Ο ΗΛΙΟΣ ΗΤΑΝ θεαματικά εκτυφλωτικός και το φως έπεφτε πάνω στα πράγματα και ξέβαφε τη σήψη από πάνω τους, εξάτμιζε τη βρομιά και τα έκανε να μοιάζουν πιο λαμπερά και πιο όμορφα και λίγο πιο πορτοκαλιά. Ή έτσι μου φαινόταν τουλάχιστον.
Στην είσοδο του σταθμού του Συντάγματος κάποιος κύριος κρατούσε ένα μεγάλο πανό που έγραφε «έχω καρκίνο στον εγκέφαλο» και από κάτω είχε ένα ασπρόμαυρο σκίτσο ενός εγκεφάλου. Είχε κι άλλα γράμματα πιο χαμηλά, αλλά κανείς δεν καθόταν να τα διαβάσει. Όλοι προχωρούσαν στον προορισμό τους κοιτάζοντας το πάτωμα ή την οθόνη στο χέρι. Μερικοί είχαν κολλημένη την οθόνη στο αφτί και της μιλούσαν. Στο σιντριβάνι ένας ηλικιωμένος κύριος έπλενε το περιεχόμενο μιας μπλε σακούλας. Λαχειοπώλες παντού κρατούσαν ταμπλό γεμάτα χαρτάκια και ταμπελίτσες γεμάτες μηδενικά. Ένας βιολιστής σε μια γωνία έπαιζε το «My Way».
Οι άνθρωποι ήταν πολλοί και χαρούμενοι γιατί είχε βγει ο ήλιος. Έβλεπες τα πρόσωπά τους να λάμπουν και δεν έβλεπες τα μάτια τους επειδή φορούσαν γυαλιά ηλίου κι έτσι δεν έβλεπες τη δυστυχία. Όλοι έχουμε πράγματα άσχημα στον εγκέφαλο, αλλά μέρες σαν κι αυτές είναι πιο εύκολο να τα ξεχνάμε.
Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα καρέκλες και οι καρέκλες γεμάτες ανθρώπους που απολάμβαναν τη θωπεία του ήλιου και του ζεστού αέρα πάνω στο δέρμα τους, που είχε περάσει πολλούς μήνες κρυμμένο κάτω από ρούχα, σιγοβράζοντας από την οργή.
Η οθόνη του κινητού μου έγραφε ότι είχε δεκαεννέα βαθμούς στην Αθήνα. Θα έπρεπε να είμαι στην πισίνα και να κολυμπάω αυτό το μεσημέρι, θα έπρεπε να εκκρίνω τις τοξίνες του φτηνού ουίσκι και του πανικού με ώσμωση μες στο νερό, να τις αφήνω στο έλεος του όζοντος, μα είχα δουλειές να κάνω, μια υποχρέωση επείγουσα που δεν μπορούσε να γίνει απ’ το τηλέφωνο ή απ’ το ίντερνετ. Κατέβηκα στο κέντρο με το μετρό νιώθοντας μια περίεργη και παράλογη χαρά, στυφή. Δεν είναι τυχαίο που αυτή η χώρα περνούσε μιαν οργασμική αφασία τα τελευταία τριάντα χρόνια. Βοήθησε κι ο καιρός.
Καθώς περπατάς την οδό Σοφοκλέους από την αρχή ως το τέλος, βλέπεις μιαν αλλαγή στα πρόσωπα και στα πράγματα.
Ο δρόμος αυτός ξεκινάει από την οδό Πεσμαζόγλου, που είναι μια μικρή κάθετος της Σταδίου, όχι μακριά απ’ το κτήριο του κινηματογράφου που κάηκε λίγες μέρες πριν, και φτάνει μέχρι την οδό Πειραιώς, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο παρακάτω. Είναι στενός και σκοτεινός, ο ήλιος δε φτάνει εύκολα στην άσφαλτο εδώ. Στην αρχή του έχει μαγαζιά με βιολογικά προϊόντα και κτήρια με κρατικές υπηρεσίες, το παλιό κτήριο του Χρηματιστηρίου, το καινούργιο της Εθνικής Τράπεζας, ένα πολύχρωμο boutique hotel. Καθώς προχωράς στην κατηφόρα όμως, τα κτήρια γίνονται πιο παλιά και άσχημα, τα μαγαζιά πιο σκοτεινά και μίζερα, πιο λίγα.
