ΚΑΘΩΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΑ τις σκάλες άνοιξε η πόρτα του ενός από τα διαμερίσματα του πρώτου και ο κύριος Λεωνίδας βγήκε και μου είπε καλησπέρα και τι κάνω και αν βρήκα δουλειά. Ήταν σαν να περίμενε πίσω από την πόρτα για ν’ ακούσει βήματα ή δεν ξέρω τι άλλο. Με ρώτησε αν έχω τα κοινόχρηστα. Είπα πως θα τα έχω μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Ρώτησα αν είναι καλά και αν χρειάζονται τίποτα. Μου είπε ότι ο κύριος Ηλίας δεν κοιμάται καλά τα βράδια, βλέπει εφιάλτες. Ο ίδιος κοιμάται σαν πουλάκι. Μετά, με ρώτησε κάτι άλλο. Με ρώτησε πώς πάει το βιβλίο μου. Καλά, του είπα.

Πήγα με το αυτοκίνητο μέχρι το σταθμό του τρένου, μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων, γιατί έβρεχε.

Ο προορισμός μου ήταν κοντά στο Σύνταγμα, αλλά στο κέντρο είχαν κλείσει σταθμοί του μετρό γιατί είχαν συγκέντρωση συνδικαλιστές, οπότε κατέβηκα στην Ομόνοια, που μύριζε σαν βρεγμένος σκύλος. Στο σταθμό οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν σαν να μη θυμούνται πού θέλουν να πάνε. Ένας λαχειοπώλης φώναξε σε μια κυριούλα «Μάνα, πήραμε το δάνειο, μάνα. Πήραμε τη δόση». Οι άλλοι λαχειοπώλες δε φώναζαν τίποτα. Οι διαφημιστικές πινακίδες ήταν λευκές, χωρίς διαφημίσεις. Ένα κιγκλίδωμα έκλεινε ένα κομμάτι του σταθμού σε μια γωνία. Μέσα από το κιγκλίδωμα δεν υπήρχε τίποτα.

Στην επιφάνεια η βροχή έπεφτε δυνατά και υπό γωνία. Ένας θλιμμένος αλλοδαπός κρατούσε ένα μπουκέτο πολύχρωμες κλειστές ομπρέλες και προσπαθούσε να τις πουλήσει σε ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν κρατώντας ανοιχτές ομπρέλες. Ο ίδιος δεν κρατούσε ανοιχτή ομπρέλα, βρεχόταν και δεν τον ένοιαζε. Στα περίπτερα κρέμονταν πολύχρωμα περιοδικά με γυμνές και κυριλλικά γράμματα. Τα σκουπίδια γέμιζαν τα φρεάτια, κάθε δεύτερο βήμα ήταν βουτιά σε λακκούβα. Τα αυτοκίνητα κατάβρεχαν τα πεζοδρόμια σπινιάροντας σε λίμνες από λασπόνερα.

Η βροχή έπαιζε μουσική στον τσίγκο που κάλυπτε προσόψεις κλειστών καταστημάτων. Κάτω από ένα περβάζι καθόταν ένας μεσήλικας λούστρος που περίμενε φρενοβλαβείς πελάτες. Ποιος θα πήγαινε να καθαρίσει τα παπούτσια του με τέτοια βροχή;

Μπήκα σε μια καφετέρια για να περιμένω να κοπάσει η βροχή πριν συνεχίσω τον ποδαρόδρομο και επειδή είχα αρκετή ώρα για το ραντεβού και δε βιαζόμουν καθόλου. Κάθισα στην τελευταία θέση ενός μεγάλου τραπεζιού, όπου νεαροί με λάπτοπ μελετούσαν κι έγραφαν. Δεν είχα μαζί μου λάπτοπ, οπότε άρχισα να κοιτάζω στο κινητό μου. Παρήγγειλα τσάι.

Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν δύο κοπέλες. Η μια είχε πολύ κοντά ξανθά μαλλιά και ροδαλά μάγουλα και η άλλη μακριά μαλλιά και είχε ξυρίσει το δεξιό της κρόταφο, και οι κοπέλες μιλούσαν πολύ και από πολύ κοντά και η ξανθιά γελούσε συνεχώς και πολύ συχνά έσκυβε προς την πλευρά της ξυρισμένης και τη φιλούσε στο μάγουλο. Δεν έβλεπα το πρόσωπο της ξυρισμένης. Μετά από λίγο ήρθε μια φίλη τους που είχε κι αυτή μακριά μαύρα μαλλιά και δεν τα είχε ξυρίσει καθόλου και φορούσε λευκό μάλλινο σκουφί και το δέρμα της ήταν σοκολατί και τα μάτια της ήταν σχιστά και ήταν πολύ όμορφη. Η ξανθιά σταμάτησε να φιλάει πολύ συχνά την ξυρισμένη και οι δυο τους δεν κάθονταν πια πολύ κοντά. Ήταν και οι τρεις πολύ πάνω απ’ τη γραμμή μου.

Ο διπλανός μου είχε ένα λάπτοπ σαν αυτό που έχω εγώ και είχε πολλά μαλλιά και μούσια. Μπορούσα να δω την οθόνη του. Είχε ανοιχτό ένα αρχείο κειμένου που πάνω-πάνω έγραφε: «Μια Εναλλακτική Προσέγγιση» του Νικολάου Παπανικολάου. Ποιου πράγματος; αναρωτήθηκα. Των κανόνων τονισμού;

Στην άλλη πλευρά δυο τύποι μιλούσαν για την επιχειρηματική προοπτική μιας ταβέρνας στην Κρήτη. «Υπάρχουν κάποια πάγια έξοδα», έλεγε ο ένας, «όπως τα πρόστιμα που θα πληρώνεις στο Δήμο για να βγάζεις τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Αλλά υπάρχει ένας άνθρωπος στη Νομαρχία. Πας και του δίνεις ένα ποσό, δυο χιλιάρικα το χρόνο περίπου, και η Αστυνομία δεν έρχεται για έλεγχο συχνά».

Στην καφετέρια όλοι κάπνιζαν.

Διάβαζα στην οθόνη του κινητού μου για ζόρια πτωχευμένων εκδοτών και μετά άρχισε να έρχεται όλο και περισσότερος κόσμος και κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει και ξαφνικά κάποιοι σηκώθηκαν σε μια γωνία και άρχισαν να μιλάνε σ’ ένα μικρόφωνο για την κρίση και γιατί πρέπει να πτωχεύσουμε και να φύγουμε από το ευρώ, μακριά από τους ξένους που μας μισούνε και μας στραγγαλίζουνε και να πάρουμε το μέλλον στα χέρια μας και οι υπόλοιποι τους άκουγαν σαν σε μέθεξη και ενίοτε χειροκροτούσαν, κι εγώ έφυγα, κι ας έβρεχε ακόμα.

Περπάτησα στους στενούς δρόμους που ήταν γεμάτοι με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και στους πεζόδρομους που ήταν επίσης γεμάτοι με παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Στη μέση ενός πεζόδρομου είδα μια μεγάλη, ανοιχτή και αναποδογυρισμένη ομπρέλα με δυο βρόμικα χαρτιά μέσα. Οι τοίχοι και οι πόρτες των κτηρίων ήταν καλυμμένοι από graffiti και το graffiti καλυμμένο από άλλο graffiti. Ο δρόμος ήταν μια κακοφωνία χρωμάτων. Όποιοι έμεναν εκεί μάλλον θα είχαν διαρκώς πονοκέφαλο ή διαρκώς κλειστά παντζούρια ή και τα δύο. Κάπου μακριά συνδικαλιστές φώναζαν συνθήματα απαιτώντας κεκτημένα.

