ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ στη δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι το ότι δουλεύει σε κάτι συναρπαστικό και ζωντανό, το ότι δεν έχει πολλή ρουτίνα ή ότι στην ουσία τον πληρώνουν για να χαζεύει στο ίντερνετ. Το καλύτερο είναι οι προσκλήσεις και τα δώρα.

Οι εταιρείες λατρεύουν να στέλνουν στους δημοσιογράφους δώρα και να τους καλούν σε events και συνεστιάσεις και παρουσιάσεις και ομιλίες και ταξίδια και happenings και συναυλίες και πρεμιέρες και πάρτι, και να τους ταΐζουν και να τους ποτίζουν και να πληρώνουν άλλες εταιρείες για να τους καλοπιάνουν και να τους κάνουν να νιώθουν σημαντικοί. Είναι πολύ ωραίο πράγμα, αυτό. Επίσης είναι ηθικά αμφιλεγόμενο και στις προηγμένες χώρες ελέγχεται και περιορίζεται και κατακρίνεται. Εδώ δεν είναι προηγμένη χώρα όμως.

Πάντα ένιωθα ότι ποτέ δεν προσέφερα υπηρεσίες που να δικαιολογούν τέτοιας μορφής καλοπιάσματα, αλλά δεν ένιωθα και τύψεις. Τα τελευταία δυο χρόνια βεβαίως τα δώρα είχαν μειωθεί, τα events είχαν γίνει πιο φτωχικά, τα ταξίδια λιγότερα, και μετά την απόλυσή μου όλα αυτά είχαν σχεδόν σταματήσει. Αλλά όχι τελείως. Μερικές φορές κάποιος με θυμάται και μου στέλνει ένα e-mail με μια πρόσκληση σε κάτι, κάπου. Σπάνια πηγαίνω. Σήμερα πήγα.

Όταν έφυγα απ’ το σπίτι, ξημερώματα για τα δικά μου δεδομένα, έριχνε χιόνι κανονικό, νιφάδες παχουλές, μα δεν έκανε πολύ κρύο και οι δρόμοι ήταν βρεγμένοι, δε θα το ’στρωνε. Στο τρένο διάλεξα βαγόνι με το κριτήριο που χρησιμοποιούσα πάντα: πού μπαίνουν οι πιο όμορφες γυναίκες. Ήταν νωρίς το πρωί και είχε παγωνιά και είχε πολύ κόσμο και βρήκα μόνο μία υποψήφια, όχι πολύ ελπιδοφόρα.

Δεν είχα τηλέφωνο να κοιτάξω ή βιβλίο να διαβάσω, οπότε κάθισα σε μια θέση ελεύθερη και κοίταζα τους ανθρώπους.

Απέναντί μου και δεξιά καθόταν ένας παχουλός άντρας με λαδωμένα μαλλιά και γυαλιά κι ένα μπουφάν που έμοιαζε δυο νούμερα μεγαλύτερο και ο άντρας αυτός έμοιαζε σαν να ζει με τη μαμά του και ήταν περίπου σαράντα χρονών, ή μπορεί να ήταν είκοσι οκτώ. Κοιτούσε επίμονα έξω απ’ το παράθυρο με φοβισμένο βλέμμα, κι επειδή το τρένο κινείτο, κι αυτά που έβλεπε άλλαζαν διαρκώς, έμοιαζε σαν να φοβάται τα πάντα. Κάποια στιγμή έβγαλε ένα στυλό μπικ κι αυτό το πολύχρωμο χαρτί που λέει τους αγώνες και τις αποδόσεις του ποδοσφαιρικού στοιχήματος και άρχισε να σημειώνει, πολύ συγκεντρωμένος και αφοσιωμένος.

Δίπλα του καθόταν μια μικροσκοπική κοπέλα με πολύ μεγάλη μύτη και μάτια κάπως ασύμμετρα, αλλά κατά τα άλλα πάνω απ’ τη γραμμή υποθέτω, κι ο λόγος που είχα διαλέξει αυτό το βαγόνι. Φορούσε ψηλές μπότες κι ένα πολύ χοντρό παλτό κι ένα πολύ χοντρό κασκόλ και στα χέρια της, τα οποία ήταν ντυμένα με γάντια, κρατούσε ένα σκούφο. Προσπάθησα να φανταστώ ότι από μέσα ήταν γυμνή.

Δίπλα μου καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος με υγρά μάτια και αυλακωμένο πρόσωπο. Πρέπει να ήταν εκατό χρονών. Οι αυλακιές του προσώπου του είχαν αυλακιές.

Δίπλα μου από την άλλη πλευρά στεκόταν μια κοντή και χοντρή κυρία με μια κρεατοελιά στο λαιμό και πολύ αραιά μαλλιά, που κρατούσε μια σακούλα με σουβλερά πράγματα μέσα και την έμπηγε στο πλευρό μου σχεδόν σίγουρα επίτηδες, για να με κάνει να της παραχωρήσω τη θέση μου. Δίπλα της στέκονταν τέσσερα έφηβα κορίτσια και κοίταζαν τα κινητά τους και η μία την άλλη και μιλούσαν για τα πράγματα που τις ενδιέφεραν και χαμογελούσαν και τα μάτια τους έλαμπαν κι έμοιαζαν να τρέφονται η μία από την άλλη, ψυχολογικά.

