ΤΟ ΠΙΟ ΩΡΑΙΟ ΠΡΑΓΜΑ που κάναμε σαν οικογένεια για κάποια –πολύ λίγα– χρόνια όταν ήμουν παιδί ήταν το πέταγμα του χαρταετού. Πηγαίναμε με τον πατέρα μου και τον Φίλιππο στο κοντινό άλσος, που τότε ήταν ένα τεράστιο χωράφι, χωρίς γήπεδα τένις και θέατρα και ιστορίες, και με τα χίλια ζόρια σηκώναμε ένα χαρταετό, που συνήθως είχε χρώμα λευκό και κόκκινο, και μετά τσακωνόμασταν μεταξύ μας (εγώ και ο Φίλιππος) για το ποιος θα κρατήσει την καλούμπα περισσότερη ώρα, πράγμα λίγο γελοίο, αν σκεφτεί κανείς ότι εγώ ήμουν, ας πούμε, έξι, χρονών και ο Φίλιππος δεκαέξι. Όταν έπεφτε, τρέχαμε να ψάξουμε να βρούμε πού έπεσε. Κάθε χρόνο φτιάχναμε καινούργιο. Αυτός που περνούσε καλύτερα απ’ όλους ήταν ο πατέρας μου.

 

Σήμερα είχε πολύ αέρα αλλά κακό αέρα, μποφόρ απότομα, κι έβρεχε μια βροχή ασυνάρτητη, λονδρέζικη. Ο ουρανός είχε το χρώμα της ασφάλτου. Κανείς δεν πετούσε χαρταετό.

Στο Χαλάνδρι τα φαγάδικα ήταν ασφυκτικά γεμάτα και ο κόσμος ήταν έξω, στα πεζοδρόμια, προσπαθώντας να μπει όπου βρει για ν’ αποφύγει τη βροχή και να καταναλώσει. Στην οθόνη του κινητού μου έγραφε ότι ξενοδοχεία ήταν φίσκα, πανσιόν γεμάτες, χιονοδρομικά τίγκα, οι εξοχές γεμάτες Έλληνες. Πάρκαρα έξω από το σπίτι του αδερφού μου και διάβασα για λίγο τι γίνεται στον κόσμο, κωλυσιεργώντας.

Το σπίτι του αδερφού μου είναι πολύ ασυνήθιστο, μοιάζει φτιαγμένο ανάποδα. Η είσοδος είναι στον τελευταίο όροφο, το δεύτερο, που έχει το γκαράζ κι ένα βοηθητικό δωμάτιο με πλυντήρια και αχρησιμοποίητα όργανα γυμναστικής και κούτες. Στον πρώτο είναι τα υπνοδωμάτια και στο ισόγειο το σαλόνι και η κουζίνα κι ένα ακόμα υπνοδωμάτιο. Μπαίνεις και πρέπει να κατέβεις προς τα κάτω για να πεις ότι μπήκες. Ευτυχώς έχει ασανσέρ.

Το σπίτι είναι φτιαγμένο στον γκρεμό, στη ρεματιά Χαλανδρίου, κι από τη μία πλευρά έχει το δρόμο και από την άλλη τα δέντρα. Οι δυο πλευρές έχουν μια υψομετρική διαφορά επτά οκτώ μέτρων. Στα αριστερά του υπάρχει μια μικρή πολυκατοικία με διαμερίσματα (δύο όροφοι πάνω από το επίπεδο του δρόμου, τρεις χαμηλότερα) και στα δεξιά μια άλλη μονοκατοικία, πολύ πιο μοντέρνα και εντυπωσιακή, με πισίνα. Εκεί ζει ένας γιατρός με την οικογένειά του. Είναι ογκολόγος σε παιδιατρικό νοσοκομείο. Κατά τη γνώμη μου του αξίζει αυτό το σπίτι.

Ο αδερφός μου αγόρασε το σπίτι του πριν από τέσσερα χρόνια, λίγο πριν σκάσει η κρίση, και το πλήρωσε ακριβά. Το δάνειο είναι μεγάλο. Δεν τον ρωτάω ποτέ πώς θα καταφέρνει να το πληρώνει αν κάτι συμβεί και χάσει τη φοβερή και ακριβοπληρωμένη δουλειά του. Μερικές φορές οι άνθρωποι ακούνε μόνο τις φωνές του μυαλού τους και η πραγματικότητα είναι γι’ αυτούς ένα απλό εμπόδιο. Ή μπορεί να έχει κάποια άλλη λύση που δεν ξέρω.

