ΘΥΜΑΜΑΙ ότι ένιωσα ότι αγαπώ τη γυναίκα μου την πρώτη φορά που πήγαμε μαζί ταξίδι, κάποιο τριήμερο στην Άνδρο, και μέναμε σ’ ένα μικρό ενοικιαζόμενο δωμάτιο και περνούσαμε την περισσότερη ώρα μας μέσα γιατί είχε τρομερό αέρα κι έκανε και κρύο και δεν μπορούσαμε ούτε για μπάνιο να πάμε. Καθόμουν λοιπόν στο καναπεδάκι και διάβαζα το βιβλίο μου και η Ζωή ήταν στην τουαλέτα, που ήταν μόνο τρία μέτρα μακριά μου, γιατί, είπαμε, το δωμάτιο ήταν πάρα πολύ μικρό, και μέσα στην απόλυτη ησυχία ξαφνικά άκουσα ένα «πλοπ», που ήταν ο ήχος που κάνει κάτι όταν πέφτει από απόσταση τριάντα πόντων σε πολύ ρηχό νερό, και αυτό το κάτι δεν μπορούσε να είναι τίποτ’ άλλο από μια σκατούλα.
Ο ήχος της σκατούλας της μετέπειτα γυναίκας μου που έπεφτε στη λεκάνη κάποιες συνάψεις ξύπνησε στον εγκέφαλό μου και τις έκανε να συνδεθούν κάπως διαφορετικά, εντελώς αλλιώτικα απ’ ό,τι στο παρελθόν, και ξαφνικά κατάλαβα ότι τη γυναίκα αυτή, που έχεζε τρία μέτρα μακριά, δεν μπορεί παρά να την αγαπώ.
Είναι περίπλοκο ρήμα το «αγαπώ» βεβαίως και έχει πολλές έννοιες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Και τον πατέρα μου τον αγαπώ και τα ανίψια μου και τις οθόνες μου και τα ηλιοβασιλέματα και το κολύμπι. Σε όλα το ίδιο ρήμα – αλλά εντελώς διαφορετικό το συναίσθημα. Είναι αυτή η παραδοσιακή ανικανότητα της ανθρώπινης γλώσσας να περιγράψει τι συμβαίνει μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, η τραγική και μοιραία.
Έχω καταλάβει ότι τα κριτήρια που δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ένας άντρας είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα (μ’ αυτή τη σειρά – τα κριτήρια για το ανάποδο μπορεί να είναι αλλιώτικα, σχεδόν σίγουρα είναι αλλιώτικα) είναι τα εξής:
1. Του αρέσει να την κοιτάζει συνέχεια.
2. Απολαμβάνει να περνάει μαζί της πολλές ώρες συνεχόμενα, στ’ αλήθεια.
3. Νιώθει σεβασμό γι’ αυτά που λέει και γι’ αυτά που κάνει.
Αυτά είναι, δεν έχει άλλα. Αν είσαι άντρας και σου συμβαίνουν και τα τρία, είσαι ερωτευμένος. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο.
(Το σεξ, όπως γράφω στο κεφάλαιο είκοσι πέντε του μανιφέστου μου, είναι παραπροϊόν των παραπάνω, όχι αυτόνομος παράγοντας – αν σου αρέσει να την κοιτάζεις συνέχεια, είναι πάνω απ’ τη γραμμή.)
Βεβαίως, η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι περίεργη, περίπλοκη, ομιχλώδης, σχεδόν πάντα ακατανόητη. Έχω περάσει ώρες, μέρες, μήνες με μια γυναίκα, έχοντας πείσει τον εαυτό μου ότι το απολαμβάνω, μα όχι: Στην πραγματικότητα μου άρεσε να την κοιτάζω μόνο. Βαριόμουν και μου την έσπαγε που έλεγε «Οκτώμβριος», μα ήταν πολύ-πολύ όμορφη. Ίσχυε μόνο ένα από τα τρία. Δεν την αγαπούσα στ’ αληθινά.
Όταν δε ισχύουν και τα τρία, δεν είναι άμεσα προφανές. Δεν είναι τρία λαμπάκια που, όταν ανάβουν ταυτόχρονα, χτυπάει καμπανάκι. Είναι πολύ πιθανό να νιώθει κάποιος έτσι και να μην το καταλαβαίνει. Να μην το συνειδητοποιεί. Υπάρχουν συμπτώματα βεβαίως, τα οποία υποθέτω ότι είναι διαφορετικά για κάθε άντρα, αλλά μάλλον το σημαντικότερο και το πιο κοινό είναι το εξής: Τη σκέφτεσαι πάρα πολύ συχνά.
Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που σκέφτεται συνέχεια και πολλά και διαφορετικά πράγματα, κι ανάμεσα σ’ αυτά πολλές και διαφορετικές γυναίκες, κάποιες από τις οποίες ούτε καν τις γνωρίζω, αυτό δεν ήταν ασφαλές σημάδι για τη δικιά μου την περίπτωση. Δεν αρκούσε ως σύμπτωμα για να μου υπογραμμίσει ότι είμαι ερωτευμένος. Χρειάζονταν κι άλλα. Η στιγμή με τη σκατούλα, όταν ξαφνικά ένιωσα όσο κοντά μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος στον άλλο, σχεδόν μέσα στο δέρμα του μια στιγμή ευάλωτη, ήταν ένα.
Το δεύτερο σημάδι ήταν ότι ανησυχούσα μην πεθάνει.
Είναι κοινό πράγμα ο φόβος του θανάτου βέβαια, όλοι φοβόμαστε ότι θα πεθάνουμε και ότι ανά πάσα στιγμή οι άνθρωποι που αγαπάμε μπορεί να πεθάνουν. Αλλά δεν το σκεφτόμαστε συνέχεια. Δεν το σκεφτόμαστε κάθε στιγμή. Ο πατέρας μου ζει μακριά και τον βλέπω μια φορά στο δίμηνο – ανησυχώ μήπως πάθει κάτι ο άνθρωπος, αλλά δεν το σκέφτομαι διαρκώς.
Στα χρόνια που πέρασα μαζί με τη Ζωή, το σκεφτόμουν κάθε μέρα.
Όποτε αργούσε να γυρίσει από κάπου ή όποτε δεν ήξερα πού βρίσκεται, φοβόμουν μήπως πεθάνει. Όταν ήμασταν μαζί και δεν ένιωθε καλά, φοβόμουν ότι πεθαίνει. Κάθε φορά που την έβλεπα να κοιμάται πολύ βαθιά, εντελώς ακίνητη, ένα μικρό κομμάτι μέσα μου έτρεμε. Δεν της το είπα ποτέ, αλλά το φόβο αυτό τον ένιωθα συνέχεια.
Και θα είμαι απολύτως ειλικρινής: Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπαν για ένα ατύχημα και μπήκα στο αυτοκίνητο μιας ξένης κι έτρεξα να δω τι έχει συμβεί, αυτό το κομμάτι μου, πολύ αμυδρά και κάτω από όλο τον πανικό και την αδρεναλίνη, το άκουγα. Έλεγε «σ’ τα ’λεγα».
Πριν από μερικές εβδομάδες, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, περίμενα τη Χριστίνα να περάσει να με πάρει για να πάμε να πάρουμε το δώρο της. Άργησε και στα είκοσι λεπτά την πήρα τηλέφωνο και δεν το σήκωσε, και τότε διαπίστωσα ότι έχω αρχίσει να φοβάμαι μήπως μου πεθάνει.
Και τότε διαπίστωσα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της. Φυσικά είμαι ερωτευμένος μαζί της. Είναι σχεδόν τέλεια.
Η Χριστίνα είναι όμορφη και έξυπνη και αστεία. Δεν είναι καταφερτζού και καπάτσα και δραστήρια και φιλόδοξη όπως ήταν η Ζωή, είναι αλλιώς, πιο εσωστρεφής, πιο ήρεμη, πιο αθώα. Είναι όμορφη και έχει υπομονή και μια καλοσύνη έμφυτη και αυθόρμητη που, όσο σκατά κι αν γίνει ο κόσμος γύρω της, δε φθείρεται. Είναι επίσης ορφανή από μπαμπά. Τον έχασε όταν ήταν πολύ μικρή και μεγάλωσε με τη μαμά της, η οποία τώρα ζει στη Θεσσαλονίκη. Έτσι δεν είχε πατέρα να καταστρέψει τον τρόπο που βλέπει όλους τους άντρες, να την κάνει σκληρή και εγωίστρια και κτητική.
Κανένας μπαμπάς δεν της δημιούργησε την ανάγκη να εξαρτάται.