Εκτός από τα κορίτσια οι άνθρωποι ήταν άσχημοι και δυστυχισμένοι. Όταν ένας ζητιάνος μπήκε για να μουρμουρίσει τη δικιά του δυστυχία, το έκανε σαν να απευθύνεται σε συναδέλφους.

Η ατμόσφαιρα στο βαγόνι μύριζε μούχλα και ιδρωμένα πόδια. Οι άνθρωποι κάθονταν και στέκονταν υπερβολικά κοντά ο ένας στον άλλο, αφύσικα κοντά, τα χνότα τους διασταυρώνονταν και τα δέρματά τους σχεδόν ακουμπούσαν, πολύ συχνά πραγματικά ακουμπούσαν, και όλοι συμπεριφέρονταν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην είναι πρακτικά σφιχταγκαλιασμένοι, ξένοι μεταξύ τους, εγκλωβισμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, σαν έγκλειστοι σε τριτοκοσμική φυλακή ή σαν εραστές.

Άλλαξα στο σταθμό Αττική και κατέβηκα για να πάρω το μετρό και είχε κι εκεί πάρα πολύ κόσμο, αλλά η επιλογή βαγονιού ήταν πιο εύκολη, ήταν αυτονόητη: Εκείνη ήταν κοντά στα πενήντα, αλλά μπορεί και τριάντα δύο, ψηλή, με φλογερά κόκκινα μαλλιά και δέρμα τσιτωμένο από ακριβά προϊόντα και φροντίδα και το κρύο. Φορούσε ένα εκτυφλωτικό μπλε σακάκι κι από κάτω ένα εκπληκτικά στενό δερμάτινο παντελόνι, που σφιχταγκάλιαζε δυο μακρουλά πόδια κι έναν ατσαλένιο κώλο και από μπροστά, τόσο στενό ήταν, τα χείλη του αιδοίου της. Έπιασα θέση, όρθιος, κρατώντας το μεταλλικό στύλο μαζί με μισή ντουζίνα άλλα πολύχρωμα χέρια, κοντά αλλά όχι πολύ κοντά, ειδικά για να τα βλέπω, τα χείλη, στριμωγμένα, χωρισμένα και ανάγλυφα. Στεκόμασταν όλοι στοιβαγμένοι, προσπαθώντας να ξεχνάμε ότι ακουμπιόμαστε κάθε στιγμή, ότι τα κορμιά μας χωρίζονταν μόνο από λίγο ύφασμα και, ενίοτε, αν γλιστρούσε λίγο ένα χέρι, από τίποτα, και ταυτόχρονα να υποφέρουμε τον εκκωφαντικό συριγμό του βαγονιού καθώς διέσχιζε το τούνελ. Εγώ έκλεβα ματιές του w ανάμεσα στα πόδια της και σκεφτόμουν τη σκοπιμότητα, την τριβή σε κάθε βήμα, σίγουρα το ένιωθε, οπωσδήποτε το ένιωθε. Της άρεσε; Γι’ αυτό το έκανε;

Όταν έφτασα στο Σύνταγμα, κατέβηκα για ν’ αλλάξω γραμμή, με καρδιά βαριά. Καθώς έβγαινα, έριξα μια προσεκτική ματιά στο πρόσωπό της. Είχε γαλάζια μάτια κι έμοιαζε να έχει ανάγκη παρηγοριά.

Στο επόμενο βαγόνι δεν υπήρχε καμία άξια λόγου.

Όταν βγήκα στον Κεραμεικό ο κόσμος ήταν αλλιώτικος: Δεν υπήρχε χιόνι. Είχε βγει ο ήλιος. Αψήφησα την Πειραιώς και περπάτησα στα δρομάκια, ανάμεσα στις λίγες καινούργιες πολυκατοικίες με τα λοφτς και τα πολύ περισσότερα μισογκρεμισμένα ερείπια, προς το Μουσείο Μπενάκη. Στο δρόμο με προσπερνούσαν βιαστικοί μετανάστες, που έσπρωχναν καρότσια σουπερμάρκετ γεμάτα με χαρτόκουτα και τενεκέδες ή άδεια. Ή μπορεί να μην ήταν μετανάστες. Δεν καταλαβαίνω τη διαφορά πια.

 

Το Μουσείο ήταν όμορφο και τετράγωνο και πορτοκαλί, σαν τεράστιο τούβλο. Την εκδήλωση τη διοργάνωνε ένας σύνδεσμος διαφημιστικών εταιρειών και είχε θέμα το ίντερνετ και το πώς μπορούν να το χρησιμοποιούν οι εταιρείες, και το μέλλον και η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία και όλα αυτά τα ωραία και τα αισιόδοξα.

