ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ, όταν έχω κάποια σημαντική απόφαση να πάρω ή όταν πρέπει να σκεφτώ ένα θέμα πολύ σοβαρά, κάθομαι και γράφω σκέψεις για το θέμα, για να τις δω με τα μάτια μου, ως γράμματα και λέξεις, για να τις βάλω στη σωστή σειρά και να καταλάβω καλύτερα τη σημασία τους.

Το κεφάλαιο νούμερο δεκαέξι του μανιφέστου μου έχει τίτλο: «Μην πάρεις καμία απόφαση πριν τη γράψεις πρώτα».

Πέρυσι το καλοκαίρι, μετά την απόλυσή μου και καθώς περνούσα πολλές ώρες μέσα στο κεφάλι μου και σκεφτόμουν μερικά πράγματα άσχημα και πολλά περίεργα, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι ποια μορφή θα έχει η ζωή μου στο μέλλον. Όχι βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα. Και έγραψα διάφορα πράγματα και σενάρια και σχέδια, τα περισσότερα τόσο φανταστικά και αφελή που ντρέπομαι να τα αναφέρω εδώ. Μεταξύ άλλων, έγραψα κι ένα σενάριο για το πώς θα είναι όταν, πολύ καιρό αργότερα, θα καταφέρω να βγω ξανά με μια γυναίκα ως φυσιολογικός, υγιής άντρας. Σ’ εκείνη την περίοδο αυτό το σενάριο μου φαινόταν το ίδιο ρεαλιστικό με το σενάριο κατά το οποίο «φτιάχνω μόνος μου τραγούδια με το κομπιούτερ, τα ανεβάζω στο YouTube και έχουν εκατομμύρια views και γίνομαι διάσημος τραγουδιστής». Αλλά το έγραψα, όπως έγραψα και τα άλλα, και το έγραψα ως εξής:

Θα είμαι ο πιο ξεκούραστος, χαλαρός και πνευματώδης εαυτός μου. Θα της χαμογελάσω πλατιά και με ειλικρίνεια, για να καταλάβει ότι χαίρομαι στ’ αλήθεια που τη βλέπω. Θα την αφήσω να καθίσει πρώτη. Μπορεί και να της τραβήξω την καρέκλα. Θα της πω κάτι όμορφο αλλά όχι υπερβολικό για την εμφάνισή της. Θα παραγγείλω ένα ωραίο κρασί, που θα έχω μάθει από πριν διαβάζοντας τον κατάλογο του εστιατορίου στο ίντερνετ. Θα την ακούσω να μιλάει για τη μέρα της σαν να με νοιάζει.

Δε θα νιώθω περίεργα ή άβολα. Δε θα νιώθω σαν πρωτάρης, σαν να έχω ξεσυνηθίσει να τα κάνω αυτά, σαν να φοβάμαι μην πω βλακεία, σαν να ντρέπομαι. Είμαι μεγάλος άνθρωπος πια και με την άνεση και την εμπειρία του μεγάλου ανθρώπου θα έρθω. Θα είμαι κόσμιος και ευγενής, χαμογελαστός και αστείος και, όταν περάσει η ώρα και έχουμε πιει δυο ποτήρια και έχουμε τελειώσει και με το κυρίως, θα της πω για τη ζωή μου μετά το ατύχημα.

Πώς για μήνες ήμουν ανίκανος να νιώσω οτιδήποτε, πώς ανησυχούσα για την υγεία μου επειδή δεν πεινούσα καθόλου και δε μου σηκωνόταν (θα διαβάσω την αντίδρασή της σ’ αυτό το τελευταίο), και πώς μετά, σιγά-σιγά, άρχισε από μόνος του ο οργανισμός μου να λειτουργεί φυσιολογικά.

Θα της εξηγήσω πως είναι μια σταδιακή διαδικασία και πως δεν έχει ολοκληρωθεί. Πως δεν ξέρω πότε θα ολοκληρωθεί, και αν.

