ΣΗΜΕΡΑ πέρασα πολλή ώρα διαβάζοντας και κρατώντας σημειώσεις στα στοιχεία και τα δεδομένα μου, αλλά δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ. Το μυαλό μου ξέφευγε συνέχεια προς τη Χριστίνα. Πότε-πότε έγραφα σκέψεις γι’ αυτό το θέμα, το ξεκάθαρο μα δυσεπίλυτο. Κάποια στιγμή ξάπλωσα στον καναπέ και κοίταξα το ταβάνι και σκεφτόμουν.

Όταν νύχτωσε έκανα ένα παρατεταμένο και καυτό ντους μέχρι που τελείωσε το ζεστό νερό και μετά σκουπίστηκα και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξα τον εαυτό μου. Είχα ταχυκαρδία και οι ανάσες μου ήταν βαθιές και βεβιασμένες. Καταλαβαίνω ότι στο εξής έτσι θα είναι τα πράγματα για μένα.

Στέγνωσα με το πιστολάκι τα μαλλιά μου, που πια έχουν μακρύνει και μοιάζουν σαν να φοράω ένα μαύρο μάλλινο σκούφο, και σκέφτηκα λίγο τη λάγνα κομμώτρια, και ψέκασα τον εαυτό μου με ωραίες μυρωδιές, τις οποίες λίγο αργότερα δε θα μπορούσα να μυρίσω. Φόρεσα το μπλε μου το πουκάμισο, αυτό που με κάνει να μοιάζω με οδηγό λεωφορείου, και το μοναδικό μου κοστούμι. Άνοιξα το λάπτοπ και έψαξα στο YouTube βίντεο που δείχνουν πώς δένεται η γραβάτα. Μου πήρε ώρα να τα καταφέρω.

Στο δρόμο τα αυτοκίνητα των δυστυχισμένων έκοβαν το ένα το δρόμο του άλλου για να φτάσουν στον προορισμό τους όσο το δυνατό γρηγορότερα. Κοιτάζοντας το δρόμο ένας αντικειμενικός παρατηρητής δυο πράγματα μπορεί να καταλάβει: Όλοι μισιούνται μεταξύ τους με θανάσιμο πάθος και η Αθήνα είναι γεμάτη με πολυάριθμούς θαυμάσιους προορισμούς, πιο σημαντικούς κι απ’ τη ζωή την ίδια.

Το σκυλάδικο «KOLASI» βρίσκεται πάνω στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και τις νύχτες απ’ έξω έχει μια στρατιά παρκαδόρων που παίρνουν τα αυτοκίνητα των θαμώνων και τα παρκάρουν πάνω στο πεζοδρόμιο, στοιβαγμένα κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, με τα πιο ακριβά και πολυτελή μπροστά-μπροστά, για να φαίνονται. Έκανα μερικούς γύρους στα σοκάκια από πίσω, μέχρι που βρήκα μια θέση μπροστά σ’ ένα φαρμακείο. Υπήρχε σήμα «απαγορεύεται», αλλά το φαρμακείο δεν εφημέρευε και δεν ήθελα ν’ αφήσω το αυτοκίνητο στους παρκαδόρους και βαριόμουν να ψάχνω άλλο, οπότε το πάρκαρα εκεί. Περπατώντας προς το σκυλάδικο, πέρασα μπροστά από μια παλιά πολυκατοικία με σπασμένα τζάμια και ανοιχτά παντζούρια που έμοιαζε υπό κατάρρευση. Στην είσοδό της βρισκόταν ένας νεαρός και πολύ λεπτός άντρας. Είχε γείρει και είχε ακουμπήσει το κεφάλι του και τον ώμο του στην κάσα της πόρτας. Η πλάτη του στερεωνόταν στην ξύλινη επιφάνεια και το υπόλοιπο κορμί του ήταν χυμένο στο κεφαλόσκαλο. Φορούσε στρατιωτικό μπουφάν που του ήταν μεγάλο. Τα μάτια του ήταν κλειστά και το ένα του μανίκι ήταν σηκωμένο.

Δίπλα στο σκυλάδικο βρισκόταν ένα σαντουιτσάδικο, που είχε καταλάβει το μισό πεζοδρόμιο με καρέκλες και τραπέζια παρ’ όλο που ήταν νύχτα κι έκανε κρύο και κανείς δε θα καθόταν εκεί. Μπήκα και πήγα στην τουαλέτα για να κατουρήσω. Ήξερα ότι στο σκυλάδικο δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσω σε τουαλέτα. Πάνω από τη λεκάνη κάποιος είχε γράψει: «Σ’ αγαπώ πιο πολύ κι απ’ τον έρωτα – Τάκης».