Τίποτα δεν ήταν αισιόδοξο εκεί μέσα, βεβαίως. Καθώς η αγορά τους καταρρέει, καθώς οι αγορές όλων καταρρέουν, οι άνθρωποι είπανε να μαζευτούν και να μιλήσουν για το Facebook. Στην πραγματικότητα θέλανε να μαζευτούν σε μιαν αίθουσα όλοι μαζί, άνθρωποι διαφορετικοί μα με ζωές παρόμοιες, που κατά κανόνα μισιούνται μεταξύ τους, αλλά τώρα που είναι δύσκολα δεν έχουνε αλλού να πάνε να βρουν ελπίδα.

Δεν είχα κανένα λόγο να βρίσκομαι εκεί. Μάλλον κάποια κυρία σε κάποιο τμήμα δημοσίων σχέσεων με είχε ξεχάσει στη λίστα των επαφών της και μου είχε στείλει την πρόσκληση, χωρίς να ξέρει ποιος είμαι και τι κάνω.

Οι ομιλίες είχαν αρχίσει όταν έφτασα και στάθηκα στην είσοδο της αίθουσας, κοιτάζοντας το πλήθος που κοίταζε προς τη σκηνή και προς κινητά τηλέφωνα και ταμπλέτες, αναζητώντας τον Νικήτα ή τον αδερφό μου ή τον Νίκο ή κάποιον άλλο γνωστό απ’ την παλιά ζωή μου.

Όλες οι φάτσες ήταν άγνωστες. Στη σκηνή μία κυρία μιλούσε για engagement.

Κενές θέσεις υπήρχαν μόνο προς το κέντρο της αίθουσας και για να φτάσω κοντά τους θα έπρεπε να σηκώσω καθισμένους ανθρώπους, γι’ αυτό κάθισα στα σκαλοπάτια κοντά σε μια συστάδα ανθρώπων με λάπτοπ, που είχε δημιουργηθεί δίπλα στις πρίζες. Όταν βολεύτηκα και καθώς η ζεστασιά της αίθουσας, η γλυκιά σκοτεινιά και η μονότονη φωνή της κυρίας μαλάκωσαν λίγο το μυαλό μου, νομίζω ότι αποκοιμήθηκα.

 

Η πρώτη και η τελευταία μου δουλειά ήταν δημοσιογράφος σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα που μοιραζόταν δωρεάν σε σταθμούς τρένων και καφετέριες. Τη λέγανε Observer. Το λογότυπο ήταν αντιγραφή του Guardian. Μπορεί να τη θυμάσαι, το 2006 είχε γίνει γνωστή επειδή αποκάλυψε ένα σκάνδαλο με την αγορά γερμανικών ερπυστριοφόρων από το στρατό, τα οποία είχαν παραγγελθεί, πληρωθεί και παραληφθεί χωρίς τις ερπύστριες. Τον περισσότερο καιρό βεβαίως η εφημερίδα απλά αναδημοσίευε κείμενα ειδησεογραφικών πρακτορείων, αθλητικά και μεταφρασμένες ειδήσεις από ξένα μέσα και χρησίμευε κυρίως για να τη βάζουν και να κάθονται οι άνθρωποι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, όταν στη θέση πριν από αυτούς καθόταν κάποιος τύπος βρόμικος.

Ένα χρόνο πριν από την ιστορία με τα ερπυστριοφόρα εγώ είχα μόλις τελειώσει με το στρατό κι έψαχνα μεταπτυχιακά στην Αγγλία και γενικά χάζευα και, καθώς το εργένικο διαμέρισμά μου ήταν σχεδόν άδειο από γυμνά φρέσκα γυναικεία κορμιά, περνούσα την ώρα μου παίζοντας video games και γράφοντας σ’ ένα μπλογκ που το ονόμασα ifiwereaserialkiller, που σημαίνει «αν ήμουν δολοφόνος κατά συρροή» και μέσα έγραφα ποιους θα σκότωνα και πώς, αν, όπως έλεγε ο τίτλος, ήμουν δολοφόνος κατά συρροή. Υποθέτω ότι σήμερα ένα τέτοιο site θα αντιμετώπιζε μηνύσεις και εξώδικα και διαφόρων ειδών άλλα προβλήματα, αλλά τότε δεν είχε πάρα πολύς κόσμος ίντερνετ και καθώς έγραφα με ύφος χιουμοριστικό κανένας δεν αντέδρασε ποτέ. Με διάβαζαν, θυμάμαι, μερικές δεκάδες άνθρωποι τη μέρα και ήμουν πολύ χαρούμενος και περήφανος.