Δε θα κλαυτώ και δε θα γκρινιάξω. Θα την κάνω να συγκινηθεί, αλλά όχι να με λυπηθεί. Πιθανότατα θα είμαι ο πρώτος χήρος που γνωρίζει. Μπορεί να κάνω ένα λογοπαίγνιο με το «χοίρος». Πιθανότατα θα είναι μπερδεμένη και ευάλωτη. Δε θα ξέρει πώς να μου συμπεριφερθεί ακριβώς. Το μόνο που θα ξέρει σίγουρα είναι ότι μια άλλη γυναίκα κάποτε με αγάπησε, και επομένως δεν μπορεί να είμαι και πολύ χάλια.

Αυτό, πιθανότατα, θα αρκεί.

Και έτσι, μετά θα τη φέρω στο σπίτι μου και θα την ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και θα την εκπλήξω ευχάριστα με την ενεργητικότητα, την όρεξη και την αντοχή μου. Θα κλείσει τα μάτια της χαρούμενη, με το μυαλό ήδη γεμάτο φρέσκα, ρεαλιστικά όνειρα. Κι εγώ θα κοιτάξω το ίδιο ταβάνι ξαλαφρωμένος κι ελεύθερος, χωρίς το σύννεφο της απώλειας να μου σφίγγει τους πνεύμονες σε κάθε ανάσα, και χωρίς ούτε μία τύψη.

Δεν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα.

 

Τη μέρα που θα έβγαινα ραντεβού για πρώτη φορά με τη Χριστίνα έκανε κρύο αλλά είχε λιακάδα και η πισίνα ήταν σχεδόν άδεια. Μόνο δυο άλλοι άνθρωποι κολυμπούσαν, μια ηλικιωμένη παχουλή κυρία, από αυτές που κολυμπούν με καπελάκι, και ένας ηλιοκαμένος σφίχτης, από αυτούς που προσπαθούν να κολυμπήσουν ακόμα και πεταλούδα, σηκώνοντας κύμα και πιτσυλώντας τον τόπο. Μερικές φορές στην πισίνα έβαζαν μουσική να παίζει, κι εκείνη τη μέρα, θυμάμαι, είχαν βάλει ένα άλμπουμ του Λουτσιάνο Παβαρότι, στο οποίο τραγουδούσε ποπ τραγούδια μαζί με ποπ τραγουδιστές. Κολυμπούσα για περίπου ένα δεκάλεπτο και, καθώς το πρωταρχικό πιάσιμο είχε υποχωρήσει και είχα ζεσταθεί και είχα αρχίσει να μπαίνω σ’ ένα ρυθμό και να το απολαμβάνω, κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Μια ανησυχία τριγύρω. Ένα σούσουρο. Στην είσοδο που οδηγεί στα αποδυτήρια είχαν εμφανιστεί δυο κύριοι με μαύρα μπουφάν, βλοσυροί, και κοίταζαν τριγύρω και μετά ο ένας άρχισε να περπατάει κατά μήκος της πισίνας, έκανε ένα γύρο και επέστρεψε στην πόρτα. Είχα σταματήσει για λίγο για να λιαστώ και να δω τι συμβαίνει και είδα από την πόρτα να βγαίνει ένας κύριος με μπουρνούζι, που μετά έβγαλε το μπουρνούζι και το έδωσε στον έναν από τους δύο μαυροντυμένους και περπάτησε προς το μέρος που κολυμπούσα εγώ και φορούσε ένα μαγιό μαύρο που ήταν κολλητό και σκουφάκι και, καθώς περπατούσε, φορούσε τα γυαλάκια του, και ήταν κάπως ηλικιωμένος αλλά καλοστεκούμενος για ηλικιωμένος και είχε μουστάκι και περπατούσε με την ησυχία του μέσα στην παγωνιά και ήρθε στη διπλανή διαδρομή από τη δικιά μου και έβγαλε τις σαγιονάρες και βούτηξε με το κεφάλι και άρχισε να κολυμπάει ελεύθερο και ήταν ο πρώην πρωθυπουργός.

Ο παφλασμός της βουτιάς του σήκωσε κυματάκι και ήρθε προς το μέρος μου και προφανώς είχα ανοιχτό το στόμα, γιατί κατάπια λίγο νερό με όζον.