Η είσοδος του σκυλάδικου ήταν ένας μαύρος κύβος που είχε στηθεί στο πεζοδρόμιο και είχε μια κόκκινη πόρτα και μια τεράστια φωτισμένη ταμπέλα από πάνω, που στο μέσον έγραφε το όνομα του μαγαζιού με μεγάλα λατινικά γράμματα και γύρω του είχε φωτογραφίες από τα κεφάλια των τραγουδιστών, με το όνομά τους από κάτω σε γραμματοσειρά Comic Sans.

Σύμφωνα με την πινακίδα, στο κέντρο εμφανίζονταν η Σάντρα Σαρρηγιάννη, ο Νικήτας Μύρτας, ο ράπερ Έλληνας (έτσι τον έγραφε, «ράπερ Έλληνας»), η Τζένιφερ (σκέτο) και αυτός που προφανώς ήταν το μεγάλο όνομα, καθώς στην ταμπέλα είχε το μεγαλύτερο κεφάλι, ο Θωμάς ο Νομικός. «Καλλιτεχνική διεύθυνση: Βίκτωρ Μπίρμπας», έγραφε η ταμπέλα.

Το όνομα του Θωμά Νομικού ήταν το μόνο που είχα ξανακούσει στη ζωή μου. Είχα την εντύπωση ότι τον είχαν συλλάβει στη Μύκονο με ναρκωτικά ή κάτι τέτοιο.

Στο κέντρο έμπαιναν παρέες ντυμένες με ρούχα φανταχτερά ή μαύρα, ένα από τα δύο. Κάποια κορίτσια φορούσαν φτερά και περούκες και στολές νοσοκόμας/τσούλας. Είχα ξεχάσει ότι είναι ακόμα Απόκριες. Ή μπορεί έτσι να ντύνεται ο κόσμος στα σκυλάδικα, ποιος ξέρει. Κανείς δεν έμπαινε μέσα μόνος του, εκτός από μένα.

Στην υποδοχή βρισκόταν μια πολύ νεαρή και πολύ βαμμένη κοπέλα, που είχε σημειωμένα σ’ ένα τετράδιο τα ονόματα αυτών που έχουν κλείσει τραπέζια. Δίπλα της στεκόταν ένας κύριος που παραλάμβανε τις παρέες που κατέφταναν και τις καθοδηγούσε προς τα σωστά τραπέζια.

Δεν ήταν αυτός.

Σάστισα λίγο και μπερδεύτηκα και προς στιγμήν δεν ήξερα τι να κάνω. Σχεδόν ρώτησα την κοπέλα, αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκα και της είπα ότι δεν έχω τραπέζι, και μετά πλήρωσα, άφησα το παλτό μου στη δυστυχισμένη κυρία στη γκαρνταρόμπα και μπήκα στην αίθουσα.

Η αίθουσα ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι φανταζόμουν, και χαμηλοτάβανη. Δέκα μακρόστενα τραπέζια ήταν ασφυκτικά στοιβαγμένα δίπλα σε μια μικρή σκηνή, η οποία ήταν γεμάτη με όργανα κι οργανοπαίκτες κι ένα σκηνικό από κίονες και σεντόνια. Πίσω από τα τραπέζια υπήρχε μια συστάδα από άλλα τετράγωνα τραπέζια, και πίσω από αυτήν ένα μακρόστενο μπαρ και μια πόρτα που οδηγούσε στις τουαλέτες ή αλλού. Αυτό ήταν το κέντρο «KOLASI». Μέσα του βρίσκονταν περίπου εκατό άνθρωποι.

Ο αέρας μύριζε τσιγάρο και λουλούδια και ιδρώτα. Οι αξύριστοι άντρες φορούσαν μπλουζάκια με στάμπες ή άσπρα πουκάμισα και τα μαλλιά τους γυάλιζαν από ζελέ κάτω απ’ τα τρελαμένα φώτα. Οι γυναίκες λαμπύριζαν από τη στραφταλιστή σκόνη που είχαν απλώσει πάνω τους και απ’ την ποσότητα γυμνής σάρκας που αντανακλούσε τα φώτα και έλουζε το χώρο μ’ ένα χρώμα μπεζ.