Την εφημερίδα την είχε βγάλει ένας Ελληνοκύπριος ονόματι Μπίλης, και δη Μπίλης Βασιλείου. Ο Μπίλης Βασιλείου δύο χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες είχε αποφασίσει ν’ αφήσει το Λονδίνο και να έρθει να κάνει δουλειές στην Ελλάδα, η οποία ήταν στα πάνω της τότε και η οποία ήταν σίγουρος ότι θα προοδέψει πολύ στο μέλλον. Από ΜΜΕ δεν είχε ιδέα, στα χρηματοοικονομικά δούλευε, αλλά είχε πάει καλά το επενδυτικό του fund ή είχε λεφτά ο μπαμπάς του ή τέλος πάντων βρήκε από κάπου λεφτά και αποφάσισε ότι αυτό που λείπει από την Ελλάδα, η οποία ήδη είχε τριάντα εφημερίδες και περισσότερα περιοδικά από τη Νέα Υόρκη, ήταν μίντια. Αφού πέρασε περίπου δύο χρόνια προσπαθώντας να βρει μια εταιρεία να του πουλήσει χαρτί κι ένα τυπογραφείο για να την τυπώσει, κυκλοφόρησε την εφημερίδα του το φθινόπωρο του 2004 σε μια χώρα μεθυσμένη από παλαβό ενθουσιασμό.

Στην αρχή η ιδέα ήταν η εφημερίδα να είναι καθημερινή, αλλά φάνηκε γρήγορα ότι αυτό δε θα ήταν εφικτό, καθώς οι ίδιες δυνάμεις που δεν την άφηναν να βρει χαρτί και τυπογραφείο, έδειξαν ότι στη συνέχεια θα την εμπόδιζαν να βρει και διαφήμιση. Οι δυνάμεις αυτές ήταν οι άλλες εταιρείες που έβγαζαν εφημερίδες και στις οποίες ανήκαν και τα περισσότερα τυπογραφεία και κάποιες από τις εταιρείες εισαγωγής χαρτιού. Έπαιρναν τηλέφωνο στις διαφημιστικές εταιρείες και τους έλεγαν «μην τολμήσετε να τους δώσετε διαφήμιση», κι αυτές υπάκουαν, γιατί ήταν όλοι μαζί στο ίδιο κόλπο, μια παρέα, και στις παρέες δεν είναι σωστό οι φίλοι να μην κάνουν εκατέρωθεν χατίρια.

Μέσα σε τρεις εβδομάδες καθημερινής κυκλοφορίας ο Μπίλης Βασιλείου είχε φάει τα μισά του λεφτά κι έτσι η εφημερίδα έγινε εβδομαδιαία, απέλυσε τους περισσότερους υπαλλήλους της και για πολύ καιρό προσπαθούσε να μην ενοχλεί κανέναν και όταν τελικά συνεταιρίστηκε με μια από τις μεγάλες εταιρείες, για να παράγει ένα ένθετο για την κυριακάτικη έκδοση μιας μεγάλης εφημερίδας, απέκτησε και το σεβασμό από το εκδοτικό κατεστημένο κι έγινε μέρος του. Λίγους μήνες μετά ήρθε και το σκάνδαλο με τα ερπυστριοφόρα.

Όλα αυτά τα έμαθα εκ των υστέρων φυσικά, από φήμες και κουβέντες και ιστορίες και κουτσομπολιά, εγώ τότε ήμουν 25 χρονών και άσχετος για τα πάντα και αφελής και το μόνο πράγμα που μ’ ένοιαζε ήταν να βρω μια δουλειά για να βγάζω μερικά λεφτά και να έχω πρόσβαση σε χώρους όπου υπάρχουν γκόμενες, γιατί η ανεργία δεν είναι ένας τέτοιος, και το σπίτι μου δεν ήταν ένας τέτοιος επίσης.

Με προσέλαβαν επειδή ο τότε διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας διάβαζε το μπλογκ μου και γέλαγε πάρα πολύ με τους θανάτους που σκάρωνα και τους ανθρώπους που σκότωνα και πίστευε ότι η γραφή μου θα ταίριαζε πάρα πολύ στην εφημερίδα που ήθελε να φτιάξει, η οποία ωστόσο ποτέ δεν είχε καμία σχέση με τον Observer.

Στην εφημερίδα έγραφα οτιδήποτε χρειαζόταν γράψιμο και μετέφραζα ξένα κείμενα και έπαιρνα τηλεφωνικές συνεντεύξεις από ηθοποιούς κι από τραγουδιστές κι από ποδοσφαιριστές και έκανα απομαγνητοφωνήσεις και έβρισκα λεζάντες και έγραφα advertorial, που είναι διαφημιστικά κείμενα που δεν πρέπει να είναι τόσο διαφημιστικά ώστε να το καταλάβει ο αναγνώστης, αλλά δεν πρέπει να είναι και τόσο μη-διαφημιστικά ώστε να το καταλάβει ο πελάτης. Έκανα τα πάντα και ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί πήγαινα κάθε μέρα σ’ ένα γραφείο όπου βρίσκονταν άλλοι δεκαπέντε άνθρωποι, εκ των οποίων οι εννιά γυναίκες, εκ των οποίων οι επτά πάνω από τη γραμμή, εκ των οποίων οι τρεις πάρα πολύ όμορφες, εκ των οποίων η μία με σκουλαρίκι στη γλώσσα.

