. Φροντίζω πάντα να κάθομαι μακριά από τα πανιά.
Τα τραπέζια δεν έχουν καρέκλες αλλά πάγκους, που μοιάζουν μεν με μικρούς αναπαυτικούς καναπέδες, αλλά είναι τοποθετημένοι τουλάχιστον είκοσι εκατοστά μακρύτερα από όσο θα έπρεπε απ’ τα τραπέζια (ή τα τραπέζια είναι είκοσι εκατοστά κοντύτερα, όπως το βλέπει κανείς), με αποτέλεσμα να πρέπει να κάθεσαι στην άκρη του μαλακού καθίσματος για να φας χωρίς να σου πέφτουν τα ζουμιά και τα ρύζια στο παντελόνι. Ήμουν εκεί δεκαπέντε λεπτά και ήδη δυο φασόλια και μια φλούδα από τα ενταμάμε είχαν πέσει πάνω μου. Τα είχα ρίξει στο πάτωμα με μικρές κινήσεις αδιαφορίας.
Ανάλογα με την ώρα της μέρας, το εστιατόριο είναι γεμάτο με μαθητές που κάνουν κοπάνα, αργόσχολες γυναίκες με ψώνια και δυστυχισμένες οικογένειες. Όταν ήμουν εκεί σήμερα, έξι το απόγευμα καθημερινής, δεν είχε πολύ κόσμο. Αγνοώντας τις οικογένειες και την πιτσιρικαρία, επικέντρωσα στις γυναίκες. Ήταν δώδεκα. Στην άλλη άκρη, δίπλα στα πανιά, μια παρέα τεσσάρων κοριτσιών γύρω στα πενήντα, που έκαναν την περισσότερη φασαρία, είχε ψωνίσει, είχε φάει και τώρα μιλούσε για θέματα που δεν άκουγα και πιθανότατα δε με απασχολούσαν. Οι δύο είχαν βαμμένα ξανθά μαλλιά, η μία βαμμένα κόκκινα (πολύ φουντωτά – αυτή θα έπαιρνε φωτιά πρώτη, αν τελικά τα φαναράκια είχαν μέσα κεριά), την άλλη δεν την έβλεπα καλά, μάλλον καστανά. Το σκέφτηκα και αποφάσισα: Μόνο μία από αυτές ήταν πάνω από τη γραμμή. Κατά τα άλλα ήταν πασιφανές ότι ήταν όλες δυστυχισμένες και ότι μισιούνταν μεταξύ τους θανάσιμα.
Όλες οι υπόλοιπες γυναίκες του εστιατορίου ήταν πάνω από τη γραμμή, και πιο πολύ απ’ όλες δύο: η σερβιτόρα, που έμοιαζε να εξυπηρετεί όλα τα τραπέζια, και την οποία ήξερα, και η ξανθιά στο απέναντι τραπέζι, που καθόταν στον απέναντι από εμένα πάγκο και που ήταν ο λόγος που είχα επιλέξει να καθίσω εκεί, έτσι. Μιλούσε με τον τύπο που τη συνόδευε, ο οποίος μπορεί να ήταν ο γκόμενός της ή μπορεί να ήταν ένας φίλος της που, όπως όλοι, την ποθούσε πάντα, αλλά κρυφά, ή μπορεί να ήταν ένας συνεργάτης της που κάποτε συμπαθούσε, αλλά σήμερα κοίταζε σαν να θέλει να του μπήξει τα τσόπστιξ στα ρουθούνια.
Ο καλύτερός μου φίλος ήρθε τρία τέταρτα μετά το ραντεβού μας. Φυσικά δεν τον περίμενα τρία τέταρτα, γιατί εγώ είχα έρθει μισή ώρα μετά το ραντεβού μας. Γνωριζόμασταν πολλά χρόνια πια και ήξερα.
«Άργησες μια ώρα», είπα.
«Άσ’ τα, έμπλεξα στη δουλειά», είπε ο Νικήτας ένα ψέμα ανώφελο.
Ο Νικήτας είναι 39 χρονών, έχει μαλλιά μακριά, πιασμένα σε αλογοουρά ατίθαση, με τούφες να πετάνε, πολλές από τις οποίες είναι γκρίζες, έχει τη φυσιογνωμία και την κορμοστασιά ασκητή, ζωηρό και αεικίνητο βλέμμα και παντελή ανικανότητα να μείνει ακίνητος περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Τον ξέρω από τότε που ήμασταν παιδιά και με κλότσαγε στην αλάνα.
Είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων που πρόλαβε τα μεγάλα άδεια οικόπεδα μέσα στον αστικό ιστό, και καθώς μόλις και μετά βίας ανήκαμε στην ίδια γενιά, η συνύπαρξή μας στο περιβάλλον εκείνο δεν ήταν αυτονόητη. Γιατί η αλάνα ήταν ένα περιβάλλον σκληρό, δαρβινικό κι αυτός ήταν εφτά χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ή μάλλον εγώ ήμουν εφτά χρόνια μικρότερος από όλους τους άλλους, ένα στρογγυλό τουλουμπάκι που έτρεχε πάνω κάτω στα χώματα, κυνηγώντας μια μπάλα χτυπημένη από πόδια πολύ πιο δυνατά και μακριά από τα δικά του. Ο Νικήτας ήταν ο φόβος και ο τρόμος της αλάνας, γιατί είχε τα πιο μακριά πόδια απ’ όλους και επίσης γιατί το modus operandi του στο παιχνίδι ήταν να πηγαίνει στο πιτσιρίκι που τον παίζει άμυνα όταν η μπάλα είναι μακριά, να το κλοτσάει κι έτσι να μένει για λίγο αφύλαχτος, ενώ το πιτσιρίκι σφάδαζε στα χώματα ζητώντας φάουλ.
Είχα φάει τόσες κλοτσιές απ’ τον Νικήτα που, αν δεν είχε βάλει τις βολές ο τίμιος γίγαντας Αργύρης Καμπούρης και δεν είχε ασφαλτοστρωθεί η αλάνα για να φτιαχτεί ένα γήπεδο μπάσκετ από το Δήμο, πιθανότατα δε θα είχαμε γίνει ποτέ φίλοι. Γιατί καθώς τα χρόνια περνούσαν εγώ έπαψα να είμαι πιτσιρίκι, αλλά δεν έπαψα να είμαι τουλουμπάκι, ενώ ο Νικήτας μπορεί σιγά-σιγά να γινόταν άντρας, και πάντα θα ήταν πιο ψηλός από μένα, αλλά εξακολουθούσε να μένει ξερακιανός κι ελαφρύς, το δε μπάσκετ δε χρησιμοποιεί και πολύ τις κλοτσιές, που ήταν η αγαπημένη του κίνηση. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που, πάνω στη διεκδίκηση ενός ριμπάουντ, τον εκτόπισα με τόση φόρα που τον πέταξα έξω από το γήπεδο κι έπεσε με το κεφάλι πάνω στην μπασκέτα, περίπου όπως θα έπεφτε ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς τρία χρόνια αργότερα σ’ εκείνο τον αγώνα του Πανιωνίου και θα έμενε παράλυτος για το υπόλοιπο της ζωής του, και ο Νικήτας σωριάστηκε για λίγο χάμω, περισσότερο από το σοκ της ήττας παρά από το χτύπημα, και όλοι τρόμαξαν και τράβηξαν μιαν απότομη εισπνοή απ’ το δέος. Εγώ μόλις είχα τελειώσει τη δευτέρα γυμνασίου. Αυτός ήταν 21 χρονών. Από εκείνη τη μέρα άλλαξε η ισορροπία στη σχέση μας και μπορέσαμε να γίνουμε φίλοι. Τη θυμάμαι, επειδή το ίδιο βράδυ οι Αμερικανοί επιτέθηκαν στο Ιράκ κι άρχισε η «Καταιγίδα της Ερήμου». Ήταν μια πολύ σπουδαία μέρα.
«Μαλάκα», είπε ο Νικήτας μόλις παραγγείλαμε στην όμορφη γκαρσόνα που την ξέρω, «είδες την ιστορία μ’ αυτό τον Έλληνα στην Ισπανία;» και του είπα πως ναι, και μιλήσαμε λίγο για τον Κωστή τον Μητσοτάκη και την πιο καταπληκτική ιστορία που έχει γεννήσει η ανθρωπότητα εδώ και αρκετό καιρό. Μετά κοιτάξαμε για λίγη ώρα τις οθόνες των κινητών μας και μετά ήρθε το φαγητό κι αρχίσαμε να τρώμε. Είχαμε να ιδωθούμε δυο εβδομάδες, αλλά δεν είχαμε πολλά νέα να πούμε – τα λέγαμε όλα στο ίντερνετ κάθε μέρα. Την προηγούμενη φορά που είχαμε συναντηθεί, του είχα φτιάξει το κινητό του για να στέλνει δωρεάν μηνύματα σε όσους είχαν ίδιο κινητό, κι έκτοτε μιλάγαμε κι έτσι.