Στη σκηνή μια μαυρομάλλα κοπέλα, που δεν έμοιαζε με κανένα από τα πρόσωπα της ταμπέλας, προσπαθούσε να τραγουδήσει –αποτύγχανε–, αλλά κυρίως προσπαθούσε να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής χωρίς να γλιστρούν οι δυο λωρίδες υφάσματος του μαύρου φορέματός της που μετά βίας κάλυπταν τις ρώγες της. Η προσπάθεια την είχε απορροφήσει τόσο, που δεν πρόσεξε πως το φόρεμα είχε ανέβει ψηλά στα πόδια της και φαινόταν αρκετά ευδιάκριτα το βρακί της, το οποίο ήταν ολόλευκο, ακόμα και από το σημείο που στεκόμουν, στην είσοδο της αίθουσας, αποσβολωμένος. Κάποιος σ’ ένα από τα μπροστινά τραπέζια είχε ένα από αυτά τα φορητά λέιζερ φωτάκια και με την πράσινη τελίτσα του σημάδευε το μουνί της τραγουδίστριας.

Πήγα στο μπαρ και περίμενα να με κοιτάξει ένας μπάρμαν, που φορούσε στενό λευκό μπλουζάκι και είχε τατουάζ στον ένα πήχη που έδειχνε ένα δράκο και τατουάζ στον άλλο πήχη που, αν δεν κάνω λάθος, είναι το σήμα μιας νεοναζιστικής οργάνωσης. Τα χέρια του δεν είχαν τρίχες, αλλά είχαν πάρα πολλές φλέβες. Έσφιγγε τα μπουκάλια και τα ποτήρια λίγο παραπάνω απ’ ό,τι υπέθετα ότι θα έπρεπε, και του πήρε κάμποση ώρα να προσέξει ότι υπάρχω. Μου σέρβιρε το μόνο ουίσκι που είχε το μαγαζί, το οποίο είχε τη γεύση βενζίνης αναμειγμένης με ούρα, υπέθεσα.

Άρχισα να νιώθω ζαλάδα και δυσφορία και ήθελα πάρα πολύ να φύγω από κει μέσα αλλά δεν μπορούσα, όχι ακόμα. Άρχισα να κοιτάζω ένα-ένα τα πρόσωπα των ανθρώπων στο μπαρ και στα τραπέζια και, κυρίως, ανάμεσα στα τραπέζια, προσπαθώντας να βρω αυτόν που έψαχνα.

Ήταν τόσες οι όμορφες γυναίκες, που ένιωσα την καρδιά μου να λειώνει από λαγνεία και να χύνεται πάνω στα σπλάχνα μου και να τα πλημμυρίζει, σαν σιντριβάνι σοκολάτας. Ήθελα να τις σώσω όλες από τους μαυριδερούς κάφρους με τα φρύδια και τα πουκάμισα και το ζελέ, να τις μεταφέρω σε μια άλλη, καλύτερη ζωή ουσίας και διαύγειας και ποιότητας, και επίσης να τις πηδήξω.

Μια από αυτές ήταν η ξανθιά με τα βυζιά που έμενε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην πολυκατοικία μου. Καθόταν σ’ ένα από τα πίσω τραπέζια με τον γκόμενό της κι ένα άλλο ζευγάρι. Με είδε και σήκωσε το χέρι της και με φώναξε κοντά τους. Έμοιαζε στ’ αλήθεια χαρούμενη που με έβλεπε.

Φορούσε ένα πράσινο φόρεμα με τεράστιο ντεκολτέ, που αποκάλυπτε μεγάλο ποσοστό των τεράστιων και στρογγυλών βυζιών της που στραφτάλιζαν απ’ ό,τι ήταν αυτό που είχε αλείψει πάνω τους και θυμήθηκα την υφή τους στις παλάμες μου και το αναπάντεχο βάρος τους και ήξερα πως, αν καθόμουν μαζί τους, θα τα κοιτούσα τόσο έντονα και τόσο πολύ που μπελάδες θα προκαλούνταν, οπωσδήποτε. Η φιλενάδα της που καθόταν δίπλα της ήταν επίσης ξανθιά και επίσης φορούσε ένα φόρεμα με ντεκολτέ, αλλά το περιεχόμενό του ήταν πολύ λιγότερο φανταχτερό. Ετούτη είχε κοντά μαλλιά και μια έκφραση ξινή και ήμουν σίγουρος ότι μισούσε τη γειτόνισσά μου, όπως οι περισσότερες γυναίκες, προφανώς. Ο γκόμενος της γειτόνισσας ήταν γυαλιστερός και πάρα πολύ νεαρός και ήδη μεθυσμένος. Ο γκόμενος της ξινής είχε τη φάτσα του άντρα που βαράει τη γυναίκα του. Δεν είχα τίποτα να τους πω. Μίλησα για λίγο με την ξανθιά για τη ληστεία των γέρων και για το αν κλειδώνω και πώς, και μου είπε κάποια πράγματα για τη δουλειά της που δεν τα συγκράτησα επειδή έκανα πολύ μεγάλη προσπάθεια για να μην κοιτάζω τα βυζιά της, νομίζω ότι την απέλυσαν, και μετά σηκώθηκα και τους χαιρέτησα λέγοντας ότι πρέπει να πάω να βρω τους φίλους μου, και κανείς τους δεν προσπάθησε να με πείσει να μείνω.

Προχώρησα ανάμεσα στα τραπέζια κοιτώντας πρόσωπα και προσπαθώντας να βρω κάποιο σημείο από το οποίο δε θα φαίνομαι στους γείτονες. Μια άλλη νεαρή κοπέλα είχε ανέβει στη σκηνή και προσπαθούσε να τραγουδήσει και τα κατάφερνε λίγο καλύτερα, ίσως επειδή το δικό της φόρεμα δεν κινδύνευε να σωριαστεί στο έδαφος ανά πάσα στιγμή. Ο τύπος με το λέιζερ, ωστόσο, σημάδευε και το δικό της μουνί.

Σκόνταψα τότε στο πόδι μιας καρέκλας και, γυρνώντας να πω συγγνώμη, είδα φάτσες γνωστές. Μια παρέα απολυμένων δημοσιογράφων από ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό που έκλεισε καθόταν σ’ αυτό το τραπέζι και, όπως μου είπαν, έκανε reunion. Ήξερα αρκετά καλά δύο από αυτούς και με χαιρέτησαν τόσο εγκάρδια που κατάλαβα πως είχαν ήδη μεθύσει – μπορεί να είχαν έρθει ήδη μεθυσμένοι. Με κάθισαν σε μια άδεια καρέκλα και μου γέμισαν ένα ποτήρι με το ίδιο φτηνό ουίσκι και μου είπαν τα βάσανα της ανεργίας και τα προηγούμενα βάσανα σε μια δουλειά που βούλιαζε και πόσα χρωστάει ο καθένας τους (σε ΦΠΑ, στο ΤΕΒΕ αλλά, κυρίως, σε κάρτες) και μετά αρχίσαμε να λέμε για τις καλές εποχές και τι καλά που περνάγαμε όταν πληρωνόμασταν στην ώρα μας και ασχολούμασταν με χαζομάρες και πηγαίναμε τα ταξίδια μας και ήταν όλα πιθανά. Μας έμοιαζαν πολύ μακρινά αυτά, έτσι που τα λέγαμε, αν και ήταν μόνο πρόπερσι. Πέρασε κάμποση ώρα έτσι και τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν από τα τσιγάρα και τ’ αφτιά μου άρχισαν να βουίζουν από την ανυπόφορη φασαρία.

Στη σκηνή ανέβηκε ένας παχουλός νεαρός, που προφανώς ήταν ο ράπερ Έλληνας, ο οποίος φορούσε λευκό μπλουζάκι, ένα ρολόι τοίχου περασμένο στο λαιμό κι ένα καπέλο του μπέιζμπολ που είχε απάνω την ελληνική σημαία. Δεν καταλάβαινα τι απήγγειλε γιατί δεν είχε καθόλου καλή άρθρωση, αλλά την προσοχή μου τράβηξαν οι χορεύτριες που είχε από πίσω. Ήταν τέσσερις, οι τρεις ξανθιές, η μία μαύρη, και ήταν ντυμένες σαν αμερικανίδες τσιρλίντερ και προσπαθούσαν να εκτελέσουν μια χορογραφία που έμοιαζε να περιλαμβάνει μόνο δύο κινήσεις (πάνω τα χεράκια - κάτω τα χεράκια) αλλά δεν μπορούσαν να συντονιστούν με τίποτα. Ο τύπος με το λέιζερ από κάτω προσπαθούσε να τις πετύχει όλες, μία-μία. Ένιωσα οίκτο και ζεστά συναισθήματα αλληλεγγύης γι’ αυτές τις χορεύτριες.

