ΣΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ του αυτοκινήτου μου ένας αστυνομικός ή ένας νοσοκόμος είχε βρει το κινητό τηλέφωνο της γυναίκας μου και είχε πάρει το νούμερο της τελευταίας κλήσης, που ήταν το νούμερο μιας φίλης της, κι αυτή ήταν που τηλεφώνησε σ’ εμένα.
Δεν ξέρω πώς ειδοποιήθηκαν οι άλλοι. Δεν τους ειδοποίησα εγώ. Εγώ δεν έκανα τίποτα.
Κάποιος με πήγε στο νοσοκομείο, θυμάμαι, κι ενώ περιμέναμε εκεί κάποιος ανέλαβε κάποια θέματα διαδικαστικά και δημιουργήθηκε ένα θέμα με το αυτοκίνητο που είχα δανειστεί για να πάω στο σημείο του δυστυχήματος κι έδωσα το κινητό μου σε κάποιον και το διευθέτησε. Κάποιος ανέλαβε τα προκαταρκτικά της κηδείας και κάποιος με γύρισε σπίτι και κάποιοι έμειναν μαζί μου και κάποιοι ήταν μαζί μου συνέχεια. Τις πρώτες μέρες όλοι οι άνθρωποι που ήξερα βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω μου κι έμοιαζαν απασχολημένοι με το να κάνουν δουλειές και να κλείνουν εκκρεμότητες, ώστε να μη χρειάζεται να κάνω τίποτα εγώ, μόνο να σκέφτομαι.
Σκεφτόμουν άσχημα πράγματα, περίεργα, ασυνάρτητα, αλλά είχα μέσα στο μυαλό μου και μιαν ερώτηση αρκετά απλή και πολύ επίμονη:
Τι συνέβη;
Η απάντηση θα ερχόταν πολύ αργά και σταδιακά και σε φευγαλέα στιγμιότυπα τις επόμενες μέρες και τους επόμενους μήνες, γιατί, εκτός των άλλων, εγώ δε μιλούσα τότε πολύ και δεν τολμούσα να ρωτήσω αυτά που σκεφτόμουν, γιατί φοβόμουν λίγο τις απαντήσεις.
Έμαθα ότι άνθρωποι πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και κατέθεσαν ως μάρτυρες, και όταν βγήκε από το νοσοκομείο πήγε και ο θύτης και κατέθεσε, ο άνθρωπος που οδηγούσε το κόκκινο Φίατ που παραβίασε το STOP, και η αστυνομία έφτιαξε ένα φάκελο γι’ αυτόν και τον έστειλε στον εισαγγελέα. Αυτά συνέβησαν τις πρώτες μέρες ή εβδομάδες.
Οι πρώτες μέρες ή εβδομάδες είναι στο μυαλό μου σαν ένα μπουρδουκλωμένο κουβάρι από δραστηριότητες πρωτοφανείς και πρόσωπα ανοίκεια, αλλά στην πραγματικότητα θυμάμαι ότι περιείχαν και μεγάλα διαστήματα απραξίας, τα οποία ήταν αφόρητα.
Το θάνατο της γυναίκας μου ο κάθε άνθρωπος γύρω μου τον αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο. Η Φανή μού μαγείρευε κάθε μέρα και μου έφερνε φαγητό, όταν το πήρε απόφαση ότι δε θα πήγαινα στο σπίτι τους για να μείνω λίγο καιρό, όπως επέμενε ο αδερφός μου.
Ο πατέρας μου έκανε το σκληρό και τον αγέρωχο για να μου δίνει το καλό παράδειγμα, κι έμεινε πολλές μέρες στο σπίτι μαζί μου και μου έλεγε περισσότερες ιστορίες από συνήθως, παρόλο που τον προέτρεπα να γυρίσει στην Κρήτη. Τα μάτια του ήταν διαρκώς υγρά, όπως όταν παθαίνει αλλεργίες την άνοιξη, αλλά δεν ήταν άνοιξη.
Η Ντέμπορα έμενε κι αυτή στην Αθήνα, στο σπίτι του αδερφού μου, κι ερχόταν κάθε μέρα να μας δει, και τον περίμενε.