Βγήκα στη Βασιλίσσης Σοφίας, στο ύψος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, και τη διέσχισα και περπάτησα την Ηρώδου Αττικού, που από τη μια πλευρά έχει τα δέντρα του Εθνικού Κήπου, που στη γκρίζα καταχνιά έμοιαζαν μίζερα και σουρομαδημένα. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν πολυκατοικίες με διαμερίσματα που μέχρι πρόσφατα αξίζαν εκατομμύρια και με υπουργεία και επίσης το Μέγαρο Μαξίμου και το Προεδρικό Μέγαρο. Μια κάθετη στην Ηρώδου Αττικού οδός λέγεται Λυκείου και είναι ένα στενό και ήσυχο δρομάκι από όπου σπάνια περνούν αυτοκίνητα, γεμάτο πολυκατοικίες με διαμερίσματα που μέχρι πρόσφατα αξίζαν εκατομμύρια.

Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα με σκατούλες σκύλων και αυτό το συνειδητοποίησα όταν πάτησα μία. Ήταν υγρή και πολύ μεγάλη. Κάθισα για ένα τέταρτο στη στεγνή είσοδο της πιο κοντινής πολυκατοικίας και έτριβα τη σόλα μου με όσα χαρτομάντιλα είχα στην τσέπη για να φύγουν τα σκατά. Δεν έκανα την καλύτερη δουλειά που θα μπορούσα να κάνω, επίτηδες. Άφησα τα χαρτομάντιλα έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας, πράγμα που μπορεί να μην ήταν δίκαιο, αλλά πιθανότατα ήταν. Όταν ο Ιάκωβος Δέμτσης μου άνοιξε την πόρτα, του έσφιξα το χέρι πολύ σφιχτά.

Ο Ιάκωβος Δέμτσης είναι ένας ψηλός άντρας, με μαλλιά πλούσια και πυκνά και γκρίζα, που τα έχει πάντα μακριά και χτενισμένα σε μια περίεργη χωρίστρα, που κάνει μέρος τους να πέφτει στο μέτωπο με τρόπο που σε αναγκάζει ασυναίσθητα να κοιτάξεις προς το πίσω μέρος του κεφαλιού του για να δεις αν έχει αλογοουρά. Δεν έχει. Έχει ένα γκρίζο γένι με απόχρωση ολόιδια με των μαλλιών του και φορά κοκκάλινα γυαλιά, τα οποία βγάζει και ξαναβάζει συχνά κατά τη διάρκεια της συζήτησης, πράγμα που κάνει τα επιχειρήματά του πιο αξιοσέβαστα. Κάτι άλλο που κάνει τα επιχειρήματά του ακόμα πιο αξιοσέβαστα: η πίπα.

Ο Ιάκωβος Δέμτσης κοιτάζει τον περισσότερο κόσμο από ψηλά κι αυτό φαίνεται από τη στάση του, που είναι λίγο σκυφτή, σαν να μη θέλει απλά να είναι μπροστά σου, σαν να θέλει να είναι από πάνω σου.

«Τι κάνεις, παιδί μου, είσαι καλά;» μου είπε με τη βροντερή φωνή του, που αντηχούσε στα τοιχώματα του στήθους οποιουδήποτε τον άκουγε. «Πέρασε μέσα».

Το «μέσα» ήταν ένα πολύ διάσημο και μεγάλο αρχιτεκτονικό γραφείο, το μέρος όπου σχεδιάζονται μερικές από τις μεγαλύτερες επαύλεις των πλουσίων της Ελλάδας. Ο Δέμτσης είναι ο ιδιοκτήτης του αρχιτεκτονικού γραφείου. Είναι πολύ πλούσιος. Μέχρι πέρυσι ήταν ο πεθερός μου.