«Συγγνώμη που δεν ήρθα στο μνημόσυνο», είπε.
«Δεν πειράζει».
«Ήταν κι ο πεθερός σου;»
«Ναι».
«Μιλήσατε;»
«Όχι».
«Τι μαλάκας».
«Μμμ».
«Σκέφτηκες αυτό που σου είπα;»
«Ναι. Είναι ωραία ιδέα».
Ο Νικήτας είχε την ιδέα να φτιάξουμε μια startup για να βγάλουμε πάρα πολλά λεφτά.
«Πρέπει να σκεφτούμε κι άλλες. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Τη Δευτέρα λέει θα πτωχεύσουμε».
«Δε νομίζω να προλαβαίνουμε μέχρι τη Δευτέρα».
«Όχι, ρε παιδί μου, σου λέω».
«Επίσης νομίζω ότι τη Δευτέρα δε θα πτωχεύσουμε, θα σωθούμε».
«Ε, ένα από τα δύο».
«Έχουν διαφορά».
«Αν δεν πτωχεύσουμε τη Δευτέρα, θα πτωχεύσουμε σ’ ένα μήνα. Είναι θέμα χρόνου. Το σύμπαν καταρρέει, κάτι πρέπει να κάνουμε, δεν μπορούμε να καθόμαστε έτσι».
«Εσύ έχεις κανονικότατη δουλειά».
«Δεν είναι καλά τα πράγματα στη δουλειά. Θα απολύσουν κι άλλους, λέει. Δεν μπορείς να περιμένεις από άλλους αυτή την εποχή, πρέπει να πάρεις πρωτοβουλία. Τέλος πάντων, αυτή η αβεβαιότητα δεν αντέχεται, πρέπει να κάνουμε πράγματα».
«Δε διαφωνώ μαζί σου».
«Δε διαφωνείς, αλλά δε μου λες καμιά ιδέα».
«Σου έγραψα ένα σωρό ιδέες».
«Δεν είναι ιδέες αυτές, σοβαρές ιδέες εννοώ».
«Δεν είναι σοβαρή ιδέα η φαγώσιμη οδοντόκρεμα; Με συγχωρείς πολύ, διαφωνώ».
Δεν μπορούσε να μη γελάσει.
«Έχω σκεφτεί και τη διαφημιστική καμπάνια», συνέχισα. «“Δεν τη φτύνεις – καταπίνεις”».
Γελάσαμε λίγο ακόμα. Κοιτάξαμε για λίγο τα κινητά μας.
Ο Νικήτας σπούδασε μαθηματικά όπως εγώ, αλλά αντίθετα μ’ εμένα ασχολήθηκε με το αντικείμενο για κάμποσα χρόνια, δηλαδή έκανε ιδιαίτερα σε παιδάκια. Για πολύ καιρό η εφηβεία μου ήταν στοιχειωμένη από τις διηγήσεις για τις μαθήτριές του. Σύμφωνα μ’ αυτές, ο Νικήτας δεν ήταν απλά καθηγητής μαθηματικών, ήταν καθηγητής μαθηματικών και του έρωτα, καθώς οι όμορφες μαθήτριές του μπορεί να μην έγραφαν τελικά καλά στις πανελλήνιες, μπορεί να μη μάθαιναν να λύσουν δευτεροβάθμιες εξισώσεις ή καλά-καλά να κάνουν πολλαπλασιασμό, αλλά ένα πράγμα ήταν σίγουρο, δε θα τελείωναν το λύκειο παρθένες. Όσο μικρός κι αθώος κι αν ήμουν τότε, δεν τις πολυπίστευα τις ιστορίες του Νικήτα, αλλά από την άλλη ήταν ένας μεγάλος με μακριά μαλλιά και μηχανή κι έπαιζε κιθάρα, φυσικά τον γουστάραν οι μαθητριούλες, οπότε όταν ήρθε στη δευτέρα λυκείου το κορίτσι που αγαπούσα πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα στο σχολείο (γιατί τα αγαπούσα σχεδόν όλα, και σχεδόν όλα τα αγαπούσα κρυφά, και το συγκεκριμένο το αγαπούσα πολύ και πολύ κρυφά) και με ρώτησε αν ξέρω κανέναν να κάνει ιδιαίτερα μαθηματικά, γιατί αποφάσισε ν’ αλλάξει δέσμη, της είπα όχι, και μετά το σκέφτηκα ακόμα καλύτερα και της πρότεινα έναν άλλο μαθηματικό που δούλευε στο διπλανό σχολείο κι έμενε κοντά σ’ εμάς και τον ήξερε ο πατέρας μου και ήταν πενήντα χρονών με τρία παιδιά κι έμοιαζε με θαλάσσιο ελέφαντα.