Είχα ακούσει ότι ο πρώην πρωθυπουργός έρχεται πότε-πότε και κολυμπάει σ’ αυτή την πισίνα, αλλά νόμιζα ότι είναι φήμη, αστικός μύθος. Είχαν περάσει μόλις λίγες εβδομάδες από τότε που είχε πάψει να είναι πρωθυπουργός, μετά από μια σειρά από μνημειώδεις γκάφες που αναστάτωσαν ολόκληρη την Ευρώπη, μια ιστορία μ’ ένα δημοψήφισμα ήταν, αν θυμάσαι, και είχε τέλος πάντων απομακρυνθεί από την πρωθυπουργία άρον-άρον και τη θέση του είχε πάρει ένας άλλος κυριούλης, μειλίχιος, μετά από διαδικασίες φρενήρεις σε μέρες αλλόκοτες, αγωνιώδεις, όπως είναι όλες πια.

Ο πρώην πρωθυπουργός ήταν αυτός που είχε ανακοινώσει στο Καστελόριζο την αρχή του τέλους της χώρας μου, και ήταν αυτός που στη συνέχεια δεν είχε κάνει και πολλά πράγματα για να επιβραδύνει αυτό το τέλος, να το κάνει πιο ευκολοχώνευτο και ήπιο. Το είχε αφήσει έτσι, να εκτυλίσσεται. Τις συνέπειες τις υποφέραμε όλοι, υποθέτω κι αυτός μαζί. Μα εκείνο το μεσημέρι κολυμπούσε ανέμελα, σαν να μην έχει έγνοιες.

Μου πέρασε απ’ το μυαλό να τον πνίξω.

Ήταν στη διπλανή διαδρομή, μόνο αυτό το σύρμα με τα πλαστικά πολύχρωμα δαχτυλίδια που επέπλεαν μας χώριζε. Κολυμπούσε ελεύθερο και κολυμπούσε πολύ καλά. Έπαιρνε ανάσα μετά από κάθε απλωτή, βγάζοντας το κεφάλι πάντα προς την ίδια πλευρά, τη δεξιά. Είχε καλό ρυθμό, τα πόδια τα χτυπούσε καλά, το στυλ του ήταν άνετο, δεν πιεζόταν, γλιστρούσε στο νερό με άνεση, αρκετά γρήγορα. Έκανε τις στροφές με τουμπίτσα, σαν επαγγελματίας.

Κολυμπούσε καλύτερα από μένα. Αφού πέρασε το πρώτο σοκ, σκέφτηκα ότι θα πρέπει ν’ αρχίσω να κολυμπάω πάλι. Μπορεί να με έβλεπαν οι τύποι της ασφάλειας του πρώην πρωθυπουργού, που τώρα κάθονταν σε καρέκλες, κοντά στο σημείο που κολυμπούσε το αφεντικό τους, αλλά διακριτικά, απομακρυσμένα, στον τοίχο, και μπορεί να τους έκανε εντύπωση που επέπλεα τόση ώρα χωρίς να κολυμπάω. Είχε αρχίσει το κεφάλι μου να κρυώνει εξάλλου. Ο Παβαρότι τραγούδαγε μαζί με τον Έλτον Τζον για το ότι θα ήθελαν να είναι άλογα κι εγώ άρχισα να κολυμπάω, εντελώς συμπτωματικά, όταν ο πρώην πρωθυπουργός έφτασε δίπλα μου από την αντίθετη κατεύθυνση, έκανε μια τουμπίτσα και τινάχτηκε προς τα μπρος.

Αρχίσαμε να κολυμπάμε δίπλα-δίπλα.

Εγώ όταν κολυμπάω βγάζω το κεφάλι προς τα αριστερά κι αυτός έβγαζε το κεφάλι προς τα δεξιά, οπότε δε βλέπαμε ο ένας τον άλλο, αλλά όταν έβαζα το κεφάλι μέσα, με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τον παφλασμό του στα δεξιά μου, κι έπαιρνα μια εικόνα. Εγώ δε φορούσα γυαλιά, αλλά αυτός φορούσε. Δεν ξέρω αν αυτά του επέτρεπαν να βλέπει το δικό μου παφλασμό. Στην αρχή οι παφλασμοί μας ήταν δίπλα-δίπλα. Μετά μου φάνηκε ότι με περνάει. Μετά το νερό έγινε λιγότερο λείο για μένα και κατάλαβα ότι κολυμπούσα στ’ απόνερά του.