Το αρχιτεκτονικό γραφείο βρίσκεται στον πρώτο όροφο ενός παλιού ανακαινισμένου νεοκλασικού τριώροφου, που είναι γεμάτο με ξύλο, τέχνη στους τοίχους και ξύπνια κεφάλια μπροστά σε μεγάλες λαμπερές οθόνες.

Υπάρχει ένας μακρύς διάδρομος που οδηγεί στο πίσω μέρος του ορόφου, μια σκάλα που οδηγεί στον από πάνω όροφο, όπου μια άλλη εταιρεία έχει γραφεία, και στη δεξιά πλευρά πόρτες ανοίγουν σε διάφορα ψηλοτάβανα δωμάτια. Το πρώτο δωμάτιο είναι μεγάλο κι εκεί μπήκαμε. Είναι ταυτόχρονα το γραφείο του Δέμτση και αίθουσα συνεδριάσεων. Μέσα του βρίσκεται ένα τεράστιο γραφείο μ’ ένα γιγάντειο υπολογιστή, μεγάλο τζάκι, μια πανύψηλη βιβλιοθήκη και ένα μακρύ μοναστηριακό τραπέζι στη μέση, με διάφανες πλαστικές καρέκλες γύρω-γύρω. Έχω ξαναμπεί εδώ μόνο άλλη μία φορά. Είναι το πιο ωραίο δωμάτιο που έχω δει στη ζωή μου. Το πάτωμα είναι ξύλινο και λείο και σκούρο. Οι σανίδες είναι τόσο στενά και άψογα συνδεδεμένες μεταξύ τους που μοιάζουν σαν ενιαία επιφάνεια. Είναι σαν ένα δάσος γυμνών σφιχταγκαλιασμένων δέντρων να έχει γείρει και να έχει ξαπλώσει και μετά ένας οδοστρωτήρας να έχει περάσει από πάνω πολλές-πολλές φορές. Έτριβα κάτω το πόδι που είχε πατήσει τα σκατά, ασυναίσθητα κι εμφατικά.

Ο Ιάκωβος Δέμτσης είναι ένας άνθρωπος που εμπνέει δέος σε όποιον τον γνωρίζει και, αν και δεν είναι ιδιαίτερα γοητευτικός ή πνευματώδης, καταφέρνει να κερδίσει το σεβασμό μόνο και μόνο με τη φυσική του παρουσία, με την αυταρέσκεια και την αυτοπεποίθηση, που σαν να εκκρίνονται απ’ τους πόρους κι απ’ την πίπα του και δημιουργούν μιαν αύρα γύρω του, που την αντιλαμβάνονται όλοι, και μόλις μπαίνει στο δωμάτιο ξέρουν ότι αυτός που ήρθε είναι αφεντικό, δεν είναι υπάλληλος, δε δέχεται διαταγές, ποτέ δε δεχόταν.

Ποτέ δε με συμπάθησε.

Είμαι ένας άντρας 32 χρονών, τώρα, και άρα οι κοινωνικές συμβάσεις μου επιτρέπουν λίγο πολύ να μιλάω στον ενικό σχεδόν σε όλους τους ανθρώπους στη Γη. Στον Δέμτση δε μίλησα ποτέ στον ενικό.

Τον γνώρισα μια Καθαρά Δευτέρα πριν από έξι χρόνια, αν θυμάμαι καλά, όταν η Ζωή με είχε πάει στο σπίτι της μάνας της στην Πολιτεία για να φάμε μπακαλιάρους και ταραμοσαλάτες. Το σπίτι βέβαια το είχε χτίσει ο Δέμτσης, πολλά χρόνια νωρίτερα, όταν ακόμα οι τρεις τους ήταν οικογένεια. Ήταν απλό και λιτό και μεγάλο, όλο παραλληλόγραμμους χώρους και λευκή άπλα. Τότε στο σπίτι αυτό ζούσε η μάνα της Ζωής με τον άντρα της, έναν μεγάλης ηλικίας κύριο. Ακόμα εκεί ζουν. Ο κύριος είναι πλέον εβδομήντα χρονών. Κάποια δουλειά έκανε σε μια τράπεζα, ποτέ δεν κατάλαβα. Ο Δέμτσης είχε έρθει με τη σύντροφό του –δεν μπορώ να γράψω «γκόμενα»–, που αργότερα θα γινόταν και γυναίκα του, η οποία ήταν τριάντα δύο χρονών τότε και είναι τριάντα οκτώ χρονών τώρα και ήταν σαν βγαλμένη από διαφήμιση για αμερικάνικα εσώρουχα τότε και είναι πολύ πιο όμορφη τώρα. Εμφανίζεται συχνά στην τηλεόραση τα πρωινά, μπορεί να την έχεις δει.

