ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΟ ΕΞΗΣ: Οι άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι για να μιλάνε.
Θεωρώ ότι η ομιλία σύντομα θα γίνει χαρακτηριστικό υπολειμματικό, σαν τον κόκκυγα, σαν τις θηλές στους άντρες. Κάποτε ήταν απαραίτητη για να επικοινωνούν εύκολα και γρήγορα και χάρη σ’ αυτήν κατάφεραν να φτιάξουν κοινωνίες και να κατακτήσουν τον κόσμο, αλλά είναι ένας τρόπος επικοινωνίας ατελής, μέτριος, ανεπαρκής. Ο ανθρώπινος νους δεν αρκεί για να εξηγήσει το σύμπαν και η ανθρώπινη γλώσσα δεν αρκεί για να εκφράσει τις ιδέες του ανθρώπινου νου και ο έναρθρος λόγος χρησιμοποιεί την ανθρώπινη γλώσσα βιαστικά, αναποτελεσματικά, παραμορφωτικά. Παίρνεις την ιδέα μιας έκρηξης που γέννησε την ύλη και το χρόνο και όλες τις διαστάσεις στο σύμπαν και μέχρι να την περάσεις απ’ τα απλοποιητικά φίλτρα της γλώσσας και μετά του λόγου έχει μετατραπεί σε δυο φθόγγους, που θυμίζουν παιχνίδι με μπαλάκι και ρακέτες σε τραπέζι.
Μα τώρα δες! Η τεχνολογία σου δίνει τη δυνατότητα να μη μιλάς, μόνο να γράφεις. Γράφεις σε φωτεινές οθόνες με τα δάχτυλα και τα λόγια σου πηγαίνουν στιγμιαία οπουδήποτε, αποθηκεύονται για πάντα στο παγκόσμιο σύννεφο της πληροφορίας, χωρίς τη βίαιη επιβολή της συγχρονισμένης επικοινωνίας, χωρίς βιασύνη και χωρίς θόρυβο. Η ανθρωπότητα επιστρέφει στη γραφή, σ’ αυτό το μέσο που σου δίνει το χρόνο να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς με τη γλώσσα, να βάλεις κάτω τις λέξεις και να τις διατάξεις σωστά τη μία μετά την άλλη και μετά να τη διορθώσεις, να τη ραφινάρεις, και τελικά να την επικοινωνήσεις ή να την κρατήσεις για πάντα.
Νομίζω ότι είναι θέμα χρόνου οι άνθρωποι να σταματήσουν να μιλάνε.
Προετοιμάζομαι προς αυτή την κατεύθυνση.
Έχω στο σπίτι μου ένα ασύρματο τηλέφωνο, το οποίο είναι μονίμως αφόρτιστο και δεν το χρησιμοποιώ σχεδόν καθόλου, αλλά παρ’ όλα αυτά πληρώνω 40 ευρώ το δίμηνο στον ΟΤΕ, κυρίως επειδή βαριέμαι να το κόψω. Σ’ αυτό το τηλέφωνο μ’ αναζητούν οι τράπεζες όταν αργήσω να πληρώσω την κάρτα και αυτό δίνω στους ντελίβερι και στα ράδιο-ταξί για να ξέρουν ότι είμαι αληθινός. Αλλά για όλα τ’ άλλα πράγματα χρησιμοποιώ τις οθόνες μου, και σ’ αυτές φροντίζω να μιλάω όσο γίνεται λιγότερο.