Το να είσαι σ’ ένα χώρο όπου είναι κι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δε σε πρήζουν πάρα πολύ, είναι ευχάριστο και χρήσιμο, όχι μόνο για να βλέπεις τις γυναίκες και να τους μιλάς και να τις μυρίζεις και να φαντάζεσαι το σκουλαρίκι της γλώσσας τους να τρίβει το δέρμα σου, αλλά και επειδή έχεις την ευκαιρία να παρατηρείς διάφορους ανθρωπότυπους αρκετά διαφορετικούς από τον εαυτό σου, πράγμα πάντα χρήσιμο και διδακτικό, σαν ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης.

Στη δουλειά, ας πούμε, γνώρισα το Διορθωτή Που Δεν Πλενόταν Ποτέ, την αρχισυντάκτρια που ήταν Level 70 warlock στο World of Warcraft και τη διευθύντρια των εντύπων, αυτή που αντικατέστησε τον άνθρωπο που με προσέλαβε, που ήταν χοντρή και άσχημη και αμόρφωτη και όχι ιδιαίτερα έξυπνη και ζούσε μια ζωή επιτυχίας και εξέλιξης και ολοκλήρωσης χρησιμοποιώντας μόνο 1) μια ανεξήγητη, αδιανόητη αυτοπεποίθηση, 2) μια στεντόρεια, τρανταχτή φωνή και 3) την απύθμενη ισχύ της γυμνής, ατιθάσευτης θέλησης.

Ήταν ωραίες εποχές, αθώες και χαζοχαρούμενες, και μου αρέσει μερικές φορές να τις φέρνω στο μυαλό μου και τις σκεφτόμουν και σήμερα στην αίθουσα εκείνη, που ήταν γεμάτη με δυστυχισμένους διαφημιστές, φωτισμένους από μικροσκοπικές οθόνες, όταν ξαφνικά μια αγριοφωνάρα ακούστηκε και με ξύπνησε απ’ τη ληθαργική την ενατένιση και μ’ έφερε σε μιαν εποχή άλλη, μεταγενέστερη, πολύ πρόσφατη, πολύ πιο άγρια. Στη σκηνή ανέβηκε και άρχισε να μιλά ο Ναπολέων.

 

Ο Ναπολέων είναι κοντός κι έχει γκρίζα μαλλιά και φοράει γυαλιά κι έχει μια μούρη που θες να πάρεις φόρα και να του χώσεις μια μπουνιά καταμεσής της με όση δύναμη έχεις, αψηφώντας την ακεραιότητα μετακαρπίων και δακτύλων, ειδικά όταν γελάει μ’ ένα χαμόγελο στραβό, ειρωνικά, πράγμα που συμβαίνει σχεδόν συνέχεια.

Είναι το παλιό μου αφεντικό, ο άνθρωπος που με απέλυσε, η προσωπική μου Νέμεση. Στην πραγματικότητα νομίζει ότι είμαστε φίλοι. Ακόμα μου στέλνει αστεία e-mails και μου κάνει like στο Facebook και με ρωτάει «πώς πας» στο chat. Τον σιχαίνομαι.

Δεν τον λένε Ναπολέοντα στ’ αλήθεια. Μόνο εγώ τον φωνάζω έτσι, και μόνο από μέσα μου. Ήρθε στην εφημερίδα τρία χρόνια μετά από μένα, όταν πλέον δεν ήταν μόνο εφημερίδα αλλά ένας όμιλος με δύο εφημερίδες και τρία περιοδικά και πολλά ιντερνετικά όνειρα κι ένα νέο ιδιοκτήτη με πολύ βαθιές τσέπες. Ήρθε από ανταγωνιστικό όμιλο γεμάτος με αυτοπεποίθηση, στόμφο, αυταρέσκεια, προσδοκίες και λεφτά. Χαμογελούσε σ’ όλους κι έκανε σε όλους το φίλο, μα είναι απ’ τους ανθρώπους που τους βλέπεις και δε θες να τους αγγίξεις, για να μην πιάσει το χέρι σου γλίτσα.

Σήμερα ανέβηκε στο βήμα, άνεργος κι αυτός πια, μα με όνομα την αγορά, γνωστός στην πιάτσα, και μίλησε για το Facebook και το Twitter με ύφος πομπώδες και θεατρικό, λέγοντας μπούρδες σε ανθρώπους που είναι η δουλειά τους να ξέρουν καλύτερα, αλλά ήταν αναγκασμένοι να κάθονται να τον ακούν.