Ο ράπερ Έλληνας είπε τρία τραγούδια όλα κι όλα και μετά έδωσε τη θέση του σε μια άλλη κοπέλα, την οποία επίσης δεν αναγνώρισα από την ταμπέλα. Αυτή ήταν ξανθιά και είχε πολύ ωραία επιδερμίδα και ήταν πολύ όμορφη, αλλά ξεκίνησε προσπαθώντας να τραγουδήσει ένα πολύ δύσκολο τραγούδι της Γουίτνι Χιούστον. Ήταν ένα τραγούδι που ξεκινούσε πολύ ήπια, χωρίς όργανα, και έτσι απλωνόταν σχετική σιωπή στο μαγαζί και, σε μία από τις παύσεις, και καθώς τα φάλτσα μου προκαλούσαν ανακατωσούρα στο στομάχι είπα: «Δεν είναι σωστό να φέρονται έτσι στους νεκρούς» και όλο το τραπέζι γέλασε, και λίγοι από τους διπλανούς επίσης. Ήπιαμε κι άλλο στη συνέχεια, καθώς η κοπέλα συνέχισε να σκοτώνει το τραγούδι και μετά σκότωσε και κάμποσα άλλα, δικά της.

Μισή ώρα αργότερα είχαν τελειώσει οι κοινοί γνωστοί και οι ιστορίες από τα παλιά, και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε με τους παλιούς συναδέλφους, και είχαμε γίνει φίλοι στο Facebook με τα κινητά μας και είχαμε υποσχεθεί ότι όποιος έβρισκε δουλειά πρώτος θα έπαιρνε και τους άλλους μαζί του κι εγώ είχα αρχίσει να νιώθω πολύ άσχημα γιατί τα μάτια μου έτσουζαν και τα έτριβα κι έτσουζαν ακόμα περισσότερο, και γιατί ανέπνεα βαθιά και από το στόμα, και γιατί έκανε ζέστη και ίδρωνα και είχα γεμίσει με πολύ φτηνό ουίσκι και χρειαζόμουν να με χτυπήσει λίγο ο αέρας. Οπότε σηκώθηκα και χαιρέτησα τους δυστυχισμένους συναδέλφους και στριμώχτηκα σε καρέκλες και στρίμωξα θαμώνες προσπαθώντας να βγω προς τα πίσω και μετά προς την είσοδο της αίθουσας και είπα στην κοπέλα ότι βγαίνω και θα ξαναγυρίσω σε λίγο και βγήκα στον παγωμένο αέρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και περπάτησα λίγο στο κομμάτι του πεζοδρομίου που ήταν ελεύθερο, μπροστά από τις Φεράρι και τις Πόρσε και μια Μπέντλεϊ, και πήγα στο σαντουιτσάδικο και αγόρασα ένα κουτάκι κοκακόλα και την ήπια με τρεις μεγάλες γουλιές, προσπαθώντας να βγάλω τη γεύση του φτηνού ουίσκι απ’ το στόμα μου και γυρνώντας προς την είσοδο του σκυλάδικου «KOLASI», τον είδα.

Στεκόταν δίπλα στην κόκκινη πόρτα μαζί μ’ έναν κοντόχοντρο τύπο με σοβαρή έκφραση, που είχε ένα μαλλί τόσο πυκνό και κυματιστό που αποκλείεται να ήταν αληθινό. Ο κοντόχοντρος με την περούκα φορούσε μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβάτα κι έπαιζε με τα μανικετόκουμπά του και απ’ την άκρη του στόματός του κρεμόταν ένα πούρο καθώς άκουγε τον άλλο άντρα να μιλάει. Ο άλλος άντρας ήταν ο Ανδρέας Πέρκιζας.

Το κεφάλι του μου ήταν πια γνώριμο, το είχα απομνημονεύσει πλήρως. Το τριμαρισμένο γένι, η φαλάκρα, τα μικροσκοπικά μάτια που κοιτούσαν διερευνητικά πάντα προς κάποια γωνία, ποτέ ευθεία, το μικρό στόμα με τα χείλη τα τόσο λεπτά που όταν ήταν κλειστό ήταν σχεδόν αόρατο, και υπέθετε κανείς ότι υπάρχει εκεί μόνο απ’ το κενό στο γένι.