Ο φίλος μου ο Νίκος μου είπε ότι θα κοιτάξει να μου βρει ένα iPhone μεταχειρισμένο, αν και θα είναι δύσκολο, γιατί έχουν περάσει κάμποσοι μήνες από τότε που βγήκε το καινούργιο μοντέλο κι οι περισσότεροι που σκόπευαν ν’ αλλάξουν έχουν αλλάξει μέχρι τώρα. Μου είπε να μπω να ψάξω και σε sites για κινητά και στο ebay, για την περίπτωση που δε μου έβρισκε συσκευή από γνωστό. Ήταν πολύ εξυπηρετικός και πρόθυμος και θα μου έστελνε e-mail το συντομότερο, αλλά εγώ σήμερα εξακολουθούσα να μην έχω κινητό και έπρεπε να επικοινωνήσω με ανθρώπους συγκεκριμένους κι έτσι έβαλα την ασύρματη συσκευή του σπιτιού να φορτίζει και έψαξα τα νούμερά τους στο λάπτοπ και τα έγραψα σ’ ένα χαρτάκι και καθώς περίμενα άναψα το τζάκι, παρόλο που ξέρω πια πως ο καπνός του είναι τριάντα φορές πιο καρκινογόνος απ’ του τσιγάρου και καταστρέφει την ατμόσφαιρα. Η μέρα ήταν μουντή και κρύα, μέρα για να κάθεσαι στο σπίτι κουκουλωμένος μ’ ένα πάπλωμα και να καταναλώνεις προϊόντα πολιτισμού σε οθόνες καθώς το καρκινογόνο τζάκι καίει κάνοντας τσιτσιριστούς ήχους.
Τα τηλεφωνήματα που έπρεπε να κάνω ήταν πέντε και ήταν τα εξής:
Τον κύριο Μαρίνο Πεπόνη.
Τον πατέρα μου.
Τον Ρώσο.
Τον Νικήτα.
Την κοπέλα μου.
Μ’ αυτή τη σειρά.
«Γραφείο Πεπόνη, παρακαλώ λέγετε», είπε μια κυρία όταν πήρα το πρώτο από τα τηλεφωνήματα. Μια καινούργια φωνή.
«Γεια σας, τον κύριο Πεπόνη θα ήθελα».
«Ο κύριος Πεπόνης απουσιάζει, ποιος κύριος τον ζητεί;»
«Το ραντεβού της Δευτέρας είμαι, παίρνω να ρωτήσω αν ισχύει».
«Μάλιστα. Περιμένετε λίγο, παρακαλώ».
Η κυρία μ’ έβαλε στην αναμονή και στην αναμονή έπαιζε ραδιόφωνο και το ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγούδι μιας κοπέλας με μεγάλα χείλια που μίλαγε για μια ζωή επίπεδη και δισδιάστατη και αφοσιωμένη στη χαρά και την καλοπέραση και άλλες απλοϊκές απολαύσεις, φανταστικές.
«Σας έχει έρθει ο φάκελος;» είπε η κυρία μόλις επέστρεψε στη γραμμή, χωρίς περιττά συγγνώμη και φιοριτούρες και καλλωπισμούς.
«Ποιος φάκελος;»
«Σας έχει αποσταλεί ένας φάκελος στη διεύθυνση Μπεζεστένη 12 στο Γαλάτσι».
«Δεν έχω λάβει κάτι».
«Όταν τον λάβετε, καλέστε μας για να κανονίσουμε το επόμενο ραντεβού».
«Άρα της Δευτέρας δεν ισχύει».
«Όχι, δεν έχω σημειωμένο κάτι για Δευτέρα για εσάς».
«Μάλιστα».
Η κυρία μου το έκλεισε χωρίς να πει αντίο. Ήταν πιο απότομη και αυστηρή από την προηγούμενη που δούλευε στο γραφείο του κύριου Πεπόνη. Τη συμπάθησα πολύ.
Ο πατέρας μου είχε όρεξη να μιλήσουμε για τα πολιτικά.
«Είναι απίστευτο αυτό που γίνεται. Αυτή η κατάρρευση δεν έχει όρια», έλεγε με φωνή τρεμάμενη.
Είχα την εντύπωση πως τον διέκοψα από συζήτηση που είχε μόλις φτάσει στην κορύφωση. Με το που σήκωσε το τηλέφωνο άρχισε να φωνάζει.
«Δεν πάει άλλο αυτή η ιστορία. Το διάβασες αυτό το πράγμα που μας βάλαν να υπογράψουμε, το Μνημόνιο;»
«Όχι».