Ο Νικήτας ερχόταν στο σπίτι μου απρόσκλητος, μου μίλαγε για ποδόσφαιρο ή για video games κι έφευγε όταν δεν άντεχε άλλο, λίγα λεπτά αργότερα.
Όλοι είχαν εγκαταλείψει για λίγο τον κανονικό τους εαυτό, γιατί ήξεραν ότι ο κανονικός τους εαυτός δεν είναι κατάλληλος για ν’ αντιμετωπίσει το συμβάν και για ν’ αντιμετωπίσει εμένα.
Υπήρχε ένας άνθρωπος εκείνες τις μέρες που φρόντιζε να μου απαντάει τις ερωτήσεις που φοβόμουν να ρωτήσω από μόνος του. Ο Ιάκωβος Δέμτσης μ’ έπαιρνε τηλέφωνο σχεδόν μια φορά την εβδομάδα για να μου πει τι γίνεται με το θέμα το δικαστικό και ποια είναι η διαδικασία και τι θα γίνει παρακάτω.
Μ’ αυτό τον τρόπο αντιμετώπιζε ο Δέμτσης το χαμό της κόρης του. Είχε εστιάσει στην τιμωρία του ενόχου, κι αυτή ήταν η δικιά του προτεραιότητα, κι εκεί είχε δοθεί ολόκληρος.
Μ’ έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε:
«Λογικά σήμερα πρέπει να ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων».
«Λογικά ο φάκελος τώρα πρέπει να έχει πάει στον εισαγγελέα».
«Λογικά μέσα στις επόμενες εβδομάδες ο εισαγγελέας θα παραγγείλει τη διενέργεια προανάκρισης».
Δε ζήταγε τη γνώμη μου, δεν κάναμε κουβέντα. Ήταν σαν να επιβεβαιώνει στον εαυτό του το τι γίνεται, τι εξελίξεις υπάρχουν σ’ ένα κομμάτι της ζωής του πολύ σημαντικό. Δεν είχε σε κάποιον άλλο να τα πει, κάποιον που να νοιάζεται το ίδιο άρρωστα πολύ. Μου την έδινε ν’ ακούω τη φωνή του, αλλά μ’ ένοιαζαν αυτά που έλεγε:
«Λογικά ο πταισματοδίκης θα πρέπει να έχει λάβει την απολογία του κατηγορούμενου», μου έλεγε το καλοκαίρι.
«Λογικά ο πταισματοδίκης θα πρέπει να έχει επιστρέψει το φάκελο στον εισαγγελέα».
«Μίλησα μ’ ένα φίλο μου και μου είπε πως ο φάκελος είναι ακόμα στον εισαγγελέα».
Καθώς οι μήνες περνούσαν και οι αλλαγές μέσα μου και πάνω μου και γύρω μου συντελούνταν και λίγα πράγματα έμεναν σταθερά και ίδια, τα τηλεφωνήματα του Δέμτση άρχισαν ν’ αραιώνουν. Και σ’ αυτά, τα πιο αραιά και πιο σύντομα και ασαφή, ο τόνος της φωνής του άρχισε ν’ αλλάζει.
«Δεν είναι εύκολη διαδικασία, συνήθως χρειάζεται δύο με τρία χρόνια για να πάμε στο δικαστήριο. Αλλά κάνω ό,τι μπορώ».
«Ο φίλος μου είπε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα με τον εισαγγελέα. Θα δω τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό».
Κάπου τον Οκτώβριο, τον θυμάμαι στο τηλέφωνο με μια φωνή που δεν είχα ξανακούσει πριν και δεν ξανάκουσα έκτοτε. Ήταν σαν να έκλαιγε πριν ή σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει μετά και με πήρε για να μου πει ότι δεν υπήρχε κάποια εξέλιξη, αλλά ήταν σαν να μου έλεγε συγγνώμη, προσπάθησα. Δε με ξαναπήρε τηλέφωνο μέχρι τις προάλλες, για το άλλο θέμα. Εν τω μεταξύ είχα βρει απαντήσεις στις ερωτήσεις από μόνος μου.