Παρόλο που κατά την ευάλωτη φάση της εφηβείας μου ο Νικήτας, με τα μαλλιά του και την κιθάρα του και τις τρίχες του και τις γκόμενές του, θα μπορούσε να είναι ένας μέντορας κι ένα πρότυπο και μια πηγή για απεριόριστα κόμπλεξ που θα με κατέτρυχαν για πάντα, το ότι ήμασταν φίλοι με βοήθησε πάρα πολύ να βρω μια ισορροπία στη ζωή μου και να καταλάβω πώς μπορεί κανείς να τη ζήσει λάθος. Γιατί ο Νικήτας σ’ όλη τη δικιά του τη ζωή ακροβατεί μοιραία και διαρκώς ανάμεσα στη νίκη και την ήττα. Του το έχω επισημάνει αυτό πολλές φορές, με ακριβώς αυτό τον τρόπο.
Γνωριστήκαμε επειδή ζούσαμε στην ίδια πολυκατοικία – εμείς στο δεύτερο, αυτός στο ισόγειο. Από τότε που τον θυμάμαι έμενε με τη μάνα του, την κυρία Σίσυ, που τον είχε κάνει στα 18 και η οποία ήταν μια ανεξίτηλη ονείρωξη για τα παιδιά της αλάνας. Ο μπαμπάς του δούλευε στα καράβια κι έλειπε για μεγάλα διαστήματα, αλλά από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να εμφανίζεται. Σύμφωνα με τον Νικήτα πέθανε και ζει στην Αυστραλία, ένα από τα δύο, ανάλογα με το πόσο έχει πιει τη στιγμή που θα τον ρωτήσεις. Πλέον δε συζητάμε γι’ αυτό το θέμα.
Αφού τελείωσα το σχολείο πήγα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω και όταν γύρισα πρότεινα στον Νικήτα, που ζούσε ακόμα με την κυρία Σίσυ, να πιάσουμε μαζί ένα διαμέρισμα και να το κάνουμε εργένικη φωλιά, να γίνει το μέρος όπου θα υλοποιηθούν όλες οι φαντασιώσεις που είχα συσσωρεύσει μετά από έξι χρόνια βασανιστικής εφηβείας και τέσσερα χρόνια φρούδας ενηλικίωσης, που ήταν πολλές. Θα ήταν ένα υπέροχο μέρος, γεμάτο με μουσική και video games και απειράριθμα εναλλασσόμενα φρέσκα και δροσερά γυμνά γυναικεία κορμιά, που θα μπαινόβγαιναν όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Θα ζούσαμε τις παλαβές ιστορίες των καλοκαιρινών μας διακοπών και, κυρίως, τις παλαβές ιστορίες που θα θέλαμε να ζούμε στις καλοκαιρινές μας διακοπές, και θα τις ζούσαμε κάθε μέρα. Ήταν ένα θαυμάσιο σχέδιο. Αλλά ο Νικήτας αρνήθηκε. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την κυρία Σίσυ μόνη της.
Εγώ έμεινα μόνος μου σ’ ένα σπίτι με σχεδόν καθόλου δροσερά γυμνά κορμιά (αλλά με πολλά video games) και πολλές σακούλες σουπερμάρκετ πεταμένες στο πάτωμα και μετά πήγα στρατό και μετά νοίκιασα άλλο διαμέρισμα, και μετά μετακόμισα σε μεγαλύτερο με τη γυναίκα μου, σ’ αυτό που ζω ακόμα. Ο Νικήτας ζει ακόμα με την κυρία Σίσυ, η οποία πλέον είναι πολλά πράγματα, αλλά όχι ονείρωξη.
Τα χρόνια που έλειπα στη Θεσσαλονίκη ο Νικήτας είχε μπλέξει με κάτι περίεργες ανεξάρτητες ομάδες, που έπαιζαν μουσική ή θέατρο ή και τα δύο ταυτόχρονα και που ενίοτε ζούσαν σε καταλήψεις δημοσίων κτηρίων. Ήταν μια περίεργη περίοδος γι’ αυτόν και κάποιες από τις φορές που τον είχα δει στην Αθήνα ήμουν σίγουρος ότι ήταν μαστουρωμένος με άσχημα και καθόλου αθώα πράγματα, κι αυτό μπορεί να έφταιγε για την αλλαγή που ήρθε πάνω του. Ενώ παλιά ήταν ένας ήρεμος, σχεδόν νωχελικός άνθρωπος, πράγμα που τον έκανε ακόμα πιο σκοτεινό και μυστηριώδη για τις κοπέλες, σιγά-σιγά άρχισε να αναπτύσσει περίεργα τικ, μια νευρικότητα διαρκή, μια αδυναμία να συγκεντρωθεί ή να μιλάει για πολλή ώρα με ειρμό. Ξαφνικά άρχισε να φοβάται τα ρολόγια. Για ένα διάστημα δεν ήθελε να κάθεται στη θέση του συνοδηγού στα αυτοκίνητα. Αποφάσισε ότι είναι αριστερόχειρας και ότι η κυρία Σίσυ τον είχε καταπιέσει ως παιδί και άρχισε να κάνει τα πάντα με το ανάποδο χέρι από ό,τι είχε συνηθίσει, ακόμα και την κιθάρα. Ήταν σταδιακή η αλλαγή και όχι πολύ έντονη, αλλά εκείνη την εποχή που τον έβλεπα μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, σε σκόρπια Σαββατοκύριακα και στις καλοκαιρινές διακοπές –με το ρυθμό των σχεδίων που ζωγραφίζουμε στην άκρη των σελίδων ενός βιβλίου που μετά φυλλομετρούμε– την καταλάβαινα.
Σιγά-σιγά ο Νικήτας σταμάτησε τα μαθήματα και περνούσε περισσότερο χρόνο με τους καινούργιους φίλους του. Με τρεις από αυτούς έφτιαξε ένα συγκρότημα, τους «Αλήτες», που ήταν κάτι σαν cover band των Metallica, αλλά που ταυτόχρονα έπαιζε και κάτι αφαιρετικά έντεχνα λαϊκά που έγραφε ο ντράμερ. Οι δύο από τους «Αλήτες» ήταν (και πιθανότατα είναι ακόμα) πρεζόνια και δεν τους συμπαθούσα, αλλά ο άλλος, ο Φώτης, ο ντράμερ, είναι καλός τύπος και χαιρόμουν όποτε τον έβλεπα. Αντιμετώπιζε τη λοιδορία μου για τα έντεχνα τραγούδια του μ’ ένα βροντερό, ουρανομήκες γέλιο. Δεν καταλάβαινε ότι εγώ στα σοβαρά τα έλεγα, ή καταλάβαινε και δεν τον ένοιαζε.
Χωρίς τα μαθήματα, για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα ο Νικήτας βρέθηκε να ζει από τη σύνταξη της κυρίας Σίσυ, η οποία μέχρι τα 50 της ήταν γραμματέας στο υπουργείο Παιδείας. Ήταν μια εποχή δύσκολη γι’ αυτόν και τα νευρικά του θέματα είχαν αρχίσει να έχουν επίδραση στην καθημερινή του επικοινωνία με τους ανθρώπους, ενώ νομίζω ότι μερικές φορές θόλωναν και τη σκέψη του. Κάποια στιγμή αποφάσισε ότι οι «Αλήτες» έπρεπε να λάβουν μέρος σ’ ένα μουσικό ριάλιτι. Τότε κατάλαβα ότι η κατάσταση είναι πια πολύ σοβαρή και ότι έπρεπε να επέμβω.
Και έτσι, έσωσα τη ζωή του φίλου μου του Νικήτα.