Χτύπησα το κουδούνι, μου άνοιξαν, μπήκα, πήρα το ασανσέρ και κατέβηκα στο 2, άνοιξα και βγήκα στο σαλόνι. Δε με υποδέχτηκε κανείς. Το σαλόνι είναι μεγάλο και στην άκρη του έχει τζάκι και δίπλα μια μεγάλη τηλεόραση κι ένα μεγάλο καναπέ σε σχήμα Γ και δυο πολυθρόνες. Από τη μια πλευρά υπάρχει μεγάλη τζαμαρία που οδηγεί στον κήπο, ο οποίος είναι γεμάτος γκαζόν και πολύχρωμα πλαστικά παιχνίδια, κι από την άλλη πλευρά η ανοιχτή κουζίνα, όπου ήχοι ακούγονταν και πράγματα ψήνονταν. Στ’ αριστερά ένας διάδρομος οδηγεί στην τουαλέτα και στο δωμάτιο της γιαγιάς. Βγαίνοντας από το ασανσέρ, μπροστά μου, η μακρόστενη τραπεζαρία ήταν στρωμένη με τραπεζομάντιλο και σερβίτσια και ποτήρια και μια γαβάθα με κομμάτια από λαγάνα. Το σπίτι μύριζε ψαρικά και σκόρδο. Τότε πρόσεξα δυο κεφάλια στον καναπέ: Ο Λαυρέντης και η Βιργινία.

Ο Λαυρέντης και η Βιργινία είναι οι φίλοι του αδερφού μου και της γυναίκας του, σαραντάρηδες κι αυτοί, καθηγητές σε λύκειο κι οι δύο. Κάνουν παρέα με τον Φίλιππο και τη Φανή εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο τύπος των ανθρώπων με τους οποίους δεν έχω τίποτα κοινό, καμιά κοινή αναφορά, κανένα κοινό ενδιαφέρον. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Όταν είμαστε μαζί νιώθω σαν παιδάκι στην παρέα των φίλων των γονιών του. Πάντα μου ’ρχεται αυθόρμητα να τους μιλήσω στον πληθυντικό.

Τους χαιρέτησα και με χαιρέτησαν εγκάρδια και μου έδειξαν ότι η Φανή είναι στην κουζίνα με τη γιαγιά και μου είπαν ότι ο Φίλιππος έχει πάει να φέρει ξύλα και ότι τα παιδιά κάπου παίζουν. Αμέσως μετά μπήκε ο Φίλιππος από την αυλή, βρεγμένος, με μια σακούλα γεμάτη με όσα κούτσουρα μπορούσε να κουβαλήσει, και με χαιρέτησε χωρίς να διακόψει την πορεία του προς το τζάκι. Τα άδειασε στην τούβλινη εσοχή δίπλα στο τζάκι κι έριξε μερικά στη φωτιά που αργοπέθαινε. Πήγα να χαιρετήσω τη Φανή.

Η Φανή είναι κοντούλα και χοντρούλα και το κορμί της είναι σαν από ζυμάρι και με αγκάλιασε και με φίλησε και τα χέρια μου βούλιαξαν στη στρογγυλή της πλάτη. Η γιαγιά είναι από τις παλιές γιαγιάδες, αυτές που φορούσαν μαύρα και τσεμπέρια στο κεφάλι και ήταν διαρκώς στριμμένες. Ετούτη δε φοράει μαύρα και πηγαίνει κομμωτήριο και βάφει τα μαλλιά της καροτί, αλλά είναι στριμμένη και περίεργη και πάρα πολύ θρήσκα και εκπληκτικά ρατσίστρια.

«Βγάλε το μπουφάν σου, θα σκάσεις εδώ μέσα», ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε η γιαγιά. «Ανάβουν το καλοριφέρ στο πενήντα», ήταν το δεύτερο.