Ο Ανδρέας Πέρκιζας είναι περίπου ένα και ογδόντα στο ύψος, γεροδεμένος αλλά όχι γυμνασμένος, με μεγάλη κοιλιά που τέντωνε το πουκάμισο που φορούσε. Ήταν έξω στο κρύο του Φλεβάρη με το λευκό πουκάμισο και φορούσε και τζιν και αθλητικά παπούτσια και μπορεί να είμαι άσχετος από αυτά, αλλά νομίζω ότι αυτός δεν είναι ο τρόπος που ντύνεται ένας μετρ οποιουδήποτε πράγματος.

Κάπνιζε κι αυτός πούρο και μιλούσε με τον περουκοφόρο και δεν ήξερα τι να κάνω. Ήθελα ν’ ακούσω τι λένε, αλλά προς το παρόν στεκόμουν με το άδειο κουτάκι κοκακόλα στο χέρι μπροστά σε μια κόκκινη Φεράρι κι ένας παρκαδόρος με κοίταζε περίεργα. Προχώρησα αργά προς την πόρτα. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο έντονα στο στήθος, που ήταν σαν να έχει λασκάρει από τη θέση της και να πηγαινοέρχεται ανεμπόδιστη στη θωρακική κοιλότητα σαν μπαλάκι σε φλίπερ. Πέρασα ακριβώς δίπλα από τον Ανδρέα τον Πέρκιζα, τόσο κοντά που ο αγκώνας μου άγγιξε τον αγκώνα του, και μπήκα ξανά μέσα.

Πέταξα το κουτάκι σ’ έναν κάδο που είχε δίπλα της η κοπέλα της υποδοχής και στήθηκα δίπλα στην είσοδο της αίθουσας σε σημείο που έβλεπε προς την εξώπορτα, αλλά από όπου μπορούσα να γλιστρήσω και μέσα στην αίθουσα, αν χρειαζόταν.

Τώρα στη σκηνή είχε ανέβει ένας άντρας και τραγουδούσε με βαριά νωχελική φωνή τραγούδια που αναμφίβολα μιλούσαν για τον πόνο της αγάπης, το μοναδικό θέμα της ελληνικής μουσικής παραγωγής, απ’ όσο γνωρίζω. Πολλοί θαμώνες, άντρες και γυναίκες, είχαν σηκωθεί από τις καρέκλες τους και θώπευαν με τα χέρια τους τον αέρα κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Οι άντρες στέκονταν δίπλα στις καρέκλες τους, αλλά πολλές από τις γυναίκες είχαν ανέβει σε τραπέζια και όλοι τις κοιτούσαν με λατρεία από κάτω, επειδή βλέπαν τα βρακιά τους, υποθέτω.

Ο τύπος με το λέιζερ έμοιαζε εξαφανισμένος, κατατροπωμένος, καθώς από ένα σημείο πάνω από τη σκηνή δεκάδες δέσμες λέιζερ διαπερνούσαν το γεμάτο καπνό και σχεδόν εύφλεκτο από εξατμισμένο αλκοόλ αέρα και κατέληγαν με τη μορφή πράσινης τελίτσας σε τραπέζια, κορμιά και στον απέναντι τοίχο. Άρχισα να σκέφτομαι τι θα χρειαζόταν για να γίνουν αυτές οι δέσμες φονικές, σαν τα λέιζερ στις ταινίες –μήπως ήταν κάτι τόσο εύκολο όσο μια αύξηση της τάσης;– όταν η κόκκινη εξώπορτα άνοιξε και στον προθάλαμο μπήκε ο Ανδρέας Πέρκιζας, μόνος, χωρίς τον κοντόχοντρο με την περούκα.

Είπε δυο κουβέντες στην κοπέλα στην υποδοχή και μετά πήγε σε μια πόρτα απέναντι από την είσοδο της αίθουσας, που δεν την είχα προσέξει, και την άνοιξε, αλλά δεν μπήκε. Κάτι είπε στους ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα και άπλωσε το χέρι του μέσα, και μετά είπε κάτι άλλο κι έκλεισε την πόρτα και γύρισε και άρχισε να περπατάει προς την εξώπορτα. Στο χέρι του κρατούσε τώρα κάτι που έμοιαζε με κλειδιά αυτοκινήτου.