Με περνούσε. Δεν είμαι πολύ καλός κολυμβητής, καθώς δε με έχει μάθει ποτέ κανένας να κολυμπάω κανονικά, κι έτσι κολυμπάω όπως ξέρω, κι έτσι έχω μόνο μία ταχύτητα κολύμβησης. Ο μόνος τρόπος που ξέρω για να πηγαίνω γρηγορότερα είναι να κάνω πιο γρήγορα την κίνηση των χεριών, πράγμα που με κουράζει πιο εύκολα και μου στερεί και μέρος της απόλαυσης. Αλλά όταν κατάλαβα ότι ο πρώην πρωθυπουργός που κολυμπάει δίπλα μου με περνάει, ότι ένας άντρας σχεδόν τριάντα χρόνια μεγαλύτερός μου, τον οποίο σκεφτόμουνα να πνίξω, με νικούσε, λύσσαξα. Άρχισα να κολυμπάω πιο γρήγορα, να χτυπάω τα πόδια πιο έντονα. Μαστίγωνα το ζεστό νερό σαν να μου φταίει για όλα, έφερνα τα χέρια ψηλά πάνω του και το χαστούκιζα, αδιαφορώντας για το νερό που σηκώνω ή τη φασαρία που κάνω, και μετά άρχισα να κλέβω αναπνοές, να βγαίνω για να εισπνεύσω στο πλάι κάθε τέταρτη απλωτή, ρίχνοντας ματιές προς τον παφλασμό στα δεξιά μου, και ξαφνικά το νερό άρχισα να το νιώθω πάλι λείο και ο παφλασμός ήρθε πάλι στην άκρη του βλέμματός μου. Τον έφτανα.

Τότε, φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής κι ακούμπησα την παλάμη μου και έβγαλα το κεφάλι απ’ το νερό και κοίταξα δίπλα και μόλις που πρόλαβα να δω ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε κάνει την τουμπίτσα του και πατούσε τα πλακάκια του τοιχώματος της πισίνας για να πάρει ώθηση για το επόμενο 25άρι. Άρχισα να κολυμπάω, φρενήρης.

Έβγαζε το κεφάλι προς τα δεξιά, εγώ έβγαζα το κεφάλι προς τ’ αριστερά. Αυτή τη φορά κοιταζόμασταν.

Ξεκινώντας ήταν λίγο μπροστά μου, αλλά κολυμπούσε νωχελικά, με σταθερό ρυθμό, κι έτσι μετά από τέσσερις μανιώδεις απλωτές τον έφτασα και προσπάθησα να προσαρμοστώ στο ρυθμό του. Έμοιαζε να κάνει λιγότερες απλωτές από μένα και ήταν δύσκολο να πηγαίνω το ίδιο γρήγορα με τον ίδιο ρυθμό. Τα γυαλιά του ήταν σκούρα μπλε. Δεν καταλάβαινα αν με κοιτούσε, όταν έβγαινε για ανάσα.