«Είναι σ’ όλα τα sites, δεν έμαθες τι γράφει; Χίλια πεντακόσια τα εκατό παραπάνω θα πληρώσουμε Εφορία. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Οι αλήτες. Οι προδότες, μας καταστρέφουν για να παίξουν το παιχνίδι τους».
Μου φάνηκε λίγο υπερβολικός.
«Μου φαίνεσαι λίγο υπερβολικός».
«Δεν το λέει μέσα μ’ αυτά τα λόγια, αλλά θα μας γονατίσουν. Η Ντέμπορα μου το κατέβασε από το ίντερνετ και το τύπωσε και την έβαλα να το μεταφράσει. Δεν μπορείς να διανοηθείς τι λέει εκεί μέσα».
«Θα το διαβάσω».
«Πρέπει να το διαβάσεις. Είσαι δημοσιογράφος, πρέπει να τα ξέρεις αυτά τα πράγματα, να τα παρακολουθείς».
«Θα το διαβάσω».
«Κατά τα άλλα τι κάνεις, πες μου».
«Καλά είμαι».
«Με δουλειά έκανες τίποτα;»
«Όχι ακόμα, είναι πολύ δύσκολα».
«Λεφτά έχεις; Σου τελείωσαν;»
«Έχω ακόμα».
«Να μου πεις άμα είναι, να σου στείλω».
«Δε χρειάζεται».
«Το νοίκι σου το πληρώνεις;»
«Ναι».
«Πώς σου έχουν μείνει τότε;»
«Μην ανησυχείς, έχω. Κάνω οικονομία».
«Θα μου πεις άμα είναι, ναι;»
«Ναι. Η Ντέμπορα τι κάνει;»
«Καλά είναι. Έλειπε κάνα μήνα, είχε πάει να δει τη μάνα της. Ήθελε να με κουβαλήσει κι εμένα».
«Γιατί δεν πήγες;»
«Τι να πάω να κάνω εκεί πάνω. Βαριέμαι».
«Σε καταλαβαίνω».
«Τι άλλα νέα εκεί; Βλέπεις τον αδερφό σου;»
«Τις προάλλες τον είδα. Επίσης μου χάλασε το κινητό και κλέψαν τους από κάτω. Λέω να κατέβω στο νησί καμιά μέρα».
Αποσυντονίστηκε λίγο. Του τα εξήγησα ένα-ένα.
«Να έρθεις όποτε θες. Και για όσο θες. Εδώ θα είμαστε. Μπορείς να έρθεις να κάτσεις λίγο να ξεκουραστείς».
Να ξεκουραστώ από τι, άραγε.
«Θα χρειαστώ λίγο το αυτοκίνητο, βασικά. Γι’ αυτό θέλω να κατέβω, αν γίνεται. Να σας δω λίγο και να το ανεβάσω».
«Βεβαίως, να έρθεις. Να έρθεις οπωσδήποτε. Ποιο θες, το μικρό ή το μεγάλο;»
«Το μεγάλο. Εκτός αν το χρειάζεσαι για δουλειές».
«Όχι, τι δουλειές. Δεν έχουμε δουλειές τώρα».
«Ωραία».
«Κοίτα να διαλέξεις καμιά καλή μέρα να κατέβεις, να μην έχει αέρηδες».
«Εντάξει».
«Μας έχει κάνει κωλόκαιρο φέτος. Είναι χάλια αυτός ο Φεβρουάριος».
«Θα σου πω, για το τέλος της επόμενης εβδομάδας σκεφτόμουν».
«Πες μου άμα είναι και σου κλείνω εγώ εισιτήρια».
«Θα σου πω».
«Πες το μου μόνο πιο νωρίς, για να κλείσω».
Η συζήτηση είχε φτάσει στο τέλμα της αναπαραγωγής λέξεων μόνο και μόνο για να διατηρηθεί λίγο παραπάνω η επαφή. Την τερμάτισα και πήγα να φτιάξω ένα τσάι για να ξεκουραστούν λίγο οι φωνητικές μου χορδές. Μετά έπαιξα Skyrim για πολλή ώρα και μετά πήρα τηλέφωνο τον Ρώσο.
Δε θα σου γράψω εδώ ποιος είναι ο Ρώσος, γιατί τον πήρα τηλέφωνο και τι είπαμε. Μιλήσαμε ελάχιστα, κι αυτό ήταν καλό για μένα, γιατί ο Ρώσος με κάνει και αισθάνομαι πολύ άβολα. Αμέσως μετά τηλεφώνησα στον Νικήτα.
Νομίζω ότι έχει ήδη γίνει κατανοητό ότι είμαι ένας κατά βάση αντικοινωνικός άνθρωπος και η υπερβολική επαφή με τους άλλους ανθρώπους δε μου αρέσει. Ειδικά το να γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους. Είναι κάτι που με μπερδεύει πολύ. Το έχω σκεφτεί το θέμα αυτό. Το γράφω και στο μανιφέστο μου, περίπου ως εξής:
Κάθε φορά που γνωρίζουμε νέους ανθρώπους, δε γνωρίζουμε τους ανθρώπους. Γνωρίζουμε την άποψη που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους. Παρακολουθούμε την ερμηνεία ενός ερασιτέχνη ηθοποιού στο ρόλο της ζωής του. Υποδύεται αυτό που θα ήθελε να είναι. Για να γνωρίσουμε πώς πραγματικά είναι πρέπει να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί του. Ένας ερασιτέχνης δεν μπορεί να υποδύεται συνέχεια – μερικές φορές θ’ αφήνει στα διαλείμματα της ερμηνείας του να φανεί η αλήθεια. Και από τη στιγμή που θα μπεις στη ζωή του και θα σε εμπιστευθεί, μπορεί και να πάψει να υποδύεται τελείως μπροστά σου. Μερικές φορές αυτό επιφυλάσσει εκπλήξεις.
Αλλά εκεί, στην αρχή, αυτό που βλέπεις είναι τεχνητό. Είναι ερμηνεία. Βλέπεις τον άλλο και δεν ξέρεις τι σκέφτεται στ’ αλήθεια. Τι να του πεις; Πώς να του μιλήσεις; Είναι δύσκολο. Εμένα με κουράζει και με φθείρει.
Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, λέει, οι εσωστρεφείς και οι εξωστρεφείς, και οι μεν σε γενικές γραμμές αποστρέφονται και αποφεύγουν την ανθρώπινη επαφή, οι δε την απολαμβάνουν και την επιδιώκουν. Οι μεν είναι αυτοί που τους βλέπεις να κάθονται μόνοι τους σε μια γωνία σε μέρη που οι άνθρωποι μαζεύονται και μιλάνε σε πηγαδάκια (σε πάρτι, σε μπαρ), οι δε είναι τα πηγαδάκια. Οι εσωστρεφείς είναι, λέει, το ένα τρίτο του πληθυσμού, και παρ’ όλα αυτά οι κοινωνίες μας είναι φτιαγμένες στα μέτρα των εξωστρεφών. Έχω διαβάσει ένα βιβλίο για το θέμα, που το ’χει γράψει μια κυρία που είναι πάνω από τη γραμμή και έχω αποφασίσει ότι ανήκω στους εσωστρεφείς. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι, απολαμβάνω να είμαι κοντά τους, αλλά υπάρχουν πολλά πράγματα που προτιμώ από το να συζητάω μαζί τους, να τους ακούω και να τους μιλάω (προτιμώ να κοιτάζω τις οθόνες μου, ας πούμε, ή να παίζω video games, ή να κάθομαι σε μια γωνία και να τους παρατηρώ). Η επικοινωνία μαζί τους είναι μια διαδικασία που με κουράζει, με φθείρει. Αν δεν είσαι κι εσύ εσωστρεφής, δεν μπορείς να καταλάβεις τι εννοώ.
Αλλά υπάρχουν εξαιρέσεις.