Όλοι αυτοί ήταν καλεσμένοι σ’ εκείνο το μεσημεριανό γεύμα και η Ζωή μ’ έφερνε για να με δείξει πρώτη φορά. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν καλύτερα έτσι, πως όταν οι γονείς της είναι με τους συντρόφους τους είναι πολύ πιο ήπιοι και ανθρώπινοι, και θα μου φέρονταν καλύτερα. Όταν είναι μόνο οι δυο τους, δε χρειάζεται να υποκρίνονται.

Ο Δέμτσης με αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή κι εγώ αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή τον Δέμτση. Αυτός με αντιπάθησε επειδή πίστευε ότι η κόρη του άξιζε έναν άντρα πολύ καλύτερο, άλλης κατηγορίας, διαφορετικής κλάσης, σχεδόν άλλου είδους, άλλου κρίκου στην τροφική αλυσίδα. Άξιζε ένα νικητή, έναν πετυχημένο. Χρειαζόταν ένα αφεντικό, όχι έναν υπάλληλο. Εγώ τον αντιπαθούσα επειδή μου θύμιζε ότι είχε δίκιο.

«Άκου», μου είχε πει ένα επόμενο καλοκαίρι, όταν είχαμε πάει εκδρομή στο εξοχικό του στο Πόρτο Χέλι κι ενώ η Ζωή κολυμπούσε στην πισίνα και δε μας άκουγε, «πιστεύω ότι δεν είσαι καλό ταίρι για την κόρη μου».
«Κρίμα», είχα πει, «γιατί αργότερα, στο φαγητό, θα σας ανακοινώσει ότι θα παντρευτούμε».

Το ότι δεν ήμουν πλούσιος, όμορφος και χαρισματικός βοήθησε στο να μην τον βλέπω πάρα πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της ζωής μας, γιατί δεν ήθελε και πολύ να με βλέπει. Επίσης, το ότι η αντιπάθειά του ήταν τόσο εμφανής (είναι ανίκανοι τέτοιοι τύποι να υιοθετούν συμπεριφορές που πάνε κόντρα στη γνώμη τους, γιατί τίποτα δεν είναι σημαντικότερο από τη γνώμη τους) βοήθησε στο να με συμπαθήσει η μάνα της Ζωής, η κυρία Σοφία. Ο μόνος λόγος που με συμπάθησε η κυρία Σοφία ήταν ότι με αντιπάθησε ο Δέμτσης. Κατά τα άλλα, μέχρι σήμερα δεν ξέρει σχεδόν τίποτα για μένα.

Ωστόσο, η επίδραση του Δέμτση ως πατρική φιγούρα στη ζωή της Ζωής επηρέασε τη σχέση μας πολύ. Αν δεν είχε αυτό το έντονο πρότυπο, η Ζωή δε θα είχε καμία ανάγκη να κάνει μιαν επανάσταση και ποτέ δε θα βρισκόταν με κάποιον σαν εμένα. Θα είχε άλλης μορφής αυτοπεποίθηση, περισσότερη ειρήνη μέσα της, λιγότερο αυθορμητισμό, περισσότερη λογική. Οπότε, από αυτή την άποψη, οφείλω ένα ευχαριστώ στον Δέμτση. Από την άλλη, πολλές φορές, στις πιο δύσκολες στιγμές μας, που δεν ήταν πολλές, έβλεπα στο βλέμμα και στον τόνο της φωνής της να βγαίνει λίγος Δέμτσης, αυτή η αλαζονεία και η αυταρέσκεια του ανθρώπου που έχει το δίκιο και τη δύναμη να το επιβάλλει.