Ήταν ηλικιωμένος, αλλά ήταν δυνατός. Δεν ήταν πιο ψηλός από μένα και είχε μεν περισσότερα κιλά, αλλά ήταν κιλά της ηλικίας, κιλά αναπόφευκτα, από αυτά που θα προσπαθούσε να ξεφορτωθεί με προσπάθεια και αγωνία, και δε θα μπορούσε. Αν παλεύαμε, τον είχα. Αλλά το πνίξιμο είναι δύσκολη υπόθεση. Δεν είναι εύκολο να πνίξεις έναν άνθρωπο. Πρέπει να τον κρατήσεις κάτω από το νερό για πολλή ώρα, να καταστείλεις την αντίδρασή του για όλη αυτή την ώρα και ταυτόχρονα να μην πνιγείς κι εσύ. Θα μπορούσα, θεωρητικά. Αλλά θα χρειαζόμουν πολλή ώρα. Μπορεί δέκα λεπτά. Δεν είχα δέκα λεπτά. Οι μπράβοι του θα το έπαιρναν χαμπάρι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, θα ήταν μέσα στην πισίνα και θα με τραβολογούσαν πριν καν καταλάβει ο πρώην πρωθυπουργός τι συμβαίνει, και βέβαια θα το καταλάβαιναν και οι άλλοι, η γριά και ο σφίχτης, και σίγουρα αμέσως θα το έπαιρναν χαμπάρι και οι δημόσιοι υπάλληλοι στο γραφειάκι τους, και θα ερχόταν ο ναυαγοσώστης και θα βουτούσε κι αυτός, και πιθανότατα θα έτρωγα και κάμποσο ξύλο μέχρι να με τραβήξουν έξω και να με πάνε στο γραφειάκι (πόσο πονάει, άραγε, όταν σε δέρνουν; Δεν έχω φάει ποτέ ξύλο, δεν ξέρω), όπου θα περιμέναμε να έρθει η αστυνομία για να με συλλάβει, και στη συνέχεια θα με μετέφεραν στη ΓΑΔΑ και εν τω μεταξύ θα το είχαν πάρει χαμπάρι τα ειδησεογραφικά μπλογκς και στην αρχή δε θα ήξεραν ποιος είμαι, θα έγραφαν μόνο ότι «άγνωστος άντρας επιτέθηκε στον πρώην πρωθυπουργό στην πισίνα», αλλά αργά ή γρήγορα θα διέρρεε τ’ όνομά μου και τα sites και η τηλεόραση θα πλημμύριζαν με το πρόσωπό μου, τη γνωστή φωτογραφία που εμφανιζόταν σε κάθε ενυπόγραφο άρθρο μου στην εφημερίδα, τη μόνη που είχα, στην οποία έμοιαζα αλλήθωρος και βλοσυρός, κανονικός εγκληματίας, ανισόρροπος, και ο πατέρας μου θα ερχόταν από την Κρήτη και ο αδερφός μου θα προσπαθούσε να βρει δικηγόρο και οι αναρχικοί φίλοι του Νικήτα θα έβγαζαν ανακοινώσεις στήριξης και μετά η ιστορία μου θα γινόταν περισσότερο γνωστή, οι εφημερίδες θα τη μάθαιναν από φίλους και παλιούς συναδέλφους, την τραγική μου ιστορία της απώλειας, και η εικόνα της κοινής γνώμης θα άλλαζε, η αφήγηση θα εμπλουτιζόταν, θα μετατρεπόμουν από θύτης σε θύμα, ένας άνεργος, μόνος, ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα και δεν έχει πια να χάσει τίποτα, ένα σύμβολο, ένα πρότυπο, ένας ήρωας, και στη φυλακή οι συγκρατούμενοι θα μου φέρονταν συντροφικά, θα μου έδιναν συγχαρητήρια, κι αν κανείς προσπαθούσε να με βιάσει ή να με σφάξει οι σκληροί κατάδικοι με τη χρυσή καρδιά θα με προστάτευαν, δε θα με πείραζε κανένας, γιατί θα ήξεραν ότι και η δικιά μου καρδιά είναι αγνή και πληγωμένη, και θα καταδικαζόμουν αλλά με αναστολή και θ’ αποχαιρετούσα τους φίλους ζωής που έκανα στη φυλακή και θα έβγαινα σε μια κοινωνία που θα με περίμενε με αγκαλιές ανοιχτές, έτοιμη να με αποζημιώσει για όσα μου έχει κάνει, και θα συναντούσα και τον πρώην πρωθυπουργό, που θα μου έλεγε ότι με συγχωρεί και πως με καταλαβαίνει, και μπορεί να πηγαίναμε μαζί για να κολυμπήσουμε ίσως, και μπορεί να μου μάθαινε να κολυμπάω σωστά όπως αυτός.

Αποφάσισα να μην τον πνίξω.

Γιατί να τον πνίξω; Γιατί σκεφτόμουν έτσι; Γιατί το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου, όταν αυτός ο άνθρωπος, εξήντα χρονών άνθρωπος, βούτηξε δίπλα μου για να κολυμπήσει, ήταν αυτό; Ήταν το έγκλημά του τόσο μεγάλο; Ήταν υπεύθυνος για το ότι δεν είχα δουλειά και για το ότι ήμουν χαλασμένος από μέσα μου, ναι, αλλά έμμεσα. Γρανάζι της μηχανής, οπωσδήποτε. Μα πόση ευθύνη του αναλογεί; Μεγαλύτερη από όση αναλογεί σε αυτούς που τον επέλεγαν και του ανέθεταν τις ευθύνες δεκαετίες τώρα; Μεγαλύτερη από όση αναλογεί σ’ εμένα; Δεν είμαι σίγουρος.