Με τον Νικήτα μιλήσαμε περίπου σαράντα πέντε λεπτά για μια ποικιλία θεμάτων. Μιλήσαμε για τα πολιτικά βεβαίως, αλλά με εντελώς διαφορετική αφετηρία: Μιλήσαμε για μια βουλευτή από τη Θεσσαλονίκη, η οποία είναι ξανθιά και είναι μικρότερη σε ηλικία από εμάς και πολύ, πολύ πάνω από τη γραμμή, και ανταλλάξαμε απόψεις σχετικά με το αν έχει χοντρά μπούτια ή όχι, κι αν αυτό είναι κρίσιμο κριτήριο στην αξιολόγησή της ως υποψήφια ερωμένη (συμφωνήσαμε πως όχι, μα διαφωνήσαμε ως προς το αν έχει χοντρά μπούτια και πόσο). Στη συνέχεια συζητήσαμε για ένα νέο video game που θέλουμε να παίξουμε, του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται στο διάστημα και το οποίο θα κυκλοφορήσει το Μάρτιο, για πράγματα που διαβάσαμε στις οθόνες μας, για το θέμα της απώλειας του κινητού μου, για το ότι πήγα σ’ ένα συνέδριο για social media και είδα ανθρώπους από το σινάφι, κουτσομπολέψαμε για λίγο ανθρώπους από το σινάφι, έσταξα χολή για τον Ναπολέοντα, μετά ο Νικήτας μου είπε ότι η Ευγενία έχει βγάλει ένα περίεργο εξάνθημα στο εσωτερικό του μηρού της, πολύ ψηλά, κοντά στο μουνί της, και τον ενοχλεί όταν το βλέπει όταν κάνουν σεξ, αλλά μάλλον δεν είναι τίποτα, αποκλείεται να είναι καρκίνος, οπότε δεν υπάρχει λόγος να το βγάλει, κι αυτό κατά μία έννοια τον στενοχωρεί, και τώρα εγώ όποτε βλέπω την Ευγενία θα σκέφτομαι αυτό το εξάνθημα, και του το είπα, και μετά κάναμε αυτό που μας αρέσει πάρα πολύ να κάνουμε, είπαμε ιστορίες για τα παλιά.
Θυμηθήκαμε τη φορά που είχαμε πετάξει ένα παιδάκι από τη γειτονιά στο σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς, για πλάκα, κι αυτό, δέκα χρονών πρέπει να ήταν (εγώ ήμουν μικρότερος, ο Νικήτας έφηβος), άρχισε να κλαίει πάρα πολύ δυνατά, τόσο όσο δεν έχω ακούσει ποτέ κανένα να κλαίει, αλλά δεν έκανε καμία προσπάθεια να βγει από το σκουπιδοτενεκέ, έμεινε εκεί ανάμεσα στις σακούλες κι έκλαιγε και όταν πια πήγαμε να το βγάλουμε, επειδή έκανε πολλή φασαρία και κόσμος είχε αρχίσει να βγαίνει από τα σπίτια για να δει τι τρέχει, δεν ήθελε να βγει. Αναρωτηθήκαμε τι να είχε απογίνει αυτό το παιδί, το όνομα του οποίου δε θυμόταν κανείς μας, και εγώ είπα ότι το καλύτερο θα ήταν να έχει γίνει σκουπιδιάρης κι ο Νικήτας είπε ότι μπορεί να έχει αυτοκτονήσει και σκάσαμε και οι δύο στα γέλια, και γελάγαμε για πολλή ώρα. Μετά κουβεντιάσαμε για λίγο την ανικανότητα του ντράμερ Φώτη να βρει γκόμενα εδώ και περίπου έξι χρόνια και για έναν άλλο φίλο μας, τον φερεκετοφίλοσου, που θα παντρευτεί μία που είναι άσχημη, αλλά ο οποίος δεν ανήκει στην κατηγορία που εξήγησα τις προάλλες, γιατί είναι κι αυτός άσχημος.