Αρχίζεις να βλέπεις ανθρώπους που σέρνουν καροτσάκια με χαρτόκουτα ή άλλα πράγματα μέσα, πράγματα που στα μάτια σου μπορεί να μοιάζουν με σκουπίδια.
Πιο χαμηλά υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι, μαζεμένοι σε μπουλούκια, που στέκονται στα πεζοδρόμια και μιλάνε μεταξύ τους ή στα κινητά τους τηλέφωνα σε γλώσσες ξένες. Τα μαγαζιά εδώ είναι αλλιώτικα, έχουν πινακίδες ακατάληπτες και πουλάνε προϊόντα που δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού, που μοιάζουν να μην απευθύνονται σ’ εσένα. Νιώθεις ότι ξαφνικά βρέθηκες κάπου αλλού, ότι μέσα σε διακόσια μέτρα ταξίδεψες σε μιαν άλλη χώρα.
Στο τέλος της Σοφοκλέους, εκεί που συναντάει την Πειραιώς, υπάρχει ένα κτήριο του Δήμου που έχει ένα μεγάλο προαύλιο. Στο προαύλιο στέκονται, στοιχισμένοι σε φιδογυριστή ουρά που το γεμίζει ασφυκτικά, άνθρωποι που περιμένουν το συσσίτιο.
Πιστεύω πως κάθε Έλληνας πρέπει να πάει μια βόλτα στην οδό Σοφοκλέους, να την ξεκινήσει απ’ την αρχή και να την περπατήσει μέχρι το τέλος, κοιτάζοντας τους ανθρώπους και τους τοίχους. Θα τον βοηθήσει πολύ στη συγγραφή του μανιφέστου του.
Το σπίτι στο οποίο είχα δώσει ραντεβού με τον Ρώσο βρισκόταν κοντά στη Σοφοκλέους, δεν μπορώ να σου γράψω ακριβώς πού, και ήταν ένα πολύ παλιό κτήριο που έμοιαζε νεοκλασικό. Τα παράθυρά του στο ισόγειο ήταν παλιά και καρφωμένα με σανίδες, κλειστά, ο σοβάς στο εξωτερικό ξεφτισμένος και η πρόσοψη βαμμένη με μουντζούρες από άτεχνα graffiti, αλλά η πόρτα ήταν καινούργια. Δεν υπήρχε κουδούνι. Τη χτύπησα.
Μια γυναίκα με ρουφηγμένα μάγουλα και μάτια βυθισμένα μακριά μέσα στο κρανίο της μου άνοιξε. Ζήτησα να μιλήσω στον Ρώσο. Μου είπε μισό λεπτό κι έκλεισε την πόρτα. Σε λιγότερο από μισό λεπτό η πόρτα ξανάνοιξε. Δεν μπορώ να σου περιγράψω εδώ τον Ρώσο ή να σου εξηγήσω ποιος είναι.
Του είπα ότι αυτό που είχαμε πει δεν ισχύει. Με ρώτησε μα πώς και γιατί και του εξήγησα όσα ήθελα να του εξηγήσω και μου είπε ότι υπάρχει θέμα με τα λεφτά και του είπα εντάξει, θα δείξω μια κατανόηση, άνθρωποι είμαστε, και μου είπε να περιμένω και μπήκε στο σπίτι και όταν βγήκε κρατούσε μια σακούλα και μου την έδωσε και μου έκλεισε την πόρτα χωρίς να μου πει τίποτα.
Αυτή ήταν η δουλειά που είχα να κάνω στο κέντρο.
Στην επιστροφή πήρα το τρένο από το Μοναστηράκι και κάθισα απέναντι σε μια πολύ κοντή κοπελίτσα που φορούσε μίνι φούστα τζιν και περίμενα να σηκωθεί ή ν’ αλλάξει στάση, ν’ ανοίξει λίγο το σταυροπόδι, για να δω το βρακί της. Έπαιζε με το κινητό της σ’ όλη τη διαδρομή. Τα πόδια της δεν κουνήθηκαν καθόλου.