Η διαφημιστική εταιρεία στην οποία δούλευε ο αδερφός μου είχε μόλις εξαγοραστεί από μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων, η οποία ήταν πολύ γνωστή και πάρα πολύ καλή στο ξέπλυμα χρήματος. Εξυπηρετούσε μ’ αυτό τον τρόπο πολλά μεγάλα ελληνικά επιχειρηματικά συμφέροντα και ο πολύ γνωστός και πολύ πετυχημένος ιδιοκτήτης της αποφάσισε ότι θα ήταν καλή ιδέα τα τεράστια ξεπλυμένα ποσά που διοχέτευε στις ελληνικές διαφημιστικές εταιρείες να σταματήσει να τους τα διοχετεύει και να τα δίνει όλα σε μία διαφημιστική εταιρεία, τη δικιά του. Κι έτσι αγόρασε μία. Ήταν ωραίο σχέδιο, αλλά σήμαινε ότι ξαφνικά η διαφημιστική εταιρεία στην οποία δούλευε ο αδερφός μου, και της οποίας έλαχε να γίνει το πλυντήριο, θα έπρεπε να εξυπηρετεί περίπου πενταπλάσιους πελάτες από πριν με το ίδιο προσωπικό, γιατί ο πολύ γνωστός και πετυχημένος ιδιοκτήτης της ήταν και πολύ τσιγγούνης και δεν του άρεσε να προσλαμβάνει ανθρώπους για να κάνουν μια δουλειά που δεν τη θεωρεί πολύ σημαντική. Έτσι ο αδερφός μου, που ήταν τότε κειμενογράφος, ξαφνικά έπρεπε να σχεδιάσει μια διαφημιστική καμπάνια για έναν καινούργιο σημαντικό πελάτη. Αυτός ο καινούργιος πελάτης ήταν μια βιομηχανία που έφτιαχνε ψωμί για τοστ. Πιθανότατα έφτιαχνε κι ακόμα φτιάχνει κι άλλα προϊόντα φαγώσιμα, αλλά για το ψωμί για τοστ ήταν και είναι διάσημος. Τώρα ήθελε ν’ αρχίσει να φτιάχνει πατατάκια.
Αυτό το ήξερα. Οπότε αποφάσισα να φωνάξω τον αδερφό μου και να του προτείνω το τζινγκλάκι της διαφήμισης, αν είχε τζινγκλάκι η διαφήμιση, να το γράψουν και να το παίξουν οι «Αλήτες». Ο αδερφός μου είναι ένας δύσκολος άνθρωπος και δε συμπαθούσε ποτέ ιδιαίτερα τον Νικήτα, αλλά σ’ εκείνη τη φάση ήταν πελαγωμένος, εντελώς έξω από τα νερά του και, ως άνθρωπος αλλεργικός σε οποιαδήποτε ευθύνη, ήταν έτοιμος να πει «ναι» σε οτιδήποτε θα έκανε το μαρτύριό του να τελειώσει πιο γρήγορα. Κι αυτό το ήξερα.
Μπορεί να έχεις καταλάβει ήδη για ποιο πράγμα σου μιλάω. Οι διαφημίσεις αυτές παίζονταν για πάρα πολύ καιρό, μερικές φορές τις πετυχαίνω ακόμα στην τηλεόραση. Πιθανότατα δεν ξέρεις ότι σχεδόν όλες τους βγήκαν μέσα από κείνο το ραντεβού που κάναμε οι τρεις μας, ο Νικήτας, ο αδερφός μου κι εγώ.
Τα πατατάκια «Πατατέλεια»; Σου θυμίζουν κάτι; Τις διαφημίσεις με τον Τάκη Πατατάκη από την Κρήτη, με τη μουστάκα και το μαύρο πουκάμισο και το πράμα αυτό που φοράνε στο κεφάλι με τα κρόσσια, που τρώει ένα πατατάκι, κοιτάει το σκηνοθέτη πίσω από την κάμερα και λέει «δεν μπορώ να το πω, έχω πατατράκ»; Ή την άλλη που τρώει πατατάκια σ’ ένα γάμο και ο διπλανός παίζει μια μπαλοθιά και ο Τάκης Πατατάκης τινάζεται και λέει «Σιγά, ντε! Πατατρόμαξα!»; Ή την άλλη, την πιο δύσκολη και δεύτερης ανάγνωσης, που δείχνει εικόνες από την παλιά Κρήτη και τον Τάκη Πατατάκη ν’ ατενίζει το λιμάνι των Χανίων τρώγοντας πατατάκια καθώς παίζει δραματική μουσική και το σούπερ γράφει: «Πατατέλεια: Με την πατατίνα του χρόνου»;
Ε, όλ’ αυτά είναι δικές μου ιδέες. Εγώ τις έβγαλα. Και ο Τάκης Πατατάκης, η πιο αγαπημένη φυσιογνωμία των Ελλήνων τηλεθεατών τα τελευταία χρόνια, είναι ο φίλος μου ο Νικήτας. Άμα τον δεις στο δρόμο και τον φανταστείς με μουστάκι, σίγουρα θα τον γνωρίσεις.