Η Φανή με ρώτησε τι κάνω και αν πεινάω και τι θα κάνω για τα γενέθλιά μου και τι κάνει η κοπέλα μου και γιατί δεν της είπα να έρθει.

«Δεν είμαστε πια μαζί» της είπα και στενοχωρήθηκε, αλλά δε με ρώτησε λεπτομέρειες γιατί δεν έχουμε τέτοιου είδους σχέση. Η κουζίνα ήταν μεγάλη και είχε στη μέση ένα νησί με μάτια κι έναν απορροφητήρα από πάνω, κι έναν πάγκο γεμάτο υλικά και γαβάθες γεμάτες φαγιά. Πήρα ένα κομμάτι αγγούρι και το βούτηξα στην ταραμοσαλάτα. Η γιαγιά με στραβοκοίταξε και κατάλαβα ότι δεν πρέπει να τσιμπολογάω. Βγήκα στο σαλόνι ξανά και πήγα και κάθισα δίπλα στο τζάκι για να σκαλίσω τη φωτιά. Ο Φίλιππος μιλούσε με τον Λαυρέντη και τη Βιργινία για τα πολιτικά.

Έβγαλα το μπουφάν και το άφησα δίπλα και πήρα το κινητό και διάβασα στην οθόνη μου νέα. Δεκατέσσερις άνθρωποι εγκλωβίστηκαν στα χιόνια στο Καρπενήσι. Στη Σαντορίνη κατασκευάζονται δεκάδες αυθαίρετα κτίσματα για να εκμεταλλευτούν το νόμο που επιτρέπει την «τακτοποίησή» τους μέχρι το καλοκαίρι. Ένα δέντρο έπεσε στις γραμμές του ηλεκτρικού και σταμάτησαν τα δρομολόγια στο κομμάτι Ειρήνη-Κηφισιά. Βγήκε απαγορευτικό απόπλου στο Αιγαίο. Μια τρομοκρατική οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη για την τοποθέτηση βόμβας στο μετρό δύο μέρες νωρίτερα (είχα μπει στο μετρό δύο μέρες νωρίτερα), μιας βόμβας που δεν έσκασε. Την ίδια μέρα ο αρμόδιος υπουργός παραιτήθηκε για να βάλει υποψηφιότητα για αρχηγός του κόμματός του.

Η Σαντορίνη ήταν το αγαπημένο νησί της Ζωής. Είχαμε περάσει πολύ ωραία εκεί.

Μετά ακούστηκε ένα κουτρουβαλητό και από τις σκάλες κατεβήκαν τα δυο διαόλια, ο Αντώνης και ο Νώντας.

«Θείε!» φώναξαν.

«Νωντώνη!» φώναξα και τα κυνήγησα με τον τρόπο που τα κυνήγαγα όταν ήταν μικρά. Όταν τα έπιανα, τα πήγαινα βόλτα σαν αεροπλάνο κι έτσι μια φορά κοπάνησα το κεφάλι του Αντώνη στον τοίχο και το «γκουπ» το ένιωσα να τραντάζει συθέμελα το από μέσα μου, αλλά εντάξει, μετά από μπόλικο κλάμα κι ένα γερό καρούμπαλο ο μικρός ήταν εντάξει. Τώρα δεν μπορώ να τους σηκώσω τόσο εύκολα πια και απλά τους πιάνω και τους γυρνάω ανάποδα στον αέρα και τους αφήνω να σωριαστούν στο πάτωμα.

Ο Αντώνης είναι δέκα χρονών και ψηλός για την ηλικία του και ο Νώντας είναι οκτώ χρονών και κοντός για την ηλικία του. Και οι δύο έχουν το κυλινδρικό μας σχήμα και τα μπουρδουκλωμένα μαλλιά και την ξινή φάτσα και την προδιάθεση να γίνουν χοντροί. Δεν τους έχει χαρίσει καλά γονίδια το σόι.

Τα κυνήγησα πίσω στον πρώτο όροφο και στο χάος του δωματίου τους, όπου έπιασα τον μικρό και τον γύρισα ανάποδα και μετά έπιασα και τον μεγάλο και τον γύρισα ανάποδα επίσης.

Μετά καθίσαμε κάτω και μιλήσαμε για την κρίση.

«Οι άνθρωποι δε θα έχουν λεφτά ν’ αγοράσουν φαγητό», τους είπα, «γιατί όλο το φαγητό έρχεται από το εξωτερικό και θα είναι πολύ ακριβό για μας. Τα σουπερμάρκετ θα είναι άδεια και όλοι θα ψάχνουνε αλεύρι και γάλα και μακαρόνια και δε θα υπάρχουν πουθενά. Έτσι, ο κόσμος θα τρώει ό,τι βρει. Πρώτα θα φάνε τις γάτες, που είναι πιο ανεξάρτητες και δήθεν».

«Όχι!» είπε ο Νώντας πολύ τρομαγμένος. «Γιατί τις γάτες;»
«Οι γάτες τρέχουν πάρα πολύ γρήγορα», είπε ο Αντώνης. «Προσπαθούμε να τις πιάσουμε στο ρέμα και δεν μπορούμε με τίποτα».
«Άμα πεινάτε θα μπορείτε», είπα. «Θα πρέπει να πιάσετε τις γάτες για να ταΐσετε την οικογένειά σας. Αλλά το χειρότερο θα είναι όταν τελειώσουν οι γάτες, όταν φαγωθούν όλες».
«Τι θα γίνει τότε;»
«Τότε θα φάμε και τους σκύλους».
«Όχι! Και τον Έκτορα;»
«Ο Έκτορας είναι γέρος. Μπορεί να μην προλάβει. Αλλά αν προλάβει, ναι. Έχει πολύ κρέας».
«Εγώ δε θα φάω ποτέ τον Έκτορα», είπε ο Νώντας.
«Αν είναι κάποιος άλλος σκύλος που δεν ξέρεις;»
Το σκέφτηκε λίγο: «Μπορεί».
«Εγώ δε θα φάω κανένα σκύλο. Οι σκύλοι είναι καλοί», είπε ο Αντώνης.
«Κι αν πεινάς πάρα πολύ;»
«Ούτε τότε».
«Και τι θα κάνεις; Θα πεθάνεις;»
«Θα φάω μπάμιες», είπε – το χειρότερο φαΐ που υπάρχει.

Μετά μας φώναξε η Φανή γιατί το φαγητό ήταν έτοιμο.

Το τραπέζι ήταν γεμάτο με πολύχρωμα φαγητά, ροζ ταραμά και κίτρινη φάβα και μαύρες ελιές και λαχανί σαλάτα και κόκκινες ντομάτες και πορτοκαλιές γαρίδες και μοβ χταποδάκια και πράσινα ντολμαδάκια και καφετή χαλβά και τα ποτήρια γεμάτα με λευκό κρασί και ξανθιά μπίρα και μαύρη κοκακόλα.

Φάγαμε και όλοι μιλούσαν ταυτόχρονα και για διάφορα θέματα εκτός από μένα, που απαντούσα μονολεκτικά και σκεφτόμουν και ενίοτε έφτιαχνα μικρές μπαλίτσες από την ψίχα της λαγάνας και τις πέταγα στα ανίψια μου, που προσπαθούσαν να τις πιάσουν με το στόμα στον αέρα. Κάποια στιγμή ένιωσα να βουρκώνω και είπα συγγνώμη και πήγα στην τουαλέτα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη για πολλή ώρα παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μετά γύρισα στο τραπέζι κι έφαγα όσα περισσότερα σπιτικά ντολμαδάκια μπορούσα και μετά δεν ήπια τίποτα, για να μου μείνει η γεύση.

Καθίσαμε στο σαλόνι με πιατάκια σπιτικό χαλβά στα χέρια και οι μεγάλοι άρχισαν να μιλάνε για τα πολιτικά και για την κατάσταση που διαμορφώνεται στο ΠΑΣΟΚ μετά την υποψηφιότητα του υπουργού που παραιτήθηκε. Ο Λαυρέντης με ρώτησε τη γνώμη μου, «ως δημοσιογράφο».

Μασούλησα το κομμάτι χαλβά που είχα στο στόμα και κοίταξα λίγο στη φωτιά και σκέφτηκα τον Ανδρέα Πέρκιζα και διάφορα άλλα πράγματα και είπα κάτι που είχα διαβάσει σ’ ένα θεατρικό έργο.

«Ας μην πούμε λόγια άσχημα για τη γενιά μας, δεν είναι πιο δυστυχισμένη από τις περισσότερες», είπα.

Η σιωπή ήταν αμήχανη.

«Ας μην πούμε ούτε λόγια όμορφα».

Έξω ο αέρας λυσσομανούσε, η βροχή ενίοτε μαστίγωνε τα τζάμια με παραστρατημένες σταγόνες.

«Ας μην πούμε τίποτα γι’ αυτή».

Σκάλισα λίγο τη φωτιά και για λίγα δευτερόλεπτα μόνο το τσίκι-τσίκι ακουγόταν.

«Πώς κολλάει με το ΠΑΣΟΚ αυτό;» είπε ο Λαυρέντης μετά από λίγο, μ’ ένα βλέμμα αμφιβολίας και δυσπιστίας.

Του έκανα τη χάρη.

«Αυτός είναι ένας τύπος που άφησε την Αθήνα να καεί και που διοικεί μια αστυνομία που όχι μόνο δεν προστατεύει τους πολίτες, αλλά τους ψεκάζει και με χημικά από πάνω, και τους δέρνει κιόλας. Επίσης, μια τρομοκρατική οργάνωση σήμερα ανέλαβε την ευθύνη παραλίγο επίθεσης, πράγμα που έχει να συμβεί πολύ καιρό, πόσο, μήνες; Σήμερα έγινε. Και σήμερα επέλεξε ο τύπος να παραιτηθεί για να πάει να γίνει Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα. Όχι άλλη μέρα. Αυτό δείχνει πόσο εκτός πραγματικότητας είναι οι άνθρωποι. Ζουν σε παράλληλο σύμπαν».
«Φυσικά δεν έχει ελπίδα να βγει», είπε ο Φίλιππος.
«Μα δεν το κάνει γι’ αυτό», είπε ο Λαυρέντης. «Για ν’ ακουστεί το όνομά του και να ξαναβγεί βουλευτής το κάνει. Επειδή τον έχουν όλοι στο φτύσιμο και θα τη χάσει την έδρα».
«Και τώρα δες ποιοι είναι υποψήφιοι στο ΠΑΣΟΚ», είπε ο Φίλιππος, «αυτός που απέτυχε να κάνει οτιδήποτε στην οικονομία και αυτός που απέτυχε στην ασφάλεια».
«Ποιος το χέζει το ΠΑΣΟΚ;» είπα τότε. «Ποιος χέστηκε τι κάνει το ΠΑΣΟΚ; Καλύτερα που γίνονται αυτά, για να πεθάνει τελείως να ησυχάσουμε. Να βγει όγδοο κόμμα και να πεθάνει μαζί με τα λαμόγια που γέννησε όλ’ αυτά τα χρόνια, τις βδέλλες, τα μηδενικά. Και μαζί τους να πεθάνει και η Νέα Δημοκρατία, το καρμπόν, με τα υπόλοιπα τα λαμόγια, και οι λοβοτομημένοι και οι εγκληματίες στις άκρες τις αριστερές και τις δεξιές. Μακάρι να πεθάνουν όλοι».

Μπορεί να τα είπα αυτά με λίγο πιο δυνατή φωνή απ’ ό,τι έπρεπε.

Μια άβολη ησυχία απλώθηκε.

Έξω ο αέρας λυσσομανούσε. Σκάλισα λίγο τη φωτιά. Η τηλεόραση έπαιζε μια χαζοκωμωδία με τον παρουσιαστή των Όσκαρ κι ένα Ρουμάνο γίγαντα. Πήγα ξανά στην τουαλέτα, για να τους αφήσω να επιστρέψουν στην κουβέντα τους χωρίς να τους ενοχλώ με τις φωνές μου, και πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Μετά πήγα στο δωμάτιο των παιδιών και παίξαμε αρκετή ώρα video games. Τα κέρδιζα εύκολα. Μετά τ’ άφησα να παίζουν και τα κοίταζα για λίγο κι ένιωσα ένα βαρύ πλάκωμα στο στήθος, σαν κάτι να μου έχει πιάσει τα πνευμόνια και να μου τα σφίγγει.

Κατέβηκα ξανά κάτω.

Ο Λαυρέντης είχε βγει στην αυλή για να καπνίσει. Τον έβλεπα από την τζαμαρία να έχει ζαρώσει απ’ το κρύο. Τα γυαλιά του ήταν πιτσυλισμένα με βροχή. Η Βιργινία και η γιαγιά δεν ξέρω πού ήταν. Στην κουζίνα ήταν ο αδερφός μου με τη Φανή που κάτι ξέβγαζε στο νεροχύτη και μιλούσαν ψιθυριστά.

«Δεν είναι καλά, δεν τον βλέπεις;» έλεγε αυτή.
«Τι έχει; Κουρασμένος δείχνει».
«Τι κουρασμένος. Σαν άρρωστος είναι. Σου λέω ότι δεν τον προσέχεις αρκετά. Είσαι ο μεγάλος του αδερφός. Ούτε πέρυσι δεν τον θυμάμαι τόσο χάλια».
«Μην του πεις τίποτα».
«Δε θα του πω. Φυσικά δε θα του πω. Αλλά κάνε κάτι. Πες του κάτι εσύ».
«Καλά, θα δω».

Αποφάσισα να μην τους διακόψω και τότε ήρθε η Βιργινία από πίσω μου και μπήκε στην κουζίνα και είπε ότι η γιαγιά ξάπλωσε και τι ωραίο που ήταν το γλυκό, θέλει οπωσδήποτε τη συνταγή. Δεν ξέρω αν πρόσεξε ότι κρυφάκουγα ή αν νόμιζε ότι στέκομαι όρθιος και κοιτάζω το κενό. Δεν ξέρω τι γνώμη έχουν αυτοί οι άνθρωποι για μένα. Με κάνουν να νιώθω ξένος, εντελώς αλλιώτικος, φιλοξενούμενος σ’ αυτό τον πλανήτη.

Κάθισα πάλι στη θέση μου δίπλα στο τζάκι και πήρα την τσιμπίδα και τσίμπησα τα ξύλα και σκεφτόμουν καθώς καίγονταν και μέσα από τις σκέψεις μου τις εκκωφαντικές και τις μπουρδουκλωμένες μια εικόνα μοναξιάς αναδύθηκε, και είδα τον εαυτό μου να νιώθει όσο μόνος είναι μέσα στο δέρμα του, αλλά παγκόσμια.

Είδα στο νου μου ολόκληρο τον κόσμο καλυμμένο απ’ το δέρμα μου, το δέρμα που έχει το σχήμα του σώματός μου, το οποίο στο μυαλό μου δε χρησιμεύει για να κρατήσει τα κόκκαλα και τους μυς και το αίμα μου όρθια, αλλά για να κρατήσει τον υπόλοιπο κόσμο απ’ έξω.

Δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω και ένιωσα το πρόσωπό μου παγωμένο και ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη. Έμεινα ακίνητος κι έκλεισα για λίγο τα μάτια και προσπάθησα να τραβήξω λίγη από τη ζέστη του τζακιού. Ήξερα ότι ήταν ώρα να φύγω, ότι η παρουσία μου εδώ (στο τζάκι, στο σπίτι, στη ρεματιά Χαλανδρίου, γενικότερα) ήταν περιττή.

Αγκάλιασα εγκάρδια τον αδερφό μου και τη γυναίκα του. Δε χαιρέτησα τον Λαυρέντη και τη γυναίκα του. Μου είπαν περίμενε, να φωνάξουν τη γιαγιά για να τη χαιρετήσω και τους είπα δεν πειράζει. Η Φανή πήγε να φωνάξει τα παιδιά, τη σταμάτησα, της είπα πως τα χαιρέτησα, ψέματα. Φόρεσα ξανά το μπουφάν μου και μπήκα στο ασανσέρ και ανέβηκα στην επιφάνεια και βγήκα στον ανακατωμένο αέρα, μα δεν ένιωσα καλύτερα.

Δε θα νιώσω ποτέ καλύτερα.

Ο ουρανός είχε ακόμα το χρώμα της ασφάλτου.