Αυτό που έχω καταλάβει είναι το εξής: Αν οι γιοι καταστρέφονται από ασφυκτικές μανάδες, οι κόρες καταστρέφονται από εντυπωσιακούς μπαμπάδες.

Δεν ήξερα γιατί με είχε φωνάξει ο Δέμτσης σήμερα και δε μου άρεσε καθόλου που τον έβλεπα. Είχα να τον δω απ’ το μνημόσυνο, και πριν από αυτό είχα να τον δω πολλούς μήνες και το προτιμούσα έτσι. Οι ζωές μας περιπλέχτηκαν για λίγο από σπόντα και όταν η σπόντα έπαψε, οι ζωές μας δεν είχαν λόγο να διασταυρώνονται, μοναχά έναν, κι όταν κι αυτός πήγε περίπατο, κανέναν. Επίσης δε μου άρεσε να του μιλάω. Γιατί δε μου αρέσει ο τρόπος που μιλάει.

Για να καταλάβεις τον τρόπο που μιλάει ο Δέμτσης, μάθε το εξής:

Το 18ο αιώνα ο Κινέζος αυτοκράτορας τελείωνε τις επιστολές του προς τους βασιλιάδες της Δύσης με την εξής φράση: «Tremble at my orders and obey». Τρέμε τις διαταγές μου και υπάκουε. Αυτή ήταν η κατακλείδα. Η υπογραφή. Αντί για «Με τιμή», ή «xxx», ο αυτοκράτορας έγραφε αυτό.

Όταν μιλάει ο Δέμτσης, μοιάζει σαν να κολλάει ένα άηχο «tremble at my orders and obey» στο τέλος κάθε πρότασης.

Στο μακρύ μοναστηριακό τραπέζι καθίσαμε απέναντι. Μια πολύ όμορφη γραμματέας μου έφερε νερό. Στους τοίχους υπήρχαν συγκεκριμένα σκίτσα και αφηρημένοι πίνακες. Ξεμπέρδεψε με τα τυπικά πολύ γρήγορα. Μπροστά του είχε έναν κίτρινο φάκελο.

«Λοιπόν», είπε, «πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με το διαμέρισμα».
«Ποιο διαμέρισμα;»
«Της Φειδιππίδου».

Η γυναίκα μου είχε ένα διαμέρισμα στ’ όνομά της, το οποίο βρίσκεται στο Κολωνάκι και στο οποίο μένει η γιαγιά της. Κάτι που μέχρι σήμερα δεν είχα συνειδητοποιήσει, που δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου, είναι πως το διαμέρισμα αυτό, σε κάποιο ποσοστό τουλάχιστον, τώρα μου ανήκει. Η έκπληξη πρέπει να φάνηκε στο μούτρο μου, γιατί ο Δέμτσης ξαφνικά με κοίταξε με το βλέμμα με το οποίο με κοιτούσε συνήθως,  ένα βλέμμα έκπληξης, ένα «δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο βλαμμένο αυτό το παιδί» βλέμμα.

«Η Ζωή έφυγε αδιάθετη», είπε ο Δέμτσης, ένα σχόλιο που στην αρχή δεν κατάλαβα, και μετά κατάλαβα λάθος και το βρήκα άκομψο. «Αυτό σημαίνει ότι δεν είχε αφήσει διαθήκη», είπε και επιτέλους κατάλαβα τι εννοούσε, «και άρα αυτόματα η ιδιοκτησία της περιουσίας της περνά στους νόμιμους κληρονόμους».
«Μάλιστα», είπα.
«Όπως ξέρεις, στο διαμέρισμα αυτό ζει η γιαγιά της».
«Ναι».
«Είναι πολύ σημαντικό ακίνητο για την οικογένειά μας. Εκεί μεγάλωσα. Είναι πολύ σημαντικό να μείνει στην οικογένεια».