Γύρισα στο σπίτι και άνοιξα τη σακούλα, που είχε μέσα ένα φάκελο κι ένα μικρό μπόγο με μέγεθος και σχήμα μπάλας του αμερικάνικου φουτμπόλ αλλά πιο πλακέ. Άνοιξα το φάκελο και κοίταξα το περιεχόμενο και τον ξαναέκλεισα κι έγραψα πάνω του κάποιες λέξεις και τον έβαλα στο συρτάρι μου. Ο μπόγος δε χωρούσε στο συρτάρι και τον άφησα στο γραφείο μου κι έφυγα για το σπίτι του Νικήτα, όπου ήμουν καλεσμένος για φαΐ.
Την πόρτα την άνοιξε ο Φώτης ο ντράμερ, που είναι ψηλός και παχουλός κι έχει φουντωτά μαλλιά και μούσια, ένα βουνό σάρκας πασπαλισμένο με πολλές τρίχες.
«Ωχ», είπα. «Δεν πιστεύω να παίζετε τα κλαμπατσίμπαλά σας εδώ μέσα».
Γέλασε και είπε όχι.
«Να φύγω άμα είναι», είπα, και δώσαμε τα χέρια και μπήκα.
Το σπίτι της κυρίας Σίσυ βρίσκεται περίπου μισή ώρα με τα πόδια από το δικό μου και, όπως έχω ξαναγράψει, βρίσκεται στην πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσα. Κάθε φορά που πηγαίνω εκεί νιώθω ότι τα πράγματα είναι πιο μικρά, οι πόρτες πιο στενές, το ταβάνι πιο χαμηλό απ’ ό,τι τα έχω καταγεγραμμένα στη μνήμη μου. Αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει περισσότερο από την κυρία Σίσυ.
Η κυρία Σίσυ, όπως επίσης έχω ξαναγράψει, όταν ήμασταν μικροί ήταν μια φαντασίωση για όλα τ’ αγόρια της γειτονιάς. Δε μοιάζει καθόλου με το γιο της. Είναι κοντή και χυμώδης, με κρέας και στρογγυλάδα και πιασίματα. Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, ή πάντα τα έβαφε κόκκινα, και το δέρμα της είναι ροδαλό και τα καλοκαίρια έβγαζε φακίδες, και τα μάτια της είναι πράσινα. Έμοιαζε πάντα ξένη, εξωτική, και ασυνήθιστα νέα για να είναι μαμά ενός φίλου μας. Πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που ο Νικήτας έμεινε μαζί της ήταν μια υποσυνείδητη ανάγκη να την προστατέψει από όλους τους ανθρώπους που την κοίταζαν με βλέμματα περίεργα, που από ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει αυτά τα πράγματα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως επιθετικά.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν όμως, η κυρία Σίσυ άλλαζε. Είναι πενήντα επτά χρονών σήμερα και είναι μια στρογγυλή μπαλίτσα με μια μικρότερη στρογγυλή μπαλίτσα, το κεφάλι της, από πάνω. Έχει κόψει τα μαλλιά της και μοιάζουν πια λιγότερο κόκκινα και τα μάτια της έχουν χάσει την πράσινη λάμψη τους και μοιάζουν πιο θολά, αλλά μπορεί να είναι εντύπωσή μου, όπως μου φαίνονται στενότερες οι πόρτες. Είναι ακόμα πρόσχαρη, μα στη φωνή της και στις κινήσεις της βλέπει κανείς μια κούραση, αρκετά εύκολα.
Η κυρία Σίσυ ήταν στην κουζίνα και μαγείρευε και με χαιρέτησε και με φίλησε και μου είπε να φύγουμε τώρα και θα μας φωνάξει όταν είναι έτοιμο το φαγητό. Κάτι μύριζε ωραία στην κουζίνα. Μια τηλεόραση έπαιζε ειδήσεις, στις οποίες κάποιοι μίλαγαν για μια σάουνα.