Ήταν κακός άνθρωπος; Ήθελε να κάνει κακό στη χώρα του και σ’ εμένα; Ή απλά ήταν ανίκανος και δεν μπορούσε να κάνει όσο καλό ήθελε; Έχει διαφορά; Νομίζω πως έχει. Και πώς μπορεί να είναι κακός άνθρωπος; Του αρέσει το κολύμπι, όπως και σ’ εμένα. Είναι περίεργος, κάπως αλαφροΐσκιωτος, στην κοσμάρα του. Όπως εγώ. Ξέρω ιστορίες γι’ αυτόν. Έχω κριτήριο. Μια φορά είχε εμφανιστεί στο λόμπι ξενοδοχείου μπροστά στην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ με το μπουρνούζι, και της είχε πει «πάω μία στην πισίνα στο υπόγειο, και τα λέμε μετά». Δεν ήταν σαν τους άλλους πολιτικούς, κομματόσκυλο διψασμένο για εξουσία και χρήμα. Δεν έμοιαζε τέτοιος. Έτσι νομίζω. Έκανε κανόε καγιάκ και έβγαινε με τη γυναίκα του για φαΐ και είχε ενδιαφέροντα και έμοιαζε να στύβει κάθε ανθρώπινη εμπειρία μέχρι να μαζέψει όσο ζουμί βγαίνει, να εκμεταλλεύεται κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου του, κάθε τελευταίο νευρώνα του εγκεφάλου του για να δοκιμάσει, να μάθει, να γεμίσει μνήμες αχόρταγα. Γιατί το πρώτο ένστικτό μου ήταν να τον πνίξω; Πώς μετατρέπεται η δυστυχία σε βία, σε δίψα για εκδίκηση μες στο μυαλό μου;

Εκείνο το ηλιόλουστο, παγωμένο μεσημέρι, κολυμπώντας δίπλα στον πρώην πρωθυπουργό, κατάλαβα ότι έχω μέσα μου αυτή τη δίψα έντονη. Το συναίσθημα ήταν περίπλοκο και γνώριμο και ήξερα ότι το έχω μέσα μου πολύ καιρό, μήνες σιγόβραζε, κι εκείνη τη μέρα το αναγνώρισα για πρώτη φορά.

Δεν μπορούσα να συντονιστώ στο ρυθμό του σ’ εκείνο το 25άρι, γι’ αυτό άρχισα πάλι να μαστιγώνω το νερό με όλη μου τη δύναμη, άλλαξα στόχο, αποφάσισα να τον κερδίσω. Κολυμπούσα μανιασμένα, συμφιλιωμένος με την ιδέα ότι κολυμπώ μαζί του, νιώθοντας κάπως κοντά του πια, συντροφικά σχεδόν, κι ας μην ήξερα αν έχει καταλάβει καν ότι εδώ κάνουμε αγώνα ταχύτητας, ή ότι υπάρχω. Στο τέλος οι ανάσες μου τελείωσαν, ένιωσα ότι πνίγομαι και, κάνοντας τις τελευταίες απλωτές προς τα πλακάκια, ξεκάθαρα πρώτος, ήπια δυο γουλιές νερό με όζον κι αφού σταμάτησα, νικητής, άρχισα να βήχω. Ο πρώην πρωθυπουργός εν τω μεταξύ έκανε την τουμπίτσα του και συνέχισε να κολυμπάει, ανέμελα, αδιαφορώντας γι’ αυτή τη μικρή του ήττα, ίσως και για τις υπόλοιπες.