Η Χριστίνα δεν είναι μοναδική, όπως δεν ήταν και η Ζωή. Δεν είναι σπάνιες. Είμαι σίγουρος ότι στη Γη υπάρχουν ακόμα εκατομμύρια γυναίκες που θα μπορούσα να αγαπήσω και να λατρεύω και να φοβάμαι μη μου πεθάνουν. Ο κόσμος είναι γεμάτος με ανθρώπους, είναι τόσο πολλοί, και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις πια, που ακόμα κι ένας αδέξιος, μέτριος άντρας σαν εμένα μπορεί να βρει δύο στη ζωή του, σχεδόν χωρίς να ψάχνει.
Εγώ είχα σταματήσει να ψάχνω.
Σήμερα πήγα στο σπίτι της Χριστίνας έχοντας σκεφτεί πράγματα και έχοντας γράψει κάμποσα, παρόμοια με τα παραπάνω, σε πολλές σελίδες, και παρ’ όλα αυτά καμία από τις πιθανές συζητήσεις που έπαιζα διαρκώς στο μυαλό μου δε μου έμοιαζε ρεαλιστική και ανώδυνη. Ήταν πολλοί οι παράγοντες και αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να τους υπολογίσω και να τους σταθμίσω σωστά, γιατί έχω μια θολούρα στο μυαλό, νιώθω σαν αγουροξυπνημένος όλη μέρα, δεν μπορώ να σκεφτώ πολύ καθαρά.
Το σπίτι της Χριστίνας είναι ένα διαμέρισμα ογδόντα τετραγωνικών, που μοιάζει φοιτητικό και κοριτσίστικο. Το έχει διακοσμήσει με κόκκινους καναπέδες και πολλά κεριά και μαλακές κούκλες αντί για μαξιλάρια. Στους τοίχους έχει κρεμάσει ασπρόμαυρες φωτογραφίες (της Όντρεϊ Χέμπορν, της Γκρέις Κέλι, της Ίνγκριντ Μπέργκμαν) και καδραρισμένες αφίσες ταινιών («Annie Hall», «Casablanca»). Οι κουρτίνες της είναι λευκές, το πάτωμα ξύλινο και πάνω του, μπροστά στους καναπέδες, υπάρχει μια φλοκάτη και πάνω στη φλοκάτη ένα τραπεζάκι με ραφάκι από κάτω και το ραφάκι είναι γεμάτο με μεγάλα βαριά βιβλία για αρχιτεκτονική και design. Το τζάκι της δεν το είχε ανάψει ποτέ. Πριν εμφανιστώ εγώ το είχε γεμάτο με κεριά διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, αλλά τώρα της είχα μάθει και το άναβε συχνά. Της είχα πει αυτό που είχα μάθει εκ των υστέρων, ότι δηλαδή είναι καρκινογόνο, αλλά το είχε αγνοήσει, όπως εγώ. Μια φωτιά έκαιγε εκεί, κάπως χλομή.
Πίσω από τη μικρή στρογγυλή τραπεζαρία της βρίσκεται το δώρο μου.
Επειδή δεν είχε πολλά βιβλία στο σπίτι, της είχα αγοράσει μια βιβλιοθήκη απ’ το ΙΚΕΑ για τα γενέθλιά της, την είχα συναρμολογήσει και της είχα βάλει σ’ ένα ράφι και δέκα βιβλία που πιστεύω ότι πρέπει να έχει διαβάσει. Είχε χαρεί πολύ με το δώρο και ήμουν κι εγώ πολύ περήφανος για την ιδέα μου. Η υπόλοιπη βιβλιοθήκη είχε γεμίσει με τα υπόλοιπα βιβλία της, που ήταν πολύ λίγα, και με βαζάκια και κούκλες και ένα κουκλάκι Angry Birds, που ήταν το δώρο που της είχα κάνει την Πρωτοχρονιά.
Μου άνοιξε ντυμένη με μια ροζ φόρμα και παντοφλάκια που είχαν αφτάκια και μουστάκια, σαν γατούλες. Η εμφάνιση υπονοούσε μιαν οικειότητα που θα έπρεπε να με κάνει να νιώθω πιο άνετα, φυσιολογικά, αλλά εγώ ένιωθα ακριβώς το αντίθετο.
«Έχω παραγγείλει πίτσα», μου είπε. «Δέχονται παραγγελίες μέχρι τις δώδεκα».