Αφήνοντας λίγες στιγμές να περάσουν μέχρι τα αντανακλαστικά μου να αναδυθούν από τα βάθη μιας θάλασσας από φτηνό ουίσκι και να ξυπνήσουν, έτρεξα στην γκαρνταρόμπα και ζήτησα το παλτό μου και περίμενα μια αιωνιότητα μέχρι η δυστυχισμένη κυρία να το ανακαλύψει και να μου το δώσει. Δεν της έδωσα τίποτα κι έφυγα προς τα έξω φορώντας το καθώς περπατούσα.

Δεν υπήρχε περίπτωση να τον προλάβω, το ήξερα, καθώς είχα παρκάρει μακριά. Ήθελα μόνο να τον δω να φεύγει. Ήξερα πού πηγαίνει άλλωστε. Βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο δεν τον είδα πουθενά, αλλά μετά πρόσεξα στην άλλη άκρη του αυτοσχέδιου πάρκινγκ να βάζει μπρος ένα πολύ ψηλό μαύρο τζιπ. Το σχήμα του κεφαλιού του οδηγού έμοιαζε. Το τζιπ κατέβηκε από το πεζοδρόμιο και βγήκε στην Αλεξάνδρας και πήγε και στάθηκε στο φανάρι, που ήταν κόκκινο. Ήταν ασυνήθιστα ψηλό επειδή είχε κάτι περίεργα πολύ χοντρά λάστιχα, σαν φτιαγμένα για χιόνι. Η πινακίδα ήταν η σωστή.

Περπάτησα μέχρι το αυτοκίνητό μου και μετά βγήκα στην Αλεξάνδρας και έστριψα στην Κηφισίας και οδήγησα βόρεια, προσέχοντας κάθε αμάξι που προσπερνούσα, αν και ήξερα ότι ο Πέρκιζας λογικά θα πρέπει να βρίσκεται πολύ μπροστά ήδη. Σκεφτόμουν ότι είχα υπολογίσει την αξία του αυτοκινήτου του στα τριάντα χιλιάδες ευρώ, αλλά αυτή η ιστορία με τα λάστιχα, που πρέπει να είναι πολύ ακριβά, και που πιθανότατα χρειάστηκαν και μια γερή μετατροπή στο από κάτω του αυτοκινήτου, μάλλον ανεβάζει την τιμή αρκετά, κάτι που θα προσθέσω στις σημειώσεις μου αμέσως μετά.

Στο Μαρούσι έστριψα δεξιά λίγο πριν από το Άλσος και σταμάτησα σε μιαν άκρη και άνοιξα το χάρτη στο κινητό μου κι έψαξα την ακριβή διεύθυνση, βρίζοντας τον εαυτό μου που δεν το είχα κάνει ήδη. Ήταν εύκολο και πέντε λεπτά αργότερα ήμουν έξω από το σπίτι του.

Είμαι ακόμα εκεί.

Ο δρόμος ετούτος είναι ήσυχος, με μονοκατοικίες κυρίως και λίγα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Το σπίτι του Πέρκιζα μοιάζει μικρότερο απ’ ό,τι φανταζόμουν, είναι σκοτεινό και κρύβεται από δύο μεγάλα πεύκα. Δε φαίνονται τα παράθυρα του πρώτου ορόφου, και το παντζούρι στο παράθυρο του ισογείου είναι κλειστό. Στην αριστερή πλευρά το σπίτι εφάπτεται στη διπλανή οικοδομή, αλλά στη δεξιά πλευρά υπάρχει ένας κήπος που οδηγεί στο πίσω μέρος. Αυτό δεν το βλέπω, αλλά το ξέρω από την κάτοψη. Το αυτοκίνητο του Πέρκιζα δεν είναι παρκαρισμένο στο δρόμο και η πόρτα του γκαράζ του είναι κλειστή. Πιθανότατα είναι μέσα και κοιμάται, ανύποπτος. Έχω μια πολύ έντονη επιθυμία να μπω στην αυλή και να πάω στο πίσω μέρος για να δω την πισίνα και το υπόλοιπο σπίτι. Θα ήταν πολύ χρήσιμη η περιγραφή για το κείμενό μου. Δε θα το κάνω φυσικά. Η μπαταρία του λάπτοπ όπου να ’ναι θα τα φτύσει και θα το βάλω στην τσάντα του και θα φύγω και θα γυρίσω σπίτι.

Έχει αρχίσει να χαράζει ήδη.