Στο δωμάτιο του Νικήτα εκτός από τον Φώτη ήταν κι ένας άλλος φίλος του, ο Στέργιος, ο επονομαζόμενος και φερεκετοφίλοσου. Όταν ήμασταν παιδιά, ο Στέργιος προσπαθούσε πάρα πολύ να κάνει φίλους και να είναι αρεστός στ’ άλλα τα παιδιά, κι έτσι έκανε συχνά πάρτι στο σπίτι του και με καλούσε συνέχεια. Εγώ δεν ήθελα να πάω και μερικές φορές δεν πήγαινα. Αλλά αυτός πάντα με καλούσε. Νομίζω ότι δεν τον ενδιέφερε να είμαι εγώ εκεί, όσο το να είναι μεγάλος αριθμός ανθρώπων στο πάρτι του και κυρίως να είναι ο Νικήτας, που ήταν μεγαλύτερος και άρεσε στα κορίτσια που ξέραμε εμείς. Κάθε φορά που με καλούσε μου έλεγε «φέρε και το φίλο σου». Έκτοτε τον αποκαλώ φερεκετοφίλοσου. Όλοι τον αποκαλούμε έτσι πια. Με τα χρόνια, ο Νικήτας και ο Στέργιος γίναν τελικά φίλοι.
Τα συμπαθούσα αυτά τα παιδιά, αλλά θα προτιμούσα να μην ήταν εκεί και να καθόμασταν να κουβεντιάσουμε με τον Νικήτα. Είχα πράγματα που ήθελα να του πω, πράγματα που δεν τα έχω γράψει ούτε εδώ, ακόμα, και μ’ αυτούς εκεί δε θα μπορούσα να τα πω, και ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Δεν είμαι σίγουρος.
Όταν μπήκα ο Νικήτας μίλαγε για έναν αστικό μύθο ο οποίος λέει το εξής: Είναι σχεδόν έθιμο στις γαλακτοβιομηχανίες κάποιοι υπάλληλοι να βαράνε μαλακία μέσα στο γάλα.
Το θέμα που συζητούσαν οι τρεις τους ήταν: η μαλακία γίνεται πριν από την παστερίωση ή μετά;
«Το γάλα που είναι στις δεξαμενές και πάει για συσκευασία είναι παστεριωμένο», έλεγε ο φερεκετοφίλοσου, «και εκεί είναι που βαράνε τη μαλακία, στις δεξαμενές».
«Δε νομίζω», είπε ο Νικήτας. «Λογικά στις δεξαμενές βρίσκεται το γάλα πριν από την παστερίωση και από κει πάει στην παστερίωση και αμέσως μετά στη συσκευασία».
«Δηλαδή τι λες, ότι μετά την παστερίωση δεν πάει σε άλλες δεξαμενές;»
«Δεν ξέρω, αλλά αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι πριν από την παστερίωση είναι σε δεξαμενές. Μπορεί να είναι και πριν και μετά σε δεξαμενές, αλλά δεν ξέρουμε σε ποιες από αυτές βαράνε μαλακία».
«Νομίζω ότι αν ξέρουν ότι το γάλα είναι σε δεξαμενές και πριν και μετά», είπε ο Φώτης, «λογικά θα βαράνε μαλακία στις δεξαμενές με το παστεριωμένο. Αλλιώς δεν έχει νόημα».
«Εσύ τι πιστεύεις;» ρώτησε ο Νικήτας εμένα.
Το σκέφτηκα λίγο:
«Είναι διάφορα πράγματα που έχουν ενδιαφέρον. Πρώτον, δεν μπορώ να φανταστώ την εικόνα πέντε τύπων που είναι πάνω από τη δεξαμενή και βαράνε μαλακία. Είναι δίπλα-δίπλα; Βλέπουν ο ένας τον άλλο; Πώς λειτουργεί; Επίσης έχουμε στο μυαλό μας, μάλλον από τις ταινίες, την εικόνα μιας ανοιχτής δεξαμενής που δίπλα στο χείλος της έχει ένα πεζούλι ή μια εναέρια πλατφόρμα που δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό από το να επιτρέπει σε ανθρώπους να πετάξουν πράγματα μέσα στη δεξαμενή. Νομίζω ότι στην πραγματικότητα αυτές οι δεξαμενές πρέπει να είναι κλειστές. Δεν μπορεί να είναι καλό για το γάλα να είναι έτσι εκτεθειμένο στον αέρα. Τέλος, υπάρχει και το άλλο θέμα. Αν έχεις εκατό χιλιάδες λίτρα γάλα και σ’ αυτά ρίξεις 10ml φλόκια, πρακτικά είναι σαν να μην έχεις ρίξει καθόλου φλόκια. Η ποσότητα είναι τόσο μικρή. Δεν είναι σαν να έχεις φτύσει στον καφέ. Πιθανότατα στα εκατό χιλιάδες λίτρα υπάρχει περισσότερη E. coli από τα φλόκια που θα ρίξεις με μια μαλακία».