Μπορεί να ξέρεις τον εισαγγελέα της υπόθεσης, μπορεί να έχεις ακούσει τ’ όνομά του. Αν το βάλεις στον Google θα το βρεις ν’ αναφέρεται σε άρθρα για την υπόθεση ενός παραδικαστικού κυκλώματος, στο οποίο συμμετείχαν εισαγγελείς, δικαστές, δικηγόροι και ένας παπάς. Είχε κληθεί να καταθέσει, αλλά δεν είχε ασκηθεί δίωξη εναντίον του. Τελικά ασκήθηκε δίωξη μόνο σε πέντε άτομα, τα τρία εκ των οποίων διαφεύγουν στο εξωτερικό και τα άλλα δύο καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, αλλά το ένα, ένας δικηγόρος γνωστός από την εμπλοκή του με το ποδόσφαιρο, έχει αποφυλακιστεί για λόγους υγείας. Ασχολείται ακόμα με το ποδόσφαιρο. Στη φυλακή είναι μόνο ο παπάς.
Ο εισαγγελέας ο δικός μας, ο ελεύθερος και αθώος, δεν άσκησε δίωξη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας στον «φερόμενο ως δράστη», τον οδηγό του κόκκινου Φίατ. Μελέτησε το φάκελο και δε βρήκε επαρκείς ενδείξεις.
Ο πατέρας μου ρώτησε μια δικηγόρο για το θέμα και αυτή του είπε πως αυτό που συνέβη ουσιαστικά και δικονομικά δε γίνεται. Ποτέ δε γίνεται κάτι τέτοιο σε υπόθεση τόσο σοβαρή και ξεκάθαρη. Μετά ο πατέρας μου της είπε το όνομα του εισαγγελέα και η δικηγόρος τα μάσησε, κατάλαβε. Ο πατέρας μου μού είπε ότι από τη φάτσα της και μόνο φαινόταν ότι δύσκολα θα βγάλουμε άκρη.
Ο πατέρας μου ρώτησε παλιούς φίλους του στο ΠΑΣΟΚ, που ήξεραν ανθρώπους στη Δικαιοσύνη, και του είπαν ότι μάλλον κάποιος έχει βάλει το χεράκι του στην υπόθεση. Δεν ήξεραν ποιος είναι ο άνθρωπος με το κόκκινο Φίατ, αλλά του είπαν το εξής:
Αν ο Δέμτσης, που έχει χτίσει τα σπίτια των μισών δικηγόρων και των μισών δικαστικών στην Αθήνα, δεν μπορεί να βγάλει άκρη, τότε κανείς δεν μπορεί. Κάποιος προστατεύει κάποιον και κάποιος έχει συμφέρον σοβαρό και δεν έχει νόημα να κάνει κανείς μας τίποτα. Επίσης τον συμβούλεψαν να μην το ξεψαχνίζει πολύ, γιατί σε τέτοιες ιστορίες συνήθως δε συμφέρει κανέναν να μάθει την αλήθεια, και κυρίως εσένα.
Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Ο Δέμτσης δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.
Εγώ δεν μπορούσα να μην κάνω κάτι άλλο.
Χιονίζει τώρα και κάνει πολύ κρύο. Νιώθω τα άκρα μου παγωμένα και το στόμα μου στεγνό κι έχω όλη μέρα ταχυπαλμία και δεν μπορώ να φάω τίποτα. Κάθομαι και βλέπω τις χιονονιφάδες να χορεύουν στο φως της λάμπας του δρόμου. Το τζάκι χάσκει αδειανό, όλα τα φώτα είναι κλειστά. Μόνο ετούτη η οθόνη λάμπει.
Η γυναίκα μου πέθανε την 1η Φεβρουαρίου του 2011. Τριακόσιες ενενήντα δύο μέρες πριν.
Καθεμία από αυτές τις μέρες τη σκέφτομαι. Κάθε μέρα. Αυτό είναι το μόνο σταθερό πράγμα στη ζωή μου πια. Αυτό, κι άλλο ένα.
Κάθε μέρα σκέφτομαι αυτόν που μου την πήρε
τον φερόμενο ως κατηγορούμενο
τον ελεύθερο
άσπιλο
οδηγό του κόκκινου Φίατ.
Τον λένε Ανδρέα Πέρκιζα.