ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ είναι τοποθετημένο στην πλαγιά ενός λόφου κι έτσι είναι ήπια επικλινές, αμυδρά αμφιθεατρικό. Από ένα σημείο στη βορειοανατολική του πλευρά, δίπλα στο μαντρότοιχο, εκεί που είναι πιο αραιά τα κυπαρίσσια, μπορείς να δεις τη θάλασσα.
Σήμερα ήταν μια υπέροχη μέρα, με ήλιο λαμπερό και ζέστη και αγχωμένα σύννεφα σε διάφορα χρώματα και σχήματα και διάφορα ύψη να τρέχουν σ’ έναν ουρανό που είχε χρώμα βαθύ, καθαρό. Η θάλασσα ήταν μια λεπτή φλοίδα που λαμπύριζε στην άκρη του ορίζοντα, και στεκόμουν και την κοίταζα και λιαζόμουν και σκεφτόμουν για πολλή ώρα.
Άνθρωποι σαν εμένα, που σκεφτόμαστε συνέχεια, έχουμε πάντα μια ανησυχία και μιαν ανασφάλεια: Φοβόμαστε ότι διαφέρουμε από τους υπόλοιπους ανθρώπους με βαθείς και θεμελιώδεις τρόπους, που μας εμποδίζουν να συμμετάσχουμε στην ανθρωπότητα κανονικά. Γι’ αυτό είμαστε λίγο απροσάρμοστοι, απόμακροι, αλαφροΐσκιωτοι.
Αυτό το βρίσκω τόσο τρομαχτικό, που έγραψα την από πάνω παράγραφο στον πληθυντικό. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν κι άλλοι, αλλά δεν μπορώ να ξέρω.
Έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ολομόναχος μέσα στο μυαλό μου: Σκέφτομαι συνέχεια, ο νους μου πετάγεται από θέμα σε θέμα, ξεψαχνίζει και αναμοχλεύει και μόνο σε ειδικές, σπάνιες περιπτώσεις αναδύεται για να επικοινωνήσει με άλλους ή με το φυσικό κόσμο. Δεν είμαι τρελός: τον χρειάζομαι το φυσικό κόσμο, μου αρέσει να επικοινωνώ με άλλους. Αλλά μετά παίρνω τα ερεθίσματα που μου δίνουνε και τα αποσυναρμολογώ και τα κατακερματίζω και τα χρησιμοποιώ για να φτιάξω απεριόριστους συνδυασμούς σκέψεων που δεν τελειώνουν ποτέ, μόνος μου, στο κεφάλι μου.
Δεν έχω ιδέα αν το ίδιο κάνουν όλοι οι άνθρωποι στη Γη. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το μάθω επίσης, γιατί αυτό που συμβαίνει στο κεφάλι μου δεν μπορώ να το εξηγήσω σε κάποιον πάρα πολύ καλά με λέξεις, για να το καταλάβει και να μου επιβεβαιώσει ότι παθαίνει κι αυτός το ίδιο. Οι λέξεις που μόλις έγραψα δε φτάνουν. Δεν το περιγράφουν πολύ σωστά. Αυτό που μου συμβαίνει γίνεται αυτόματα και ασυνείδητα και δε χρησιμοποιεί καν τη γλώσσα. Είναι σκέψεις άμορφες αυτές, με τη φύση τους την ατόφια, τη σκέτη, τη γυμνή, αυτήν που έχουνε οι σκέψεις πριν μεταμορφωθούν σε κάτι κατανοητό στον υπόλοιπο κόσμο των ανθρώπων.
Είναι ένα περίεργο μέρος αυτό όπου ζω, μοναχικό πολύ, και θορυβώδες. Γι’ αυτό παλιά μου άρεσε να πηγαίνω στα νεκροταφεία.
Τα νεκροταφεία είναι μια τεράστια σπατάλη χώρου, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πόσο λίγο χώρο πιάνουν τα μαιευτήρια. Γιατί μπορεί να ασφαλτοστρώσαμε τις αλάνες και να χτίσαμε όλα τα οικόπεδα, αλλά έχουμε αφήσει άδειες τόσο πολλές μεγάλες εκτάσεις, αφιερωμένες στο κενό, στο τίποτα, στη μη-ζωή. Πολλοί πιστεύουν ότι το αντίθετο της πόλης όπου ζουν οι άνθρωποι είναι το δάσος, η φύση. Δεν είναι. Το αντίθετο της πόλης είναι μέσα στην πόλη: είναι τα νεκροταφεία.