 

Το ίδιο βράδυ βγήκα με τη Χριστίνα για πρώτη φορά και δεν της είπα πως για μήνες ήμουν ανίκανος να νιώσω οτιδήποτε, πως ανησυχούσα για την υγεία μου επειδή δεν πεινούσα καθόλου και δε μου σηκωνόταν και πώς μετά, σιγά-σιγά, άρχισε από μόνος του ο οργανισμός μου να λειτουργεί φυσιολογικά. Της είπα μόνο για τον πρώην πρωθυπουργό που είχε κολυμπήσει δίπλα μου λίγες ώρες πριν, και ότι μου είχε έρθει η ιδέα να τον πνίξω. Το συζητήσαμε για πολλή ώρα και μου εξήγησε ότι είναι φυσιολογική αντίδραση, ότι όλοι είναι πολύ θυμωμένοι. Αυτή δεν έμοιαζε καθόλου θυμωμένη. Ήταν μια όαση ηρεμίας. Την κάλεσα στο σπίτι μου μετά το ποτό και αρνήθηκε, και δε με πείραξε, γιατί ήξερα ότι θα ξαναβγαίναμε.

Έτσι αρχίσαμε να βλεπόμαστε, οι δυο μας, και για το διάστημα που πέρασε οι συναντήσεις μας ήταν οάσεις ηρεμίας στη διαρκή τρικυμία του μυαλού μου, που χειροτερεύει ολοένα.

Η τρικυμία μου δεν την αφήνει ανεπηρέαστη όμως.

 

Σήμερα μιλήσαμε στο τηλέφωνο αρκετή ώρα, κάτι που ποτέ δεν κάναμε. Ούτε ο γραπτός λόγος είναι αρκετός, μερικές φορές, για να επικοινωνήσεις φυσιολογικά. Γράφεις ένα μήνυμα και το καταλαβαίνεις κάπως στο μυαλό σου, και το στέλνεις, και ο παραλήπτης το διαβάζει, αυτές τις ίδιες λέξεις, και καταλαβαίνει κάτι εντελώς αλλιώτικο. Συμβαίνει συχνότερα όταν υπάρχει μια προϊστορία ανάμεσα στους δύο.

Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι καθώς συνέβαιναν όλ’ αυτά τα δράματα, απλωμένος μόνος στο σαν σύννεφο στρώμα, με τις πιτζάμες και τις φόρμες που φοράω, και κοιτούσα το ταβάνι και πότε-πότε σήκωνα το κινητό και κοίταγα και απάνταγα, μέχρι που έγινε σαφές ότι κάπου δεν καταλαβαινόμαστε, σαν κάπως περίεργα να είναι αυτά που λέμε, και η Χριστίνα με πήρε τηλέφωνο.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι γιατί σκέφτομαι πιο ορθολογικά όρθιος.

«Δεν μπορείς να μου φέρεσαι έτσι», είπε, και δεν ξέρω αν έκλαιγε πριν ή αν ήταν έτοιμη να κλάψει αμέσως μετά. «Δεν το αξίζω».
«Το ξέρω. Δεν τα εννοώ όπως νομίζεις αυτά που γράφω στα μηνύματα. Δεν τα γράφω σωστά».
«Δεν εννοώ αυτά που γράφεις».
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ τα πάντα. Νιώθω ότι κάνω πολύ μεγάλη προσπάθεια. Κι ότι δε θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο».
«Συγγνώμη, που σε κάνω να υποφέρεις».
«Ορίστε, πάλι το κάνεις».
«Τι έκανα πάλι;»
«Αυτή η ειρωνεία, αυτή η επίθεση. Γιατί το κάνεις;»
«Ποια ειρωνεία;»
«Με κοροϊδεύεις σε κάθε ευκαιρία».
«Δε σε κοροϊδεύω».
«Έχω την εντύπωση ότι μου μιλάς κανονικά και στην πραγματικότητα ψάχνεις ευκαιρία να με πληγώσεις και μερικές φορές σου ξεφεύγει».
«Δεν κάνω τίποτα τέτοιο. Ποτέ δε σε κοροϊδεύω».
«Εγώ έτσι εκλαμβάνω και το ύφος σου και αυτά που λες μερικές φορές».
«Δεν ισχύει».
«Δεν αρκεί να μου λες “δεν ισχύει”».
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Να σταματήσεις να το κάνεις. Να μου μιλάς όπως πρέπει».
«Μα δεν καταλαβαίνω ότι το κάνω».
«Δεν μπορεί να μην το καταλαβαίνεις».
«Δεν το καταλαβαίνω. Δε θέλω να σε κάνω να νιώθεις άσχημα».
«Εγώ αντιλαμβάνομαι το αντίθετο. Πιστεύω ότι μερικές φορές θέλεις να με κάνεις να νιώθω άσχημα και δεν καταλαβαίνω το γιατί».