Τελειώσαμε το φαγητό που ήταν μέτριο και παραγγείλαμε σουφλέ σοκολάτας.
«Το ξέρεις ότι σε τρία χρόνια το πολύ θα είσαι καραφλομαλλιάς, έτσι;» του είπα.
«Το σκέφτομαι να κουρευτώ, σοβαρά».
«Θα χαρεί η κυρία Σίσυ».
«Σκέφτομαι να τα κουρέψω γουλί».
«Αυτό είναι επικίνδυνο».
«Γιατί;»
«Πού ξέρεις ότι δεν έχεις αλλόκοτο σχήμα κεφαλιού; Μπορεί το κεφάλι σου να είναι γωνιώδες, σφηνοειδές, σαν εκείνων των εξωγήινων σ’ εκείνη τη σειρά».
«Ποια σειρά;»
«Αυτή με τους εξωγήινους, που είχαν το μουνί στην πλάτη».
«Δεν τη θυμάμαι. Δεν εξέχει το κεφάλι μου».
«Κι αν έχεις κανένα τεράστιο σημάδι, σαν τον Γκορμπατσόφ;»
«Αποκλείεται. Δε βγάζει τρίχες το δέρμα αν έχεις τέτοιο σημάδι».
«Πού το ξέρεις;»
«Έχεις δει ποτέ κανέναν ξυρισμένο γουλί που να έχει τέτοιο σημάδι στο κεφάλι;»
«Μπορεί γι’ αυτό να μην τα ξυρίζει γουλί, επειδή έχει σημάδι στο κεφάλι».
«Τέλος πάντων. Μπορεί να μην το κάνω. Μπορεί να προκύψει και κανένας ρόλος και να μη με θέλουν χωρίς μαλλιά».
«Ε, εντάξει, αυτό λύνεται. Μπορείς να φορέσεις περούκα».
«Σωστά. Ξανθιά».
«Ούτως ή άλλως μπορεί να χρειαστεί να φορέσεις περούκα».
«Αυτό αποκλείεται».
«Κι αν καραφλιάσεις, τι θα κάνεις;»
«Θα τα ξυρίσω».
«Κι αν έχεις σημάδι; Κι αν έχεις ένα αποκρουστικό σημάδι; Κι αν έχεις ένα σημάδι που μοιάζει με σβάστικα; Δε θα φορέσεις περούκα;»
Τότε πέρασε δίπλα από το τραπέζι μας μια κοπελίτσα μικρή κι ευθυτενής με μαλλιά μακριά και μαύρα και δέρμα ολόλευκο, η οποία οπωσδήποτε δεν ήταν ζωντανή όταν έβαλε τις βολές ο Αργύρης ο Καμπούρης και η οποία φορούσε μαύρο στενό παντελόνι με τιράντες –τιράντες!– και λευκό στενό βαμβακερό μπλουζάκι, το οποίο τσιτωνόταν από το πελώριο στήθος της και οι τιράντες τσιτώνονταν εξίσου και παρόλο που φορούσε και σουτιέν μέσα απ’ το βαμβάκι (μαύρο! σαν αθλητικό!), εντούτοις διαγράφονταν οι ρώγες της πεντακάθαρα, φαίνονταν εκεί που έπρεπε να φαίνονται, στέκονταν πελώριες κι ολόρθες, γιατί είπαμε, αυτός είναι ένας πολύ κρύος Φεβρουάριος, και μείναμε για λίγα λεπτά σιωπηλοί και συγκεντρωμένοι, για ν’ αποθηκεύσουμε την εικόνα στο μυαλό μας παντοτινά.
Η ξανθιά στο διπλανό τραπέζι μιλούσε με τα δόντια ενωμένα και τα μάτια της πετούσαν φωτιές.
«Νομίζω ότι αυτοί πίσω σου χωρίζουνε», είπα στον Νικήτα.
«Ποιοι;»
«Μη γυρίσεις».
Γύρισε.
«Είπα, μη γυρίσεις».
«Ωραία είναι αυτή».
«Πρέπει να του ’χει βγάλει την Παναγία».