«Σωστά είναι αυτά», είπε ο Φώτης, «αλλά τα 10ml φλόκια έχουν μέσα εκατομμύρια σπερματοζωάρια. Εκατομμύρια σπερματοζωάρια σε εκατό χιλιάδες λίτρα σημαίνει ότι κάθε κουτάκι με γάλα που βγαίνει από τη δεξαμενή έχει μέσα και δεκάδες σπερματοζωάρια».
«Κι άμα σκεφτείς πόσα λίτρα γάλα έχουμε πιει στη ζωή μας, δυνητικά έχουμε καταπιεί χιλιάδες σπερματοζωάρια, ίσως εκατομμύρια», είπε ο φερεκετοφίλοσου.
«Κι ωστόσο πολύ λιγότερα σπερματοζωάρια από όσα καταπίνει μια γκόμενα σε μια μόνο πίπα», είπα.
Καθίσαμε για λίγο σιωπηλοί και σκεφτήκαμε αυτά τα σημαντικά θέματα. Το δωμάτιο του Νικήτα είναι μεγάλο και έχει μέσα ένα διπλό κρεβάτι, ένα γραφείο με λάπτοπ επάνω, μια καρέκλα, μια ντουλάπα, έναν μικρό καναπέ, δυο πουφ και αφίσες από ταινίες στους τοίχους («Ο Νονός», «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» και «Σέρπικο»). Στην πλάτη της καρέκλας ήταν πεταμένα ρούχα και από ένα πόμολο της ντουλάπας κρεμόταν ένα σουτιέν, πιθανότατα της Ευγενίας. Από τον υπολογιστή έπαιζε μουσική, μάλλον ραδιόφωνο. Ένας λευκός ράπερ απήγγειλε τις μακρουλές του μαντινάδες.
Η κυρία Σίσυ μας φώναξε για φαγητό.
Στον τοίχο της τραπεζαρίας του σπιτιού της κυρίας Σίσυ, που είναι σε ξεχωριστό δωμάτιο, υπάρχουν τρεις πίνακες, οι ίδιοι εδώ και δεκαετίες. Ο πρώτος δείχνει ένα καράβι με τέσσερα κατάρτια να βολοδέρνει σε μια θαλασσοταραχή τρομερή. Ο δεύτερος ένα μπολ με δυο μήλα, δυο αχλάδια, ένα τσαμπί σταφύλια, δυο πορτοκάλια και μια μπανάνα. Ο τρίτος είναι αντίγραφο ενός πολύ γνωστού πίνακα που λέγεται «Gabrielle d’Estrées et une de ses soeurs», που σημαίνει η Γκαμπριέλ Ντ’ Εστρέ και μια από τις αδερφές της. Δείχνει δυο γυναίκες γυμνόστηθες που κοιτούν το θεατή με ένα ύφος πράο και κάπως βλακώδες. Η μια κρατάει ένα δαχτυλίδι με τα δυο της δάχτυλα και η άλλη κρατάει τη ρώγα της πρώτης με τα δυο της δάχτυλα. Στο φόντο μια ντυμένη κυρία ράβει δίπλα σ’ ένα τζάκι. Είναι ένας πολύ περίεργος πίνακας. Κανείς δεν ξέρει ποιος τον ζωγράφισε.
Η κυρία Σίσυ μας έφερε πιάτα γεμάτα με μακαρόνια και από πάνω ένα καφετί κομμάτι κρέας. Μετά κουβάλησε μια κατσαρόλα και χρησιμοποιώντας μια κουτάλα περίχυνε το κρέας και τα μακαρόνια μας με την καφετιά σάλτσα. Το δωμάτιο μύρισε χοληστερίνη και κάτι μέσα μου ένιωσε μια πείνα, και όχι μόνο για φαγητό.
Η Wikipedia λέει ότι η κυρία της οποίας η ρώγα τσιμπιέται είναι η Γκαμπριέλ Ντ’ Εστρέ, ερωμένη του βασιλέα Ερρίκου του 4ου της Γαλλίας, και ότι ο πίνακας αυτός είναι γεμάτος από συμβολισμούς. Το δαχτυλίδι που κρατάει η κυρία Γκαμπριέλ συμβολίζει το θρόνο του βασιλιά εραστή της και το τσιμπολόγημα της ρώγας και η κυρία στο φόντο που πλέκει μωρουδιακά συμβολίζουν την εγκυμοσύνη της Γκαμπριέλ, που θα φέρει στον κόσμο το διάδοχο.