Ούτ’ εγώ το καταλαβαίνω.

Ήταν η πρώτη μας σοβαρή συζήτηση και δε μου άρεσε που γινόταν από το τηλέφωνο. Θα προτιμούσα να τα λέγαμε αυτά από κοντά. Και θα προτιμούσα και να έχω γράψει μερικά πράγματα πριν τα πούμε. Είμαι σίγουρος ότι θα ήμουν πιο ετοιμόλογος και πιο πειστικός αν την είχα μπροστά μου, και αν είχα σκεφτεί λίγο περισσότερο πράγματα που ανέβαλλα να σκεφτώ εδώ και καιρό. Τώρα δεν υπάρχει πολύς καιρός ακόμα και πρέπει να το κάνω σωστά. Επίσης πάντα προτιμώ το να την κοιτάζω απ’ το να μην την κοιτάζω.

Στις παύσεις της κουβέντας, που ήταν πολλές, άκουγα τον από πάνω που πανηγύριζε σε κάθε απόκρουση ενός τερματοφύλακα με γυναικείο όνομα.

«Δε θέλω να τα πούμε από το τηλέφωνο», είπα.
«Πρέπει να τα πούμε όμως, γιατί εγώ στενοχωριέμαι».
«Δεν έχω συνηθίσει να σου μιλάω στο τηλέφωνo και κομπλάρω, νιώθω ότι δε λέω σωστά αυτά που σκέφτομαι και γι’ αυτό δεν μπορείς να καταλάβεις τι σκέφτομαι και με παρεξηγείς».
«Θες να έρθεις αύριο βράδυ στο σπίτι; Θα μαγειρέψω».
«Όχι αύριο, δεν μπορώ. Έχω να πάω στα μπουζούκια».
«Στα ποια;»
«Στα μπουζούκια».
«Από πότε πας στα μπουζούκια;»
«Μια εταιρεία κάνει μια εκδήλωση και μ’ έχουν καλέσει», είπα ψέματα.
«Νόμιζα ότι δε σου αρέσουν τα μπουζούκια».
«Τα σιχαίνομαι».
«Τότε γιατί πας;»
«Δημόσιες σχέσεις».
«Νόμιζα ότι δε σου αρέσουν οι δημόσιες σχέσεις».
«Τις σιχαίνομαι. Αλλά αν δεν κάνω έστω τα υποτυπώδη, θα με ξεχάσουν τελείως και δε θα ξαναβρώ δουλειά ποτέ».

Τα ψέματα που της είχα πει ήταν υπερβολικά πολλά πια και άρχισα να νιώθω δυσφορία. Δεν κατάλαβα αν την ένοιαξε που δεν την κάλεσα.

«Μεθαύριο;»
«Μεθαύριο είναι Σάββατο;»
«Ναι».
«Εντάξει, μπορεί μεθαύριο».
«Είναι και τα Όσκαρ την Κυριακή».
«Και λοιπόν;»
«Μαζευόμαστε οι τρεις φίλες και τα βλέπουμε κάθε χρόνο».
«Α, ωραία».
«Φέτος όμως η Χρύσα θα πάει τριήμερο στο Παρίσι με τον άντρα της και η Ελευθερία ζει στην Αγγλία».
«Α, μάλιστα».
«Θες να έρθεις να τα δούμε μαζί;»
«Αργά τη νύχτα δεν είναι;»
«Ναι, ξημερώματα».
«Δεν έχεις να πας στη δουλειά;»
«Δεν έχει δουλειά, είναι Καθαρή Δευτέρα».

Της είπα ότι είναι ωραία ιδέα, και γιατί όχι, να τα δούμε. Ήταν ένας καλός τρόπος να κλείσουμε το τηλεφώνημα ευχάριστα και κάπως αισιόδοξα.

Λίγο αργότερα με πήρε τηλέφωνο ο αδερφός μου, για να μου θυμίσει ότι με περιμένει την Καθαρή Δευτέρα για να φάμε οικογενειακώς. Με ρώτησε αν θα φέρω και την κοπέλα μου. Του είπα όχι.