Αμέσως μετά από την ομιλία του είχε διάλειμμα. Έκανα μια βόλτα στο πλήθος που μαζεύτηκε γύρω απ’ τα τραπέζια που σέρβιραν καφέ και χυμούς, βγήκα και στο μπαλκονάκι για να ρίξω μια ματιά σ’ αυτούς που καπνίζαν μα, όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν έβλεπα κανένα γνωστό και μετά από λίγο ήταν πασιφανές πως όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτό το χώρο ήταν σε ομάδες και πηγαδάκια και μιλούσαν μεταξύ τους εκτός από έναν, εμένα, που ήμουν μόνος μου και προχωρούσα ανάμεσά τους προσπαθώντας να δείχνω ότι έχω κάποιον προορισμό πολύ σοβαρό και καθήκοντα πολύ επείγοντα που δεν μπορούν να περιμένουν.

Ένα οστεώδες, πανίσχυρο χέρι με σταμάτησε.

«Τι κάνεις είσαι καλά χρόνια και ζαμάνια από πότε έχουμε να τα πούμε;»

Δε θυμόμουν πώς τη λένε.

«Καλά, εσύ πώς είσαι;» είπα στην κοπέλα με τα κατσαρά μαλλιά, η οποία ήταν ένα κεφάλι ψηλότερη από μένα και είχε πολύ γουρλωτά μάτια και το ύψος της την έκανε να καμπουριάζει και είχε πάρα πολλά δόντια και τεράστιο στόμα και ήταν πάρα πολύ λεπτή, αλλά ωστόσο ήταν με άνεση πάνω απ’ τη γραμμή, γιατί είχε εντυπωσιακά μεγάλα βυζιά για κορμί τόσο οστεώδες, και επίσης επειδή όταν βλέπω γυναίκες με μεγάλο στόμα το μυαλό μου πάει κατευθείαν στο deep throat.

«Είμαι καλά, εδώ στη διαφημιστική, παλεύουμε ακόμα με τ’ άλλα τα παιδιά».

Τραβούσε τα φωνήεντα στο τέλος κάθε λέξης με τρόπο που μ’ ενοχλούσε.

«Αυτό είναι θαυμάσιο», είπα.
«Για πες όμως, εσύ τι κάνεις;»
«Καλά είμαι».
«Έχεις φύγει από την εφημερίδα που ήσουν, ε;»
«Ναι, απολύθηκα πέρυσι».
«Α, έφυγες πριν κλείσει».
«Ναι».
«Αυτό είναι πολύ καλό».
«Έτσι νομίζω».
«Γιατί ακούω ότι τα άλλα παιδιά που έμειναν ακόμα παλεύουν να πάρουν τα λεφτά τους».
«Έτσι ακούω κι εγώ».
«Και δε μου λες, με κανέναν από τους παλιούς εκεί μιλάς, με τον Φρίξο, με τη Μελπομένη;»
«Πολύ σπάνια».
«Χαθήκατε, ε;»
«Χαθήκαμε».
«Για πες, το κινητό σου δε νομίζω να το ’χω».

Της το είπα.

«Θα σου κάνω μία αναπάντητη».

Μου έκανε. Δεν ακούστηκε τίποτα, βεβαίως, γιατί δεν είχα κινητό μαζί μου.

«Δεν έχω το κινητό μαζί μου», είπα. «Βράχηκε προχτές στη βροχή και δεν ανοίγει. Μάλλον χάλασε. Στείλε μου e-mail όμως».

Αυτό της έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση κι έδωσε στην κουβέντα λίγα δευτερόλεπτα χώρο για να ξεγλιστρήσω προς έναν προορισμό πολύ σοβαρό και κάποια καθήκοντα που δεν μπορούν να περιμένουν. Στην είσοδο της τουαλέτας έπεσα πάνω στην Ευγενία, που είναι η κοπέλα του Νικήτα. Χάρηκε πολύ που με είδε, όπως χαίρονται όλοι όταν με βλέπουν μετά από πολύ καιρό. Ήταν καλά και ήμουν καλά και τα είπαμε και τα συμφωνήσαμε και όχι, ο Νικήτας δεν είχε έρθει γιατί βαριόταν, και επίσης ούτε ο αδερφός μου είχε έρθει, αλλά δεν ήξερε γιατί.

Η Ευγενία δουλεύει στη διαφημιστική εταιρεία όπου ο αδερφός μου είναι creative director και ο Νικήτας είναι ο πρώην Τάκης Πατατάκης, που εξακολουθεί να δουλεύει ως επίτιμος κειμενογράφος/συνθέτης, όπως λέω εγώ. Η Ευγενία είναι χαμογελαστή και όμορφη κι ευγενική, και έχει κατσαρά μαλλιά και πολύ ωραία μάτια και μοιάζει σαν κορίτσι από αυτά που τραγουδάν έντεχνα κομμάτια με μάτια μισόκλειστα καθισμένα γύρω από φωτιές, και παθιάζεται για θέματα όπως το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα και διαβάζει βιβλία πολλά και δύσκολα και θέλει να τη θεωρούν σοφιστικέ, μα στην πραγματικότητα της αρέσουν πάρα πολύ οι αμερικάνικες ρομαντικές ταινίες. Τη συμπαθώ την Ευγενία, και ευχαρίστως θα καθόμουν να της μιλήσω, αλλά αμέσως μετά είδε μια φίλη της και άρχισαν να κουβεντιάζουν δίπλα μου για θέματα που δε με αφορούσαν καθόλου και, παρόλο που μοιάζαμε με πηγαδάκι, στην πραγματικότητα εγώ δεν ήμουν μέρος της κουβέντας, κι αυτό είναι χειρότερο, κι έτσι έφυγα και πήγα στην τουαλέτα, που ήταν δίπλα και, όπως γίνεται συνήθως, μόλις πήγα μου ήρθε κατούρημα.

