ΣΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ το νούμερό μου ήταν το εβδομήντα δύο και όταν το πήρα και κάθισα η μία και μοναδική υπάλληλος πίσω από το γκισέ εξυπηρετούσε το πενήντα πέντε. Στην αίθουσα βρίσκονταν πολύ λιγότεροι από δεκαπέντε άνθρωποι. Κάθονταν σε καρέκλες ντυμένες με μπλε ύφασμα, που όλες κοίταζαν προς την ίδια κατεύθυνση. Έτσι κανένας δεν κοίταζε κανέναν στα μάτια.
Καθώς περίμενα, κοιτούσα το κινητό μου και διάβαζα ότι το Eurogroup συνεδριάζει για ν’ αποφασίσει αν θα μας δώσει τα λεφτά και για τη σφαγή των Νουμπανέζων.
Στα βουνά του Σουδάν που τα λένε Νούμπα, λέει, ζει μια φυλή αφρικανική την οποία οι μουσουλμάνοι του Βόρειου Σουδάν αυτή τη στιγμή αποδεκατίζουν. Μια κοπέλα είκοσι δύο χρονών, που την κρατούσαν αιχμάλωτη για είκοσι τρεις μέρες, είπε πως είδε στρατιώτες να βιάζουν ομαδικά μια γυναίκα και μετά να της κόβουν το λαιμό με μαχαίρι και μετά να σφάζουν το τρίχρονο μωρό της με μαχαίρι. Είδε επίσης είκοσι στρατιώτες να βιάζουν δύο κορίτσια ηλικίας δεκατεσσάρων και δεκαπέντε ετών. Αυτά δε χρειάστηκε να τα μαχαιρώσουν. Πέθαναν κατά τη διάρκεια του βιασμού, από τα χτυπήματα.
Έτσι είναι οι άνθρωποι.
Όταν ακούστηκε το «ντουρού» και άλλαξε το νουμεράκι από εβδομήντα ένα σε εβδομήντα δύο σηκώθηκα και πλησίασα προς το γκισέ, αλλά κοντοστάθηκα γιατί η κυρία νούμερο εβδομήντα ένα δεν είχε ικανοποιηθεί από την εξυπηρέτηση που είχε λάβει.
«Σας ρωτάω για ποιο λόγο δε μου ήρθε το πακέτο στο σπίτι και πρέπει ν’ αφήνω τη δουλειά μου και να έρχομαι εδώ πέρα για να το παραλάβω μόνη μου», έλεγε.
«Σας λέω ότι δε γνωρίζω, κυρία μου, μήπως δεν ήταν κανείς σπίτι όταν πέρασε ο ταχυδρόμος;» είπε η υπάλληλος.
Η υπάλληλος ήταν μια βαργεστημένη κυρία, που καθόταν στραβοχυμένη σε μια εντυπωσιακή και πολύ αναπαυτική καρέκλα στην οποία είχε προσθέσει κι ένα μαξιλαράκι για τη μέση και φορούσε ένα ζευγάρι κοκκάλινα γυαλιά στα μάτια και είχε άλλο ένα ζευγάρι στερεωμένο στο κεφάλι. Το πρόσωπό της ήταν στρουμπουλό και τα μάτια της τοποθετημένα ασυνήθιστα μακριά το ένα από το άλλο, και δίπλα από τ’ αφτιά της υπήρχαν φαβορίτες. Η πελάτισσα ήταν μια κυρία με μαλλιά βαμμένα καροτί κι ένα παλτό μακρύ και μαύρο κι ένα κασκόλ φούξια και μια σακούλα περασμένη στον αγκώνα, φαρμακείου. Είχε φωνή στεντόρεια, άρθρωση πεντακάθαρη.
«Πάντα είναι κάποιος στο σπίτι. Κι αν δεν είναι, έχουμε μεγάλο γραμματοκιβώτιο που χωράει πακέτα τέτοιου μεγέθους. Ποτέ δε μας χτυπάει το κουδούνι και ποτέ δε μας αφήνει τα πράγματά μας κι αναγκαζόμαστε να ερχόμαστε εδώ να πάρουμε την αλληλογραφία μας. Κοιτάξτε τι ημερομηνία λέει εδώ», της έδειξε το χαρτάκι που κρατούσε, «βλέπετε τι ημερομηνία γράφει εδώ; Δείτε παρακαλώ τι ημερομηνία γράφει εδώ».