Ο καλύτερος τρόπος να καταλάβεις την κοινωνία στην οποία ζεις είναι να πας και να καθίσεις έξω από ένα εκλογικό κέντρο τη μέρα των εκλογών και να παρατηρείς τους ανθρώπους. Το ξέρω γιατί το έχω κάνει. Ο δεύτερος καλύτερος τρόπος, και ο ιδανικός αν δε συμπαθείς πολύ το συγχρωτισμό, είναι να κάνεις μια βόλτα σ’ ένα νεκροταφείο. Οι άνθρωποι στο σχολείο σου ή στη δουλειά σου ή στη γειτονιά σου μοιάζουν, είναι παρόμοιας πάστας. Είναι βγαλμένοι απ’ το ίδιο καλούπι. Στο εκλογικό κέντρο και στο νεκροταφείο όμως πάνε όλοι. Δεν υπάρχουν γειτονιές και δουλειές και διαχωριστικά φίλτρα. Στο θάνατο και στη δημοκρατία όλοι είναι ίσοι.
Σ’ εκείνο το πιο ψηλό κι απόμακρο κι ωραίο σημείο του νεκροταφείου, αλλά το πιο δύσκολο να φτάσουν οι γριές, υπάρχει ένας τάφος μόνιμα στολισμένος με πανό και κασκόλ του Ολυμπιακού. Ο άνθρωπος που έχει θαφτεί εκεί λεγόταν Ηλίας και πέθανε στα 21 του, το 2010. Στη φωτογραφία του έχει ένα χαμόγελο γλυκού κωλοπαιδισμού. Δίπλα του έχει θαφτεί μια γιαγιά 91 ετών, η Λουκία Πετρουλάκη, η οποία πέθανε πέρυσι. Στη φωτογραφία της έχει ένα βλέμμα απορίας, σαν να μην καταλαβαίνει γιατί τη βγάζουν φωτογραφία. Ο τάφος της δεν έχει λουλούδια.
Ο Λαυρέντης Θεοδοσίου πέθανε στα 64 του το 2009. Η Μυρσίνη Μπούκα άντεξε μέχρι τα 72. Ο τάφος της δεν είναι μαρμάρινος, είναι ένας σταυρός ξαπλωμένος στο χώμα και το χαλίκι, μ’ ένα καγκελάκι γύρω-γύρω και μια μικρή στήλη στην κορυφή του, που περιέχει ένα σβηστό καντηλάκι και τίποτ’ άλλο. Ζιζάνια φυτρώνουν ανάμεσα στα χαλίκια. Δίπλα της, ο Πέτρος Μαρινόπουλος και η γυναίκα του η Φανή μοιράστηκαν έναν τάφο διπλό. Είχαν πεθάνει με είκοσι δύο χρόνια διαφορά. Πρώτα αυτός.
Απέναντι από τη γιαγιά Λουκία υπάρχει μια τεράστια μαρμάρινη κρύπτη με κανονική πόρτα, που περιέχει τους τάφους των μελών της οικογενείας Πέτρουτσα. Ένα καντήλι λάμπει πάντα μέσα στην κρύπτη. Η πόρτα είναι γυάλινη, ώστε οι επισκέπτες του νεκροταφείου να μπορούν να δουν μέσα και να ζηλέψουν την άνεση και την πολυτέλεια.
Δίπλα στην κρύπτη υπάρχει ένας τάφος ολοκαίνουργιος, που σήμερα έλαμπε ολόλευκος στον ήλιο και ήταν πλημμυρισμένος από βάζα γεμάτα με πολύχρωμα λουλούδια. Η φωτογραφία δείχνει ένα κοριτσάκι. «2001-2012». Στο κέντρο της επιφάνειας του τάφου, δίπλα σ’ ένα αναμμένο καντήλι, με μια πέτρα να το στερεώνει στη μέση του σαν πρες παπιέ, βρισκόταν ένα σημείωμα χειρόγραφο, με γράμματα αχνά, άτακτα, παιδικά. Δεν το διάβασα.
Δίπλα βρίσκεται ο τάφος της γυναίκας μου.
Μου είπαν ότι η γυναίκα μου δεν υπέφερε καθόλου. Ότι πέθανε ακαριαία, στην πρόσκρουση απάνω. Ο αερόσακός της δεν άνοιξε. Τη στιγμή που το μαύρο μου Γκολφ έπαιρνε την πρώτη και μοναδική του τούμπα κι έπεφτε πάνω στο συρματόπλεγμα του οικοπέδου, δίπλα από το σουπερμάρκετ, και το ξερίζωνε, η γυναίκα μου ήταν ήδη νεκρή. Σκοτώθηκε τη στιγμή που το κόκκινο Φίατ καρφώθηκε στην πίσω πόρτα του αυτοκινήτου μου, λίγα εκατοστά πίσω από τη θέση του οδηγού, με ταχύτητα που σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες ξεπερνούσε τα 60 χιλιόμετρα την ώρα. Όσα έγιναν μετά –η στροφή 180 μοιρών που έκανε το Γκολφ σχεδόν ακαριαία πριν βρει με τις ρόδες στο πεζοδρόμιο κι αναποδογυρίσει και πέσει στο σιδερένιο υποστύλωμα του συρμάτινου φράχτη και τον πάρει μαζί του πίσω στο δρόμο και συνεχίσει να σέρνεται στην άσφαλτο γι’ άλλα δεκαπέντε μέτρα πριν σταματήσει, διαλυμένο– το μόνο που κατάφεραν ήταν να εξασφαλίσουν ότι η κηδεία θα γινόταν με το φέρετρο κλειστό.
Ο τάφος της γυναίκας μου είναι ένα λιτό παραλληλόγραμμο κουτί από λευκό μάρμαρο. Ήταν πεντακάθαρος σήμερα και στις τέσσερις γωνίες του υπήρχαν βάζα με λουλούδια σχετικά φρέσκα. Το πίσω δεξιά βάζο περιείχε τα λουλούδια που είχα βάλει εγώ τέσσερις μέρες νωρίτερα, στο μνημόσυνο. Δεν ήξερα τι λουλούδια είναι. Τα είχα πάρει από τον πάγκο της κυρίας έξω από το νεκροταφείο. Δώδεκα λουλούδια, κίτρινα και κόκκινα, με κάτι πράσινα χορτάρια αναμεταξύ τους για να δίνουν όγκο, πέντε ευρώ.
Το μνημόσυνο είχε κρατήσει περίπου δεκαπέντε λεπτά. Ο πατέρας της ήταν εκεί, αλλά χωρίς τη γυναίκα του. Η μάνα της ήταν εκεί με τον άντρα της. Οι δυο φίλες της είχαν έρθει, η μία που με συμπαθούσε και η μία που με αντιπαθούσε και ήταν αυτές που τα είχαν κανονίσει όλα. Κάτι θειάδες και ξαδέρφια της που δεν ήξερα. Ο αδερφός μου με τη γυναίκα του. Ο πατέρας μου με είχε πάρει τηλέφωνο μερικές μέρες νωρίτερα, για να με ρωτήσει αν θέλω να έρθει από την Κρήτη με την Ντέμπορα, και του είχα πει όχι. Αυτοί ήμασταν.
Η πεθερά μου με αγκάλιασε και με ρώτησε πώς είμαι. Η φίλη που με συμπαθούσε μου είπε να της στείλω με e-mail βιογραφικό, γιατί ο γκόμενός της κάτι κάνει με το ίντερνετ και θα μπορούσε να με έχει στα υπ’ όψιν. Κατά τη διάρκεια του δεκαπεντάλεπτου μυστηρίου στεκόμουν δίπλα στον αδερφό μου και στη γυναίκα του και δε μίλησα σε κανέναν άλλο. Μόνο σκεφτόμουν.
Ο τάφος της γυναίκας μου στην άκρη του έχει μια παραλληλόγραμμη προθήκη με τζάμι, ακριβώς πάνω από το σημείο όπου γράφει το όνομά της και «1984-2011», η οποία προθήκη περιέχει ένα καντήλι που καίει, ένα μπουκαλάκι λάδι, κουτάκια με σπίρτα, ένα κουτάκι μ’ αυτά τα μικρά φιτίλια που επιπλέουν και μια φωτογραφία.
Αυτή η φωτογραφία ήταν ο λόγος που ξαναγύρισα σήμερα στο νεκροταφείο.
Την είχα τραβήξει εγώ, στη Σύρο, το 2009. Τη θυμάμαι. Ήμασταν στην πόλη, ήταν καλοκαίρι, διακοπές, και κάναμε βόλτες κι έβγαζα φωτογραφίες τα κτήρια και τα σοκάκια με μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, και κάποια στιγμή έκανα ένα λογοπαίγνιο με το «σύρω», δε θυμάμαι ακριβώς, και γύρισε προς το μέρος μου γελώντας, με το δημαρχείο και το θαλασσή ουρανό στο φόντο, και την τράβηξα δύο φωτογραφίες. Στην πρώτη γελούσε μ’ ένα χαμόγελο λαμπερό, όλο δόντια, και με τα κατάμαυρα μάτια της να καίνε από χαρά. Στη δεύτερη είναι πιο σοβαρή, έχει δει ότι τη βγάζω φωτογραφία κι έχει αφήσει το πρόσωπό της να χαλαρώσει, έχει μαζέψει το χαμόγελο, έχει κρύψει τα δόντια. Έχει γυαλιά ηλίου τραβηγμένα πάνω από το μέτωπο, τα μαύρα μαλλιά της είναι δεμένα πίσω, σε αλογοουρά που δε φαίνεται. Το δέρμα της είναι ηλιοκαμένο και καθαρό, ο λαιμός της μακρύς και λεπτός και λείος και τέλειος. Φοράει γαλάζιο φανελάκι και στη βάση του λαιμού φαίνονται οι κόκκινες τιράντες του μαγιό. Τα χείλη της είναι κλειστά, λεία, τραβηγμένα σ’ ένα αυθόρμητο χαμόγελο, από αυτά που ακολουθούν το βροντερό το γέλιο, που είναι αλλιώτικα απ’ τα κανονικά, πιο ειλικρινή και τίμια. Τα μάτια της ακόμα καίνε από χαρά.
Θυμόμουν αυτές τις φωτογραφίες απ’ έξω. Αναγκαστικά τις θυμόμουν απ’ έξω. Πριν από έξι μήνες, το κομπιούτερ μου στο σπίτι, που δε δουλεύει και πολύ καλά, είχε πεθάνει. Όταν κατάφερα να το επαναφέρω στη ζωή, είχαν χαθεί τα πάντα από μέσα του. Μαζί και αυτές οι φωτογραφίες. Όλες οι φωτογραφίες.
Και να, εδώ, η δεύτερη, η πιο σοβαρή, τυπωμένη και τοποθετημένη σε μια μαύρη, λεπτή κορνίζα. Δε θυμόμουν να την έχω τυπώσει ποτέ. Δεν την είχα προσέξει ούτε στην κηδεία ούτε στα εννιά ούτε στα σαράντα. Ποιος την είχε αυτή τη φωτογραφία και ποιος την τύπωσε και την έβαλε εκεί; Ποιος είχε φροντίσει το θέμα αυτό τις μέρες εκείνες; Γιατί δεν είχαν ζητήσει φωτογραφία από μένα; Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα το κλειδί για ν’ ανοίξω την προθήκη από το γυάλινο συρόμενο πορτάκι στο πίσω μέρος του τάφου. Ποιος το είχε; Η μάνα της μάλλον.
Πρέπει να την κοίταζα αρκετή ώρα, πολύ απορροφημένος, γιατί δεν πήρα χαμπάρι τον παπά παρά μόνο όταν είχε φτάσει ακριβώς δίπλα μου. Είναι Σάββατο, μέρα που πολύς κόσμος έρχεται στους τάφους ανθρώπων που αγαπούσε και κάνει ό,τι είναι να κάνει, θεραπεύει όση θλίψη μπορεί να θεραπεύσει. Ο παπάς στάθηκε για λίγο περιμένοντας, κι εγώ δεν καταλάβαινα τι περίμενε. Πριν προλάβω να πω κάτι κοινότοπο ή κάτι αθέλητα βλάσφημο, άρχισε να μουρμουράει το τροπάρι. Σκέφτηκα ότι δεν είναι ευγενικό να τον διακόψω. Ήταν ένας μικροσκοπικός λεπτός άντρας με φαλάκρα και γκρίζο, κοντό, φροντισμένο γένι. Καθώς έλεγε τα «αιωνία η μνήμη» και τα υπόλοιπα, προσπαθούσα να μαντέψω το είδος της υποκρισίας που θα μπορούσε να κρύβει το ράσο του, γιατί έτσι είμαι και τέτοιο μυαλό έχω. Την έπεφτε στις πιστές γριές; Χούφτωνε παπαδοπαίδια; (υπάρχουν παπαδοπαίδια, πια;) Πλάκωνε στο ξύλο την παπαδιά του; Ψώνιζε αλλοδαπούς εραστές σε σκοτεινές πλατείες; Ποιο ήταν το μυστικό του;
Όταν τελείωσε, μείναμε κι οι δυο μας σιωπηλοί. Εγώ σκεφτόμουν κι αυτός περίμενε. Όταν κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να πάρει τα πέντε ευρώ από μένα, γύρισε κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Υπήρχαν κι άλλοι τάφοι που περίμεναν μουρμούρισμα.
Το μυαλό μου σκέφτεται συνέχεια, δε σταματά ποτέ, δε σταματά στιγμή.
Περίμενα ν’ απομακρυνθεί ο παπάς και μετά πήγα στο πίσω μέρος του τάφου της γυναίκας μου κι έψαξα για μια πέτρα, και όταν βρήκα μία τη σήκωσα με προσοχή και χτύπησα δυνατά το γυάλινο συρόμενο πορτάκι.
Το μυαλό μου σκέφτεται πολλά και διαφορετικά πράγματα, αλλά σε μερικά ξαναγυρνά και τα σκέφτεται πιο συχνά, τα κλωθογυρίζει και τ’ αναλογίζεται με όλους τους τρόπους και απ’ όλες τις πλευρές.
Το τζάμι θρυμματίστηκε αμέσως και άπλωσα το χέρι, πήρα τη φωτογραφία κι έφυγα χωρίς να με νοιάζει αν με είδε κανένας.
Τη γυναίκα μου τη λέγαν Ζωή. Τη σκέφτομαι κάθε μέρα.