Βγαίνοντας έπεσα πάνω στον Ναπολέοντα.

«Βρε θηρίο!» είπε με χαρά ειλικρινή, το φίδι. «Τι κάνεις; Πώς είσαι; Μου ’χεις λείψει, δε μαθαίνω νέα σου!»

Ο Ναπολέων έχει πάρα πολύ ωραία γυναίκα και επίσης είμαι σίγουρος ότι κάτι είχε κάνει με μία από τις τρεις πολύ όμορφες κοπέλες της εφημερίδας, και ο λόγος που τον μισώ δεν είναι ότι τον ζηλεύω, όχι, είναι το ότι μου θυμίζει πως η ζωή είναι άδικη.

«Άντε και γαμήσου, φιόγκε».

Δεν είπα αυτό.

«Καλά είμαι. Όλα καλά», είπα.
«Πού είσαι τώρα, κάνεις τίποτα;»
«Όχι».
«Ψάχνεις;»
«Όχι ιδιαίτερα».
«Και πώς περνάς;»
«Μια χαρά».

Το στυλ του Ναπολέοντα στο μάνατζμεντ ήταν να παίρνει τα εύσημα για οτιδήποτε καλό γίνεται και να μοιράζει τις ευθύνες για οτιδήποτε κακό γίνεται. Είναι πάρα πολύ επικοινωνιακός και ευφραδής και μπορεί να πείσει έναν άσχετο με τα μίντια επιχειρηματία για οτιδήποτε, ότι ο ήλιος ανατέλλει από τη δύση, και καλώς, αλλά δεν ξέρει πώς φτιάχνεται ένα site ή πώς λειτουργεί το ίντερνετ. Δεν ξέρει καλά-καλά ορθογραφία. Είχα μάθει πόσα λεφτά έπαιρνε. Έπαιρνε έξι φορές περισσότερα από μένα.

«Η ομιλία μου πώς σου φάνηκε;» με ρώτησε. Άκου ερώτηση.

«Σκατά».

Δε είπα αυτό.

«Μια χαρά», είπα.
«Ξέρεις», μου είπε πιο σιγά και πλησίασε, σχεδόν μύρισα το θειάφι, «ετοιμάζω κάτι καλό, κάτι μεγάλο, που αν γίνει σωστά θα είναι πολύ σπουδαίο. Θέλω να μιλήσουμε κάποια μέρα γι’ αυτό. Έχω το τηλέφωνό σου;»
«Το τηλέφωνό μου βράχηκε και χάλασε», είπα, και με κοίταξε τότε μ’ ένα βλέμμα αμφιβολίας. Αποφάσισα εκείνη τη στιγμή ότι δε θα έλεγα ούτε μία λέξη παραπάνω για να εξηγήσω το τι και το πώς.

Ναι, κοίτα με σαν να είμαι τρελός, Ναπολέοντα. Κοίτα με όπως κοιτάς όλους τους ανθρώπους που δεν είναι εσύ, σαν θύμα, σαν άτυχο λάθος της φύσης, σαν κάτι κατώτερο, λιγότερο, αποτυχημένο κι αξιοθρήνητο. Για πολύ καιρό κοιτάζεις τον κόσμο έτσι. Τώρα που καταρρέει το σύμπαν όμως, θα πέσουμε μαζί, παρεούλα, χεράκι-χεράκι. Εν τω μεταξύ, κοίτα εσύ.

Δεν του είπα τίποτα από αυτά. Ψέλλισα μόνο ένα αντίο και ξέφυγα προς έναν προορισμό πολύ σοβαρό και κάποια καθήκοντα που δεν μπορούν να περιμένουν, ενώ ευχόμουν ξαφνικά να είχα ακόμα το «αν ήμουν δολοφόνος κατά συρροή».

Στην επόμενη σειρά ομιλιών διαπίστωσα πόσο δύσκολη είναι η ζωή χωρίς οθόνες, γιατί καθώς οι άνθρωποι στη σκηνή μιλούσαν για πράγματα που ελάχιστα μ’ ενδιέφεραν, δεν είχα κάτι άλλο να κάνω, κάπου αλλού να κοιτάξω, κάτι να περιεργαστώ και να ερεθίσει το μυαλό μου και να μου προσφέρει γαλήνη. Κοίταζα το κενό και σκεφτόμουν θανάτους και σκουλαρίκια στις γλώσσες και διχοτομημένα αιδοία, και ξαφνικά ένιωσα ένα φούσκωμα στο στήθος πολύ γνώριμο, προοίμιο πράγματος κακού, και πήρα δυο βαθιές ανάσες και μετά άλλες δυο, μα το φούσκωμα δεν έφευγε και κατάλαβα ότι πρέπει να βγω από κει μέσα.

Είχα προλάβει να πιάσω θέση αυτή τη φορά, οπότε αναγκάστηκα να ξεβολέψω μερικούς ανθρώπους μέχρι να βγω στο διάδρομο και μετά βγήκα από την αίθουσα και κατέβηκα στον ημιώροφο όπου υπήρχε μια τουαλέτα άδεια. Έβρεξα το πρόσωπό μου κι ένιωσα αμέσως καλύτερα. Μετά το σκούπισα με χαρτί που έβγαινε τσαλακωμένο από ένα μηχάνημα με φωτοκύτταρο, και κατέβηκα στο ισόγειο όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι, μόνο ησυχία και γαλήνη. Στην είσοδο του Μουσείου βρισκόταν ένα κατάστημα με δώρα και βιβλία και ακριβώς απέναντι ένα μικρό σύμπλεγμα από όρθιους πτυσσόμενους τοίχους, στους οποίους είχαν κρεμαστεί εκθέματα και οι οποίοι σχημάτιζαν ένα μικρό λαβύρινθο. Μπήκα στο μικρό λαβύρινθο και κοίταξα για λίγο τα εκθέματα, που ήταν γκραβούρες, και ηρέμησα λίγο και το φούσκωμα υποχώρησε κι ένιωσα την καρδιά μου να χαλαρώνει, μέχρι που έφτασα σε κάτι παλιούς χάρτες τοποθεσιών της Ευρώπης, οι οποίοι ήταν φτιαγμένοι τόσο λάθος, τα σχήματά τους ήταν τόσο γκροτέσκα, που η θέα τους μ’ ενόχλησε και δεν ήθελα να τους κοιτάζω άλλο.

Παραδίπλα υπήρχε ένα καφέ που ήταν σχεδόν άδειο και πολύ ήσυχο και από μια πορτούλα έβγαινες στην κεντρική αυλή, που βρισκόταν στην καρδιά του Μουσείου κι από κει μπορούσες να δεις τον ουρανό.

Εκεί ήταν ο Νίκος και κάπνιζε. Ο Νίκος δούλευε παλιά μαζί μας στην εφημερίδα, αλλά είχε απολυθεί στο προηγούμενο κύμα από μένα. Δεν ήμασταν φίλοι, αλλά ήταν λάτρης της τεχνολογίας και των video games και μάλιστα πιο ένθερμος από μένα. Καθώς ήξερε και τα τεχνικά πράγματα του θέματος, μπορούσε να λύσει και να ξαναστήσει ένα μηχάνημα, οποιοδήποτε μηχάνημα, μόνο και μόνο για το κέφι του, έτσι είχαμε πάντα πράγματα να πούμε. Πριν από λίγα χρόνια είχε φτιάξει ένα τεχνολογικό μπλογκ και πότε-πότε εταιρείες του έστελναν προϊόντα για να τα δοκιμάσει και να παίξει μ’ αυτά και να γράψει γι’ αυτά. Ήταν ο άνθρωπος που ήλπιζα να βρω πιο πολύ απ’ όλους σήμερα.

Αφού είπαμε τις κοινοτοπίες και πόσο βαρετά είναι όλα και πόσο δύσκολη είναι η κρίση και πόσο ανώφελη είναι η ζωή, αλλά με λόγια αλλιώτικα, και καθώς το μεσημέρι προχωρούσε και ο ήλιος κρυβόταν πάλι πίσω από σύννεφα θολά, ήρθα στο διά ταύτα:

«Νίκο», είπα, «χρειάζομαι ένα κινητό τηλέφωνο».

Αργότερα το απόγευμα, περπατώντας μόνος στην πλατεία στο Γκάζι, καθώς το μυαλό μου είχε ηρεμήσει και άνθρωποι πήγαιναν σκυθρωποί να κάνουν τα πράγματα που παλιά κάναν χαρούμενοι, μπόρεσα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη και να επιβεβαιώσω στον εαυτό μου ότι μέσα του κουβαλάει κάτι που ποτέ δε θα φύγει και πως όσο κι αν το ξεχνάω τη στιγμή που λουφάζει κάτω από την επιφάνεια, αυτό υπάρχει και αργά ή γρήγορα θα ξαναβγεί, αν δεν κάνω κάτι για να το εξοντώσω για πάντα, πράγμα που εγώ δε θέλω.

Πέρασα την υπόλοιπη μέρα γράφοντας αυτό εδώ και χαζεύοντας στις οθόνες μου, μέχρι που αργά τη νύχτα ένας πρώην μπόντι μπίλντερ και ιδιοκτήτης πρακτορείου μοντέλων βγήκε στην τηλεόραση απ’ το προεδρικό μέγαρο, όπου διαφέντευε με άλλους τύχες, και απήγγειλε Καβάφη.