Εγώ δεν ήμουν μέλος της οικογένειας.

«Αυτό που γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι φτιάχνουμε μια ψεύτικη διαθήκη. Στη συνέχεια όλοι οι συγγενείς κάνουν αίτηση για τη δημοσίευσή της. Η διαθήκη που έχουμε ετοιμάσει είναι η εξής», έβγαλε ένα χαρτί από το φάκελο, δε μου το έδωσε, «κι εσύ θα πρέπει να υπογράψεις την αίτηση δημοσίευσης, η οποία είναι αυτή, και την εξουσιοδότηση προς το δικηγόρο, η οποία είναι αυτή», έβγαλε άλλα δύο χαρτιά από το φάκελο, τα έβαλε πάνω από το προηγούμενο, «αυτή είναι η διαδικασία που πρέπει ν’ ακολουθηθεί. Κανονικά δε χρειαζόταν να γίνει αυτό, θα έπρεπε να είχε γίνει αποποίηση κληρονομιάς μέσα σε τέσσερις μήνες, για να διευθετηθεί το θέμα, αλλά αυτό δεν έγινε».
«Τι είναι αποποίηση κληρονομιάς;»
«Να δηλώσεις ότι αποποιείσαι το διαμέρισμα».
«Α».
«Πέρασαν οι τέσσερις μήνες και τώρα υπάρχει μόνο αυτός ο τρόπος».

Έσπρωξε τα δυο χαρτιά προς το μέρος μου. «Tremble at my orders and obey», σαν να έλεγε.

Βγαίνοντας από το πανέμορφο γραφείο, αναρωτήθηκα αν μύρισε τα σκατά που είχα πατήσει και, αν ναι, πόση ώρα θα έπαιρνε να συμβεί η εξοικείωση του υποδοχέα, και πόσα μόρια από σκατά να είχα άραγε αφήσει πίσω στο τέλειο πάτωμά του. Αυτά σκεφτόμουν, γιατί δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτ’ άλλο. Δεν ήθελα να σκέφτομαι το θράσος του. Μια υποχρέωση είχε αναλάβει, μόνο μία. Και σήμερα, που με φώναξε στο γραφείο του για έναν άλλο, γελοίο λόγο, δε μου είπε κουβέντα γι’ αυτό το θέμα. Πάντα θα έμενε ανάμεσά μας αυτό το θέμα. Αλλά αυτά τώρα τα σκέφτομαι. Δεν ήθελα να τα σκέφτομαι νωρίτερα.

 

Είχε σταματήσει να βρέχει, μα εγώ μπήκα στον Εθνικό Κήπο όπου τα δέντρα έσταζαν ακόμα και θα έσταζαν για πολλή ώρα κι έτσι στα μονοπάτια ψιχάλιζε βροχή δευτερεύουσα.

Ένας άστεγος περπατούσε προς την ίδια κατεύθυνση μ’ εμένα, σέρνοντας τα πόδια του στα χαλίκια και σέρνοντας ένα καροτσάκι λαϊκής το οποίο ήταν άδειο και είχε μια ρόδα ξεχαρβαλωμένη, ετοιμοθάνατη. Ποιο είναι το νόημα, ρε άνθρωπε; Γιατί παλεύεις;

Εμείς γιατί παλεύαμε, θα μου πεις.

Όταν έφτασα στο σταθμό Ειρήνη είχε νυχτώσει και ψιχάλιζε. Δεν άνοιξα την ομπρέλα και τσαλαπατούσα στις λακκούβες επίτηδες. Άφησα τη βροχή να καθαρίσει