Στο τέλος της κουβέντας μας ο Νικήτας με κορόιδεψε επειδή δε γαμάω –μιας μορφής τελετουργικό που διεξάγεται ανεξάρτητα από το αν γαμάω– κι εγώ του θύμισα ότι γαμάω τη μαμά του, και μετά μου είπε ότι αυτός γαμάει μια ηθοποιό του Χόλιγουντ που μου αρέσει πάρα πολύ για παντοτινά, και του είπα «όπα, το χόντρυνες» και μετά κλείσαμε.
Είμαι σίγουρος ότι η κουβέντα μας δε βγάζει κανένα νόημα σε τρίτους και αν κάποιος μας άκουγε πιθανότατα θα μας χαρακτήριζε με χαρακτηρισμούς φρικώδεις. Μα εγώ την απόλαυσα. Δε με κούρασε αυτή η επαφή, και δε θα με κούραζε ούτε αν γινόταν διά ζώσης. Ποτέ δεν κουράζομαι να κουβεντιάζω με τον Νικήτα, όταν είναι στα καλά του τουλάχιστον, όπως αυτό το τελευταίο διάστημα, από τότε που τον έσωσα δηλαδή. Υπάρχουν λόγοι. Έχουμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα και πολλά κοινά βιώματα. Μεγαλώσαμε μαζί και μιλάμε την ίδια γλώσσα, και δεν εννοώ μόνο την προφορική γλώσσα ή την ελληνική γλώσσα. Πιο πολύ εννοώ τη γλώσσα την άλλη, την πιο άμορφη, αυτή που αναμοχλεύει κι επεξεργάζεται τις σκέψεις μέσα στον εγκέφαλο πολύ πριν φτάσουν στις φωνητικές χορδές, την ασυνείδητη. Νομίζω ότι αυτή την έχουμε κοινή, ή έστω ο καθένας έχει τη δικιά του, αλλά οι γλώσσες μας είναι συμβατές, κάτι που δεν είναι αυτονόητο στα ανθρώπινα όντα και μάλλον είναι και σπάνιο.
Έτσι εγώ, ένας εσωστρεφής που γενικά την αποστρέφεται, υπάρχουν φορές που απολαμβάνω την ανθρώπινη επικοινωνία, και αυτές οι φορές δεν έχουν να κάνουν μ’ εμένα, έχουν να κάνουν με τους άλλους. Υπάρχουν στη Γη άλλοι, πολύ συγκεκριμένοι και λίγοι, που μέσα στο κεφάλι τους επεξεργάζονται τις σκέψεις τους παρόμοια, και με τους οποίους μπορώ να επικοινωνήσω άνετα, ευχάριστα και πολύ, και την επαφή μαζί τους την απολαμβάνω και την επιδιώκω και τη θέλω. Είναι πολύ ωραίο, το να τους βρίσκω. Είναι από τις χαρές της ζωής, νομίζω. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι εξωστρεφείς, αλλά οι περισσότεροι, νομίζω, είναι κι αυτοί εσωστρεφείς, κι έτσι εκτιμούν εξίσου την τύχη, την απίστευτη τύχη, που είναι το ότι κάποιες στιγμές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναντιόμαστε. Η Ζωή ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος και ανήκε στην πρώτη κατηγορία: Ήταν εξωστρεφής.
Καθώς το σούρουπο έπεφτε και η φωτιά σιγόσβηνε, κι αφού είχα φάει μερικά μπισκότα μαζί μ’ ένα δεύτερο ζεστό τσάι, στο οποίο είχα βάλει και μια κουταλιά μέλι (πού βρέθηκε αυτό το μέλι, ποιος ξέρει πόσα χρόνια το είχα στο σπίτι, χαλάει το μέλι;) κάθισα και έγραψα αυτά εδώ τα λόγια. Τώρα θα σηκώσω πάλι το τηλέφωνο, για τελευταία φορά σήμερα, ελπίζω, και θα πάρω έναν άλλο τέτοιο άνθρωπο, μια γυναίκα που ανήκει στους εσωστρεφείς, μια δικιά μας.
Θα τηλεφωνήσω στην κοπέλα μου.