Ήταν δώδεκα παρά τέταρτο.
Καθίσαμε και περιμέναμε την πίτσα κάνοντας ζάπινγκ. Έβγαλα τα παπούτσια μου και χώθηκα κάτω από το κουβερτάκι στον καναπέ και μετά ξανασηκώθηκα για να πάω να σκαλίσω τη φωτιά. Κοροϊδέψαμε τα καρναβάλια και τις Απόκριες και την αισθητική των ανθρώπων που φοράν φτερά και βγαίνουν για να χορέψουν στους δρόμους, ή σε άλλους κλειστούς χώρους. Μετά ο πιτσαδόρος ήρθε και τον πλήρωσα και τσιμπολογήσαμε την πίτσα και ήπιαμε κοκακόλα, αλλά κανείς μας δεν πεινούσε πάρα πολύ.
Η τηλεόραση με τον ήχο χαμηλωμένο στο μηδέν άρχισε να δείχνει πολύ όμορφους ανθρώπους, που εκείνη την ώρα περπατούσαν στο κόκκινο χαλί, κι αυτό ήταν το αγαπημένο της κομμάτι, το ήξερα, και την άφησα να το βλέπει. Καθώς σκεφτόμουν το θέμα μας στο μυαλό μου, άρχισα να νιώθω όλο και πιο άβολα, ελάχιστα προετοιμασμένος για την κουβέντα που αργά ή γρήγορα θ’ ακολουθούσε. Την άρχισε αυτή.
«Λοιπόν, κάτι έχεις να μου πεις».
«Να κουβεντιάσουμε».
«Ξεκίνα».
Έκανα μια μεγάλη παύση, γιατί σε όλες τις συζητήσεις που είχα παίξει στο κεφάλι μου δεν είχα σκεφτεί το πώς αρχίζουν.
«Υπάρχει ένα πρόβλημα», είπα. «Έχω ένα σοβαρό πρόβλημα».
Της είπα σχεδόν όλη την αλήθεια.
Δεν της τα είπα όλα προφανώς, δε θα μπορούσα να της τα πω όλα, αλλά της είπα αρκετά πράγματα, και καθώς της τα έλεγα η διάθεσή μου άλλαζε. Έκανα το σωστό. Δε γινόταν αλλιώς. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Τι άλλη επιλογή είχα; Καμία. Έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Ήταν ο μόνος τρόπος. Έχω άδικο; Τώρα, εκ των υστέρων, που τα διαβάζεις αυτά ξέροντας, με αδικείς; Και εξάλλου δυο μήνες βγαίναμε. Μόνο μια βραδιά είχε περάσει στο σπίτι μου. Δεν είχαμε καμιά σοβαρή σχέση. Δεν την είχα κοροϊδέψει. Δεν της είχα υποσχεθεί ουρανούς κι αστέρια. Δεν της τα είχα δείξει καν.
Βεβαίως έκανα το σωστό. Σταματούσα κάτι που θα μπορούσε να έχει μέλλον και προοπτική και θα μπορούσε να είναι υπέροχο και φιλόδοξο κι εκπληκτικό, αλλά μόνο σ’ έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη ζωή, κάποιου άλλου. Δεν ήμουν άδικος. Δεν ήμουν σκληρός. Ήμουν δίκαιος. Πιο δίκαιος απ’ τη ζωή. Και ήμουν σίγουρος ότι θα καταλάβαινε. Σε όλα τα σενάρια που είχα παίξει στο μυαλό μου, καταλάβαινε. Οπωσδήποτε είναι δύσκολο γι’ αυτή, δεν μπορεί να καταλάβει ποιος είμαι εγώ και πώς ζω μες στο μυαλό μου και πόσα υποφέρω και γιατί, αλλά είναι τριάντα τριών, και όμορφη, έχει περάσει πολλά. Το σπίτι της είναι κοριτσίστικο και είναι αθώα και ευαίσθητη και στο σπίτι της έχει κούκλες. Δεν είναι αλώβητη. Είναι λαβωμένη. Είναι βετεράνος. Κι οι άλλοι, σίγουρα, την έχουν πληγώσει περισσότερο. Την έχουν πληγώσει μετά από χρόνια, έχουν αθετήσει υποσχέσεις, ανατρέψει σενάρια. Έχει περάσει δύσκολα, πολύ δυσκολότερα. Εγώ δεν είμαι τίποτα μπροστά σ’ αυτά. Η ζωή της είναι μια αλυσίδα από ανεκπλήρωτα όνειρα κι εγώ είμαι ένας κρίκος μικρός, ασήμαντος.
Ο αντίλογός της ήταν σύντομος και ευθύς.
«Δεν υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος για τον καθένα μας στον κόσμο», είπε.
«Το ξέρω».
«Δεν προδίδεις τη μνήμη της αν είσαι μαζί μου», είπε.
«Το ξέρω».
«Ούτε η ίδια θα ήθελε να είσαι μόνος», είπε.
«Το φαντάζομαι».
Η επόμενη ερώτησή της ήταν προφανής που δεν την έκανε καν, την άφησε να εννοηθεί.
«Τότε γιατί;»
Αυτό που ήθελα να της πω μετά ήταν το εξής:
«Γιατί δεν είμαι το ίδιο που ήμουν πριν. Κάτι μου λείπει. Είμαι κάτι λιγότερο. Ήμουν πιο πολύς, είχα πιο πολύ εαυτό κι όταν πέθανε έχασα ένα κομμάτι μου. Είναι ακριβώς όπως το λένε. Ένα κομμάτι μου πέθανε, δεν αντικαθίσταται. Δεν έχει να κάνει με συναισθήματα. Αυτά περνάνε, επουλώνονται, γίνονται όπως πριν. Ο χρόνος περνάει και κάποια τα ξεχνάς και άλλα τα θυμάσαι λιγότερο ή αλλιώς, και η ζωή επιστρέφει σε μια μορφή ανεκτή και όχι ασυνήθιστα επώδυνη. Αλλά εγώ εννοώ κάτι άλλο, κάτι πιο δύσκολο να το περιγράψω και πιο βαθύ αλλά και πιο αληθινό και συγκεκριμένο. Είναι σχεδόν υλικό αυτό που μου λείπει, σαν ένα εξάρτημα να μου ξεκόλλησε και να χάθηκε. Και δεν είμαι ίδιος. Δεν μπορώ να είμαι μαζί σου όπως είσαι εσύ μαζί μου γιατί δεν είμαστε πια ίδιοι. Εγώ είμαι λιγότερος. Το κομμάτι που θέλεις να σου δώσω λείπει».
Δεν ξέρω πώς το είπα. Δεν ξέρω αν της τα είπα καλά κι αν τα κατάλαβε όπως τα εννοούσα. Συνήθως ακούμε όσα μας λένε οι άλλοι μέσα από τα φίλτρα του δικού μας του μυαλού κι έτσι κάθε επικοινωνία είναι προβληματική, τα ούτως ή άλλως ατελή και ανακριβή λόγια μας δε μεταφράζονται εκατό τοις εκατό σωστά. Κάτι χάνεται στη μετάφραση. Δεν κατάλαβα τι κατάλαβε.
Στο τέλος έκλαιγε και δεν ήξερα αν έκλαιγε επειδή χωρίζει πάλι, ή γιατί κατάλαβε κάτι που νόμιζε ότι εννοούσα, ή αν έκλαιγε γι’ αυτά που εννοούσα, ή αν έκλαιγε για μένα ή για όλα μαζί. Μάλλον για όλα μαζί. Τη φίλησα στα μαλλιά και την πήρα αγκαλιά και συνέχισε να κλαίει για πολλή ώρα. Καθώς περνούσε η ώρα το κλάμα της άλλαζε και μάλλον άλλαζε κι ο λόγος για τον οποίο έκλαιγε. Έτσι ένιωθα, κάτι τέτοιο πέρναγε απ’ το κορμί της στο δικό μου με κάθε μικρό της λόξυγγα. Προς το τέλος το κλάμα της δεν είχε πια καμία σχέση μ’ εμένα. Τίποτα δεν είχε σχέση μ’ εμένα. Η παρουσία μου στα δάκρυα και σ’ αυτή την αγκαλιά και σ’ αυτό τον καναπέ και σ’ αυτό το διαμέρισμα ήταν, πλέον, περιττή.
Είπα συγγνώμη για τα προηγούμενα και για τα τωρινά και για τα επόμενα κι έφυγα.
Οι οθόνες μου λένε πως στα Όσκαρ κέρδισε εκείνη η ταινία στην οποία δε μιλάνε. Ή μιλάνε αλλά δεν ακούγονται, ένα από τα δύο.