Η κυρία Σίσυ κάθισε μαζί μας και μας ρώταγε έναν-έναν για την προσωπική του ζωή. Ο φερεκετοφίλοσου θα παντρευτεί το καλοκαίρι. Είναι γραφίστας και κάνει μικρές δουλειές για διάφορα έντυπα και καταλόγους. Ενίοτε κάνει τον DJ σε μαγαζιά. Ζει με τους γονείς του. Ο Φώτης δουλεύει σ’ ένα κατάστημα που πουλάει μουσικά όργανα, αλλά τα πράγματα δεν είναι καλά και μάλλον ο ιδιοκτήτης θα το κλείσει. Κάνει και μαθήματα μουσικής σε παιδάκια. Παλιότερα έκανε περισσότερα. Ζει μόνος του στο Γκάζι. Τα περισσότερα απ’ όσα είπα εγώ ήταν ψέματα. Στις παύσεις της κουβέντας ακουγόταν η τηλεόραση που έπαιζε μοναχή της στην κουζίνα. Κάποιος κάτι έλεγε για κάτι Καμμένο.
Θυμάμαι ότι είχα δει αυτό τον πίνακα για πρώτη φορά στην εφηβεία, σ’ αυτό το σπίτι, μια εποχή που δεν είχαμε ίντερνετ και κατά την οποία η θέα γυμνών βυζιών δεν ήταν συχνό φαινόμενο στη ζωή μου, και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Τότε δεν ήξερα τα περί συμβολισμών, ούτε καν το φόντο δεν είχα προσέξει, έβλεπα μόνο μια κυρία να τσιμπάει τη ρώγα μιας άλλης κυρίας κι αυτό το έβρισκα απίστευτα συναρπαστικό. Είναι ο μόνος ζωγραφικός πίνακας με τον οποίο έχω βαρέσει μαλακία, νομίζω.
Στο γεύμα η κυρία Σίσυ μας μίλησε για τα παλιά χρόνια, τη δεκαετία του ’80, όταν όλοι ήταν χαρούμενοι γιατί το ΠΑΣΟΚ έδινε λεφτά στους ανθρώπους και όλοι πίστευαν ότι θα κρατούσε για πάντα. Μας μάζεψε τα πιάτα όταν τελειώσαμε και μας έφερε το γλυκό, που ήταν μια λεμονόπιτα λίγο παραπάνω γλυκιά απ’ όσο έπρεπε.
Ήμασταν τέσσερις άντρες ανάμεσα στα τριάντα και τα σαράντα και, καθώς καθόμασταν σ’ εκείνο το τραπέζι με τις αποτυχίες των ζωών μας να βαραίνουν τις πλάτες μας και το φαγητό μιας μαμάς μέσα μας, καταλαβαίναμε πως καμιά γενιά στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε υπάρξει με τον τρόπο που υπάρχει η δικιά μας. Δεν είχαμε οικογένειες, δεν είχαμε ευθύνες, δεν είχαμε φτιάξει τίποτα καινούργιο, δεν ήμασταν άντρες εμείς, δεν ήμασταν ενήλικες. Ποτέ στην ιστορία άντρες σαν εμάς δεν είχαν την ευκαιρία να ζήσουν ολόκληρη τη ζωή τους σαν παιδιά. Νιώθω ότι κάπως αλλιώς θα έπρεπε να την έχουμε εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία. Κάπως καλύτερα.
Ο αυθεντικός «Gabrielle d’Estrées et une de ses soeurs» βρίσκεται στο Λούβρο. Όταν είχαμε πάει στο Παρίσι με τη Ζωή θυμάμαι ότι είχα περάσει αρκετή ώρα κοιτάζοντάς τον.
Φάγαμε το γλυκό μας και είπαμε ευχαριστώ. Χαιρέτησα την κυρία Σίσυ και τον Φώτη και τον φερεκετοφίλο σου, και μετά χαιρέτησα τον Νικήτα σφίγγοντάς του το χέρι δυνατά, τελεσίδικα.