«Βλέπω».
«Διαβάστε μου την ημερομηνία που βλέπετε εδώ».
«Βλέπω».
«Διαβάστε μου να σας ακούσω».
«Δεκαέξι Ιανουαρίου».
«Δεκαέξι Ιανουαρίου. Αυτό σημαίνει ότι ο κύριος ταχυδρόμος είχε το πακέτο πριν από ένα μήνα. Κι εγώ βρήκα το χαρτάκι στο γραμματοκιβώτιό μου σήμερα».
«Μήπ…»
«Ξέρετε πότε μου εστάλη το πακέτο από την Αμερική; Ξέρετε; Στις δώδεκα Δεκεμβρίου. Δώδεκα Δεκεμβρίου και εξαιτίας σας εγώ το παίρνω τώρα στα χέρια μου. Δυο μήνες μετά, λες και είμαστε στο χίλια οχτακόσια».
«Εντάξει, το πήρατε, λύθηκε το θέμα σας».
«Δε λύθηκε. Δε λύθηκε καθόλου. Το βρήκατε τυχαία πεταμένο στη στοίβα. Σας είδα. Πώς είναι δυνατό να φέρεστε έτσι στην αλληλογραφία του κόσμου;»
«Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, έχουν γίνει περικοπές».
Ολόκληρο το ταχυδρομείο, ο πλανήτης ολόκληρος ίσως, είχε σταματήσει να κάνει το οτιδήποτε και παρακολουθούσε το διάλογο της πελάτισσας με την υπάλληλο και κατάλαβε, ή θα καταλάβαινε αμέσως, ότι η υπάλληλος είχε μόλις κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος.
«Περικοπές; Περικοπές;» είπε η πελάτισσα. «Τι εννοείτε περικοπές; Απολύθηκε κανένας; Σας μειώθηκε το προσωπικό; Έχασε κανένας ταχυδρόμος τη δουλειά του; Πού ξέρετε εσείς τι σημαίνει περικοπές; Σας έκοψαν κανένα επίδομα και νομίζετε ότι δεν πρέπει να κάνετε τη δουλειά σας; Πού ξέρετε εσείς από περικοπές; Πού ξέρετε εσείς τι πάει να πει ανεργία, να σε πετάνε στο δρόμο; Ποιες περικοπές; Λόγω περικοπών είναι άδειο το ταχυδρομείο; Τέσσερα γκισέ υπάρχουν εδώ πέρα και είστε μία. Πού είναι οι υπόλοιποι υπάλληλοι; Δεν ντρέπεστε καθόλου; Και μου μιλάτε για περικοπές και μου λέτε ότι δεν είμαστε στο σπίτι όταν περνάει ο ταχυδρόμος. Δεν έχετε ντροπή; Νομίζετε ότι δε βλέπουμε τι συμβαίνει; Νομίζετε ότι δε βλέπω το βουνό με τα ανεπίδοτα δέματα που τα ’χετε πεταμένα στο πάτωμα; Για τόσο ηλίθιους μας έχετε; Τόση μαλάκυνση έχετε πάθει από το καθισιό και το βόλεμα τόσα χρόνια; Σας εύχομαι ν’ αναγκαστείτε να βάλετε μυαλό τώρα. Σας εύχομαι να μάθετε τι πάει να πει περικοπές. Ίσως τότε ν’ αρχίσουμε να παίρνουμε την αλληλογραφία μας στα σπίτια μας και στην ώρα της».
Και πήρε το χαρτάκι της και το δεματάκι της κι έφυγε και η ατμόσφαιρα που άφησε πίσω της ήταν βαριά με συγκίνηση και δέος απ’ τους υπόλοιπους πελάτες, που όλοι μαζί είχαν σηκωθεί όρθιοι και τη χειροκροτούσαν, αλλά από μέσα τους.
Πήγα στο γκισέ και έδειξα το λόφο με τα ανεπίδοτα δέματα και είπα «θέλω εκείνο τον κίτρινο φάκελο, τον πάνω-πάνω», και η υπάλληλος δε μου ζήτησε ούτε το χαρτάκι της παραλαβής ούτε ταυτότητα ούτε τίποτα, μου τον έδωσε και πάτησε το κουμπάκι («ντούρου») για να έρθει το νούμερο εβδομήντα τρία και να φτάσει το μαρτύριο που είναι η ζωή της ένα νