Η ΠΗΓΗ όλων των προβλημάτων του κόσμου είναι ότι εμείς, ως ανθρώπινα, φθαρτά κι ανολοκλήρωτα όντα, δεν μπορούμε να τον δούμε ολόκληρο και να τον δούμε όπως είναι. Πάντα τον βλέπουμε μέσα από ατελή μάτια με ατελή μυαλά. Δεν μπορούμε να δούμε όλες τις διαστάσεις. Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να μπορούμε, και τα αποτελέσματα είναι ολέθρια. Αυτό έχω καταλάβει.
Υπάρχει ένα τραγούδι αργεντίνικο που λέγεται «Por Una Cabeza», σίγουρα θα το ’χεις ακούσει σε κάποια ταινία, έχει ακουστεί σχεδόν σε όλες. Όταν πρέπει να φανεί πως ο πρωταγωνιστής φλέγεται από πάθος κι έρωτα, βάζουν το «Por Una Cabeza» να παίζει και του ρίχνουν στην αγκαλιά την πρωταγωνίστρια ή μιαν όμορφη κομπάρσα και ορίστε: χορεύουν τάνγκο και το πάθος και ο έρωτας πλημμυρίζουν το σινεμά σαν χυμένες κοκακόλες. Εμένα δε μου αρέσει.
Είναι ένα τραγούδι που το ’γραψε ένας Αργεντίνος, ο Κάρλος Γκαρδέλ, κι εσύ πιθανότατα δεν το έχεις ακούσει ως τραγούδι αλλά ως ορχηστρικό κομμάτι με κάτι βιολιά σπαραχτικά, που στάζουν λαγνεία και πόθο και προδομένη αγάπη και πίκρα. Αλλά τραγούδι είναι, κανονικό, με στίχους. Ο τίτλος του στα ελληνικά σημαίνει «Για ένα κεφάλι».
Είναι αυτό:
Ο Κάρλος Γκαρδέλ ήταν ένας φοβερός τύπος, που έζησε μια ζωή γεμάτη επιτυχίες και πολλή λατρεία. Όταν ήταν είκοσι πέντε χρονών, και πριν γίνει διάσημος, έμπλεξε σε καβγά σ’ ένα μπαρ, κατά τη διάρκεια του οποίου τον πυροβόλησε ο πατέρας του Τσε Γκεβάρα. Αλλά επέζησε κι έζησε για άλλα είκοσι χρόνια. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1935, στο Μεντεγίν της Κολομβίας. Στον τάφο του, στο Μπουένος Άιρες, υπάρχει ένα άγαλμά του σε φυσικό μέγεθος. Στα πόδια του αγάλματος υπάρχουν πάντα λουλούδια και από τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, που το ’χει διπλωμένο χαλαρά μπροστά από την κοιλιά του, συνήθως κρέμεται ένα αναμμένο τσιγάρο, που έχει σφηνώσει εκεί κάποιος θαυμαστής.
Την πρώτη φορά που βγήκα ραντεβού με τη γυναίκα μου, πολύ πριν γίνει γυναίκα μου, της μίλησα για τον Κάρλος Γκαρδέλ και για το «Por Una Cabeza», που φυσικά και το είχε ακούσει, και μου είπε και πόσο πολύ της άρεσε και τι ερωτικό κομμάτι που είναι.
«Μιλάει για έναν τζογαδόρο», της είχα πει.
Και ήταν αλήθεια. Το «για ένα κεφάλι» του τίτλου αναφέρεται σ’ ένα κεφάλι αλόγου. Ο πρωταγωνιστής του τραγουδιού έχει στοιχηματίσει στις ιπποδρομίες και τραγουδά τον πόνο και την οδύνη του επειδή το άλογό του έχασε πάνω στο νήμα, στο φινάλε, «για ένα κεφάλι».
Εβδομήντα πέντε χρόνια τώρα, εκατομμύρια ζευγάρια έχουν χορέψει με μάτια μισόκλειστα το βουβό πόνο του άτυχου τζογαδόρου χωρίς να το ξέρουν.
Δε θυμάμαι τι άλλο είχαμε πει στο πρώτο ραντεβού, αλλά θυμάμαι πώς έλαμψαν τα μάτια της όταν άκουσε αυτή την ιστορία και θυμάμαι το γάργαρο, κελαρυστό της γέλιο, και βλέποντας τη λάμψη εκείνη σκέφτηκα «εδώ είμαστε».
Όταν την πρωτογνώρισα, η Ζωή ήταν είκοσι δύο χρονών και εγώ ήμουν είκοσι έξι. Για μένα ήταν η καλύτερη περίοδός μου, είχα βρει δουλειά που μου άρεσε, είχα επιτέλους αρχίσει να ξεθαρρεύω με τις γυναίκες και με τους ανθρώπους, ήμουν, θα μπορούσε να πει κανείς, πανέτοιμος να κατακτήσω τον κόσμο. Η Ζωή είχε κατακτήσει τον κόσμο από την πρώτη στιγμή που βγήκε από τη μάνα της, και τότε, στα είκοσι δύο, ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να τον καταβροχθίζει.
Προσπάθησα πάντα να είμαι όσο πιο εύπεπτος γίνεται.
Θυμάμαι το δέρμα της να φέγγει σαν να ’χε σοκολατένιο φως από μέσα. Τα χαρακτηριστικά της ήταν λεπτά κι ευγενικά, όλα πάνω της ήταν μικρά, λεπτομερή και λεπτεπίλεπτα, εκτός από εκείνα τα χείλη. Στα είκοσι δύο της ήταν φρέσκια, άγουρη, με κάποια ισχνά απομεινάρια αθωότητας. Έκτοτε και κάθε χρόνο που περνούσε θα γινόταν όλο και πιο όμορφη, και η αθωότητα σταδιακά θα ξεφλούδιζε, θα χανόταν. Αλλά από κείνο το πρώτο ραντεβού και μετά αποφάσισα πως το παν ήταν να κοιτάζω τη μούρη της όσο το δυνατό πιο συχνά. Αυτός θα γινόταν ο σκοπός της ζωής μου.
Μου άρεσε να κοιτάζω τα χείλη της να σχηματίζουν λέξεις, μιλούσε και την κοίταζα στο στόμα, και μου άρεσε που είχε ένα μικρό άγχος να την πάρουν στα σοβαρά και γι’ αυτό προσπαθούσε να μιλάει επιτηδευμένα και δεν το κατάφερνε πολύ καλά. Μου άρεσε να κοιτάζω το δέρμα και τα μάτια της, που έμοιαζαν αφύσικα μεγάλα στο κέντρο ενός μικροσκοπικού, ντελικάτου κεφαλιού, και πιο πολύ μου άρεσε όταν γελούσε, όταν ξεσπούσε σε γέλια ακατάσχετα, που δεν μπορούσε να ελέγξει, γιατί όταν γελούσε το πρόσωπό της μεταμορφωνόταν εντελώς, το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια της σακούλιαζε, τα μάγουλά της συστρέφονταν, το μέτωπό της αυλακωνόταν από χαράδρες, η μύτη της ζάρωνε και τα μάτια της γούρλωναν, και από καλλονή, που την κοιτούν με λαγνεία όταν περπατά στο δρόμο, μετατρεπόταν σε κάτι αληθινό και απτό, μια καρτούν καρικατούρα, κάτι στιγμιαία λιγότερο από τέλειο, πιο ανθρώπινο, κάποια που αξίζω.
Υπάρχουνε στο ίντερνετ κάποια βίντεο με τοπία και ουρανούς μ’ αστέρια και λίμνες και βουνά και φαράγγια και δάση, που είναι τραβηγμένα με ακριβές ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και τεχνικές περίπλοκες και δείχνουν τον κόσμο με μια καθαρότητα και μια ζωντάνια που μοιάζουν ψεύτικες, επειδή τέτοιες εικόνες δεν έχουμε συνηθίσει να τις βλέπουμε έτσι, αλλά δεν είναι. Είναι η ομορφιά η ατόφια του κόσμου ιδωμένη από ένα βλέμμα καλύτερο, λιγότερο ατελές απ’ το δικό μας.
Έτσι ακριβώς έβλεπα τη γυναίκα μου. Το πρόσωπό της ήταν σαν να κοιτάζω το σύμπαν με μάτια καλύτερα από αυτά που έχω. Κι έτσι με χαρά γινόμουν βορά της, δεν είχα κανένα πρόβλημα, καμιά αντίρρηση, φτάνει να μπορούσα να κοιτάζω το πρόσωπό της καθώς με καταβρόχθιζε.
Ήταν μια συμφωνία που την έβρισκα δίκαια.
Όταν γνωριστήκαμε, η γυναίκα μου ήταν φοιτήτρια στην Αρχιτεκτονική και έψαχνε αφορμή για να χωρίσει μ’ ένα συμφοιτητή της που ήταν συνδικαλιστής με τη ΔΑΠ, αλλά αυτό δεν το ήξερα, όταν την είδα να στέκεται με τις φίλες της κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο με εφηβικό αλκοόλ, κουνώντας το ποδαράκι της στο ρυθμό της μουσικής, πολύ ελαφρά. Ήμασταν σ’ ένα φοιτητικό πάρτι στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου, στο οποίο με είχε κουβαλήσει ο Νικήτας και δεν ήξερα κανέναν και δεν ήξερα καν ποια Σχολή το διοργάνωνε, ήξερα μόνο ότι μια παλιά μαθήτρια του Νικήτα τον είχε καλέσει κι αυτός τη θυμόταν, αλλά δεν ήξερε αν είναι όπως τη θυμάται (δεκαέξι χρονών) ή αν έχει ασχημύνει –δεν υπήρχε Facebook τότε– και γι’ αυτό μου ζήτησε να πάμε μαζί, κι επίσης επειδή δεν είχε αυτοκίνητο κι εγώ είχα, και πήγα, γιατί γι’ αυτό είναι οι φίλοι.
Τα περισσότερα πράγματα στο σύμπαν συμβαίνουν τυχαία, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας αυτό, κι αν δεν είχα βγει έξω για να πάρω λίγο αέρα απ’ το ντουμάνι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, και δεν είχα βρει τον Φώτη, το φίλο του Νικήτα, τον ντράμερ, να κοιτάζει τον ουρανό μαστουρωμένος, κι αν δεν είχαμε πιάσει μια σουρεαλιστική και ακατάληπτη κουβέντα για τ’ αστέρια, κι αν αυτή, η μικροσκοπική και διάφανη, δεν είχε στήσει αφτί για ν’ ακούσει τι λέω, κι αν δεν την είχα προσέξει και δεν είχα ξεπεράσει τη φυσική συστολή μου και δεν της είχα χαμογελάσει και αμέσως μετά μιλήσει, πιθανότατα τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί.
Νόμιζε ότι τα πεφταστέρια είναι αστέρια. Εξηγούσα στον Φώτη τι είναι οι κομήτες που πέφτουν, γιατί ήταν σίγουρος ότι έβλεπε ασυνήθιστα πολλούς και δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει και κοιτούσε τον ουρανό με μισάνοιχτο στόμα, προσπαθώντας να τιθασεύσει το θολωμένο του μυαλό για να σκεφτεί ρεαλιστικές ευχές, κι εγώ του έλεγα πως τα πεφταστέρια είναι πολύ μεγάλες πέτρες που πέφτουν στη Γη και, καθώς μπαίνουν στην ατμόσφαιρα πάρα πολύ γρήγορα, φλέγονται απ’ την τριβή κι εξατμίζονται, και αυτό είναι η χαρακιά στον ουρανό που βλέπουμε, και επίσης πως όση ώρα στεκόμαστε εκεί, όχι, δεν έχει πέσει κανένα, και πως είναι εντελώς ντίρλα από τη μαστούρα, και μετά γύρισα και της χαμογέλασα και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μου χαμογέλασε κι αυτή, τη ρώτησα σχετικά πολύ αργότερα, αλλά αυτή θυμόταν εντελώς διαφορετικά αυτή τη βραδιά, οπότε έχω μόνο τη δική μου ανάμνηση ως τεκμήριο, μου χαμογέλασε, σχεδόν σίγουρος είμαι.
«Νόμιζες κι εσύ ότι τα πεφταστέρια είναι αστέρια, ε;» της είπα. Παραδίπλα στέκονταν οι φίλες της.
«Ναι», είπε ντροπαλά, ή τουλάχιστον εγώ το εξέλαβα ως ντροπή, και μπορεί να με είχε επηρεάσει και το ντουμάνι απ’ το μαραφέτι που κάπνιζε ο Φώτης, οφείλω να ομολογήσω.
«Ο ήλιος είναι αστέρι. Φαντάζεσαι να έπεφτε ο ήλιος στην ατμόσφαιρα;»
«Οπότε αυτά που βλέπουμε είναι μικρά».
«Πολύ μικρά. Κοτρόνες ουσιαστικά, στο μέγεθος εκείνου εκεί του βράχου. Απλά πέφτουν πάρα πολύ γρήγορα».
Δεν είπε κάτι μετά από αυτό. Ήμασταν σ’ ένα άδειο πάρκινγκ, στην πλευρά που κοίταζε προς τον Υμηττό, ο οποίος ήταν γυμνός και κατάμαυρος. Φώτα δεν υπήρχαν και τ’ αστέρια φαίνονταν πιο καθαρά από ό,τι θα περίμενε κανείς.
Αν είχε συννεφιά εκείνη τη μέρα, πιθανότατα τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί.
«Βλέπεις αυτή τη θολούρα στη μέση του ουρανού;» της είπα και την πλησίασα λίγο, όχι υπερβολικά. «Αυτή, που απλώνεται από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Αυτός είναι ο γαλαξίας μας. Σπάνια φαίνεται τόσο καθαρά από την Αθήνα».
Δεν ήξερε ότι μπορείς να δεις το γαλαξία στον ουρανό.
«Έχει το σχήμα δίσκου, βλέπεις, κι εμείς είμαστε στην άκρη κι έτσι, όταν κοιτάζουμε προς το κέντρο του, τον βλέπουμε σαν μια μεγάλη γραμμή απ’ τη μια άκρη του ουρανού ως την άλλη».
Δεν μπορούσα να της το εξηγήσω πολύ καλά, οπότε στη συνέχεια της είπα ένα τυχαίο νούμερο για τον αριθμό των αστεριών στο γαλαξία και μετά της έδειξα τη Μεγάλη Άρκτο, ή αυτό που νόμιζα ότι είναι η Μεγάλη Άρκτος, και μετά της έδωσα το τηλέφωνό μου και, μάλλον κατά λάθος, μου έδωσε και το δικό της, κι εγώ ήμουν αυτός που θα την έπαιρνε τηλέφωνο για να πάμε να πιούμε κάπου κάτι, την επόμενη μέρα κιόλας.
Έτσι αρχίσαμε να βγαίνουμε, ένα ζευγάρι αταίριαστο κι αναπάντεχο, από αυτά που δε φαντάζεσαι ότι θα μείνουν για πολύ καιρό μαζί, αλλά μ’ ένα περίεργο τρόπο μένουν.
Η Ζωή τελείωσε την Αρχιτεκτονική και μετά θα μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές της στο εξωτερικό, αυτό ήταν το σχέδιο, να πάει να κάνει κάποιο μεταπτυχιακό, ή πρακτική στο γραφείο ενός σπουδαίου αρχιτέκτονα, που κάπου κάποτε γνώρισε ο πατέρας της, και μετά να επιστρέψει για να πιάσει δουλειά στο αρχιτεκτονικό γραφείο του πατέρα της. Μα δεν έγιναν τα πράγματα έτσι, δεν ήθελε, για τρεις λόγους: Πρώτον, για να πάει κόντρα στον πατέρα της, να κάνει την επανάστασή της. Δεύτερον, επειδή ήταν καλομαθημένη και δεν της άρεσαν οι αλλαγές, το να ξεβολεύεται χωρίς να είναι μεγάλη ανάγκη. Τρίτον, επειδή περνούσαμε πολύ καλά μαζί και δεν ήθελε να με χάσει. Το δεύτερο ήταν ένα συμπέρασμα δικό μου, κρυφό, και το τρίτο ήταν ένα συμπέρασμα επίσης δικό μου, κρυφό.
Για να κάνει την επανάστασή της πιο εμφατική και πλήρη, αρνήθηκε να πάει να δουλέψει στο αρχιτεκτονικό γραφείο του πατέρα της, κι αφού πέρασε μερικούς μήνες χαζεύοντας, δέχτηκε τελικά κάνει μια παραχώρηση και να πιάσει δουλειά στο αρχιτεκτονικό γραφείο μιας γνωστής και παλιάς συνεταίρου του πατέρα της, κυρίως επειδή την ίδια εποχή είχαμε αποφασίσει να συγκατοικήσουμε και δεν ήθελε να το φέρει έτσι απότομα στους γονείς της, ήθελε κάπως να τους μετριάσει το χτύπημα. Έτσι είναι τα ενδοοικογενειακά νταραβέρια στις κανονικές οικογένειες, υποθέτω.
Η Ζωή δέχτηκε να συγκατοικήσει μαζί μου επειδή βαριόταν πάρα πολύ τη ζωή στο σπίτι της μάνας της κι επειδή αντιπαθούσε τον άντρα της μάνας της, που είναι ένας κύριος ηλικιωμένος και ιδιότροπος. Εγώ δέχτηκα να συγκατοικήσω μαζί της επειδή όταν τη γνώρισα συνειδητοποίησα το μέγεθος της μοναξιάς μου και ξαφνικά η ιδέα του να είμαι ολομόναχος μέσα στο σπίτι μου, ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω, να τριγυρνάω γυμνός και να χέζω μ’ ανοιχτή την πόρτα της τουαλέτας και να τραγουδάω τα τραγούδια που παίζαν απ’ το κομπιούτερ όσο δυνατά γουστάρω, μου φαινόταν αφόρητη και μίζερη. Οπότε μπήκε στο σπίτι μου και στρώθηκε αναπαυτικά μέσα στη ζωή μου και λίγο αργότερα μετακομίσαμε σ’ αυτό το σπίτι που είμαι τώρα και γράφω αυτά τα λόγια, και ζήσαμε λίγα υπέροχα χρόνια, παραμυθένια.
Οι τελευταίες λέξεις δεν είναι η απόλυτη αλήθεια, βεβαίως.
Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι πράγμα περίπλοκο και ο χρόνος ποτέ δε βελτιώνει τα πράγματα. Όσο πιο πολύ κοιτάζεις κάτι, τόσο περισσότερες ατέλειες βρίσκεις, και τα κρυμμένα μυστικά σε μέρη οικεία έχουν πάντα κάποια σχέση με τη βρόμα.
Η γυναίκα μου ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος κι εγώ είμαι ένας δύσκολος άνθρωπος. Δεν τσακωνόμασταν και δε διαφωνούσαμε υπερβολικά και δε βαριόμασταν, βέβαια. Υπήρχαν πράγματα αρκετά να μας συνδέουν. Είμαι πια πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει ένας άνθρωπος για κάθε άνθρωπο στη Γη, αλλά υπάρχουν ομάδες ανθρώπων συμβατών μεταξύ τους, που είναι απλωμένες στην οικουμένη, και το στοίχημα είναι να πετύχεις έναν από αυτούς κατά τη διάρκεια της ζωής σου, ή και περισσότερους. Η Ζωή κι εγώ ήμασταν στην ίδια ομάδα. Κάθε φορά που ακούγαμε τους γείτονες από πάνω να ουρλιάζουν, συνειδητοποιούσαμε ότι είμαστε τυχεροί και σπάνιοι.
Αλλά ήταν πολύ μικρή και καλομαθημένη και ανώριμη και όμορφη κι εγώ ήμουν πολύ ανώριμος και αδέξιος και ανασφαλής και ανικανοποίητος. Άρχισα τις παραχωρήσεις από πολύ νωρίς, κι άρχισε να τις θεωρεί αυτονόητες από πολύ νωρίς, κι έτσι ανάμεσά μας υπήρχε μια ανισορροπία που καταλάβαινα ότι μας έτρωγε σαν σαράκι, πολύ αργά και ανεπαίσθητα, και ανώφελα βέβαια, καθώς δεν πρόλαβε να κάνει πολλή ζημιά.
Η δεύτερη μεγαλύτερη παραχώρησή μου σε μια σειρά από μεγάλες παραχωρήσεις ήταν το ότι παντρευτήκαμε. Μου είχε πει πως ο γάμος της φαινόταν πολύ δύσκολο πράγμα. Πως δεν μπορούσε να το καταλάβει. Πως οι γονείς της είχαν μείνει παντρεμένοι για είκοσι χρόνια, κι αυτό της φαινόταν αδιανόητο, και μετά χώρισαν, κι αυτό της φαινόταν αναπόφευκτο. Της είχα πει τότε αυτό που έλεγε κι ο Κάρλος ο Γκαρδέλ σ’ ένα τραγούδι άλλο: «είκοσι χρόνια δεν είναι τίποτα». Δεν ξέρω γιατί της είχα πάει κόντρα σ’ αυτό το θέμα. Δεν είχα υπολογίσει τις συνέπειες.
Όταν αποφάσισε πως είχα δίκιο, πήγε στο άλλο άκρο: Μ’ έβαλε να στηθώ μπροστά σ’ έναν παπά, με όλους μας τους φίλους και γνωστούς και συγγενείς από πίσω, και ν’ ακούω μουρμουρητά μισής ώρας, καθώς αναρωτιόμουν αν ο παπάς κλέβει απ’ το παγκάρι, αν κόβει αποδείξεις, αν έχει εραστές, και πόσους.
Γιατί το έκανε αυτό; Ήταν τόσο μικρή, ήταν πιτσιρίκα. Ήταν παιδί. Στην εποχή μας δεν υπάρχει λόγος να παντρεύονται οι άνθρωποι. Δεν είναι τέτοιου τύπου οι σχέσεις πια. Γιατί ήθελε να με παντρευτεί; Πόση επανάσταση έπρεπε να κάνει, πια;
Η μεγαλύτερη παραχώρησή μου ήταν ότι στο γάμο μας μ’ ανάγκασε να χορέψω. Τάνγκο.
Δεν είχα χορέψει ποτέ ξανά οτιδήποτε, αλλά δέχτηκα, φυσικά δέχτηκα, εννοείται πως δέχτηκα, κι έτσι οι δυο μας, η λεπτεπίλεπτη και αριστουργηματική και πανάκριβη με τον άβολο, τον κυλινδρικό και άχαρο, χορέψαμε το βουβό πόνο του άτυχου τζογαδόρου.
Έτσι περίπου ήταν η ζωή μας, της Ζωής κι εμένα. Ήμασταν συνένοχοι και σύμμαχοι, συμπαίκτες, συνεργάτες. Κι ετούτες είναι σκέψεις ψύχραιμες και εκλογικευμένες βέβαια. Και στρεβλές και ατελείς. Δεν είναι μια επαρκής ανακεφαλαίωση ενός γάμου και μιας σχέσης, συμπυκνωμένη σε μερικές εκατοντάδες λέξεις ένα βροχερό απόγευμα. Είναι μεν το αποτέλεσμα πολλών ωρών ανάσκελης ενατένισης προς το ταβάνι τους μήνες τους δύσκολους, αλλά δεν μπορούν να περιγράψουν καλά αυτά που έχω στο μυαλό μου, γιατί η ανθρώπινη γλώσσα δεν αρκεί και επίσης αυτά που έχω στο μυαλό μου δεν είναι παρά μια ατελής ερμηνεία του κόσμου και της ζωής και του τι συνέβη και του τι σήμαινε.
Αυτό είναι κάτι που το ξέρω και είναι ένα πρόβλημα που δεν έχει λύση. Αλλά το μυαλό μου συνέχεια κλωθογυρίζει, δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι και να προσπαθώ τις σκέψεις να τις κάνω λέξεις όσο πιο αξιόπιστα και γλαφυρά μπορώ, όπως δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω τα βίντεο με τα τοπία και τις λίμνες και τ’ αστέρια –πόσο καθαρά δείχνουν τ’ αστέρια και το γαλαξία– και τη φωτογραφία που έκλεψα απ’ το νεκροταφείο και την εικόνα της όταν κλείνω τα μάτια, που πια δεν είναι όσο καθαρή ήταν παλιά. Είναι σαν εθισμός, σαν εξάρτηση, όπως αυτή που νιώθει ο τζογαδόρος στο τραγούδι του Κάρλος Γκαρδέλ, το οποίο τελειώνει ως εξής:
μα αν ένα άλλο άλογο
μοιάζει σίγουρο να κερδίσει την Κυριακή
θα παίξω τα ρέστα μου ξανά
δε μπορώ να κάνω αλλιώς.