«Αυτό είναι σίγουρο».
«Τσακώνονται από τότε που ήρθα».
«Ό,τι κι αν της έκανε, αυτή θα φταίει».
«Οπωσδήποτε».
Τελειώσαμε το σουφλέ, το οποίο το έφαγα απρόσεχτα και γρήγορα κι έτσι η γλώσσα μου τσουρουφλίστηκε απ’ την καυτή σοκολάτα και μετά δεν αντέδρασα όταν προσφέρθηκε να πληρώσει, και σηκωθήκαμε και περπατήσαμε στο εμπορικό κέντρο προς το ισόγειο. Ο φίλος μου περπατούσε λίγο σκυφτός, τα χέρια του εναλλάσσονταν συνέχεια στις τσέπες του παντελονιού και του μπουφάν του, είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και ήταν αξύριστος. Είχε τα χάλια του.
«Έχεις τα χάλια σου», του είπα.
«Κι εσύ».
«Εγώ μια χαρά είμαι. Κολυμπάω».
«Ναι, αλλά γαμάς; Δε γαμάς».
«Κολυμπάω και γαμάω». Σκέφτηκα για λίγο αυτή την εικόνα.
«Πάμε καμιά μέρα να δούμε αυτή την ταινία που δε μιλάνε;» είπε.
«Ποια ταινία;»
«Είναι μια ταινία ασπρόμαυρη που οι ηθοποιοί δε μιλάνε και θα πάρει Όσκαρ, λένε».
«Α, αυτή. Νομίζω ότι μιλάνε, απλά δεν ακούγονται».
«Τέλος πάντων».
«Είναι λίγο ζευγαρίστικη αυτή η ταινία. Να πάρεις την Ευγενία να πάτε».
«Ε, πάμε σε μια άλλη».
«Έχει καμία με εκρήξεις;»
«Δεν ξέρω».
«Άμα έχει καμία με εκρήξεις, πάμε».
«Πρέπει να βγαίνεις απ’ το σπίτι σου».
«Βγαίνω. Να, βγήκα».
«Πιο συχνά, εννοώ».
«Κολυμπάω μερικές φορές».
«ΟΚ», είπε, εννοώντας πως άλλο πράγμα εννοούσε, αλλά τέλος πάντων.
Υπάρχουν δύο ειδών φίλοι: οι φίλοι που διαλέγεις και οι φίλοι που σου μένουν. Τους δεύτερους σου τους σερβίρει η ζωή σε στιγμές που χρειάζεσαι φίλους, στο σχολείο, στην αλάνα, στο πανεπιστήμιο, στο στρατό, και τους χρησιμοποιείς για τις στιγμές αυτές και μετά μπορεί και να σου μείνουν, ίσως και για πάντα, αν αυτά που περάσατε μαζί είναι αρκετά σημαντικά και έντονα. Οι φίλοι που διαλέγεις είναι πιο σπάνιοι, τους πετυχαίνεις τυχαία και τότε, αν προλάβεις να τους γνωρίσεις όσο πρέπει, καταλαβαίνεις εύκολα πως αυτά που συμβαίνουν στα κεφάλια τους είναι συμβατά μ’ αυτά που συμβαίνουν στο δικό σου το κεφάλι και μπορείτε να συνεννοηθείτε και να επικοινωνήσετε ανώδυνα και να αλληλοβοηθηθείτε στην προσπάθεια της κατανόησης αυτού του κόσμου στο μέτρο του δυνατού.
Από την αλάνα, το σχολείο, το πανεπιστήμιο και το στρατό δε μου έμεινε άλλος φίλος. Και σ’ όλη μου τη ζωή έχω βρει μόνο τρεις ανθρώπους συμβατούς μ’ αυτά που συμβαίνουν στο μυαλό μου.
Στο ισόγειο χωριστήκαμε και ο καλύτερός μου φίλος κατέβηκε προς το πάρκινγκ κι εγώ συνέχισα προς την έξοδο και καθώς έβγαινα στο προαύλιο με το σιντριβάνι, και διαπίστωνα με ευχαρίστηση πως έχει νυχτώσει και πως το κρύο σαν να έκοψε λιγάκι, μου ήρθε το εξής δωρεάν μήνυμα στο κινητό:
«Δε μου είπες. Τι κάνει η γκόμενά σου».
διάβασε το υπόλοιπο σε οθόνες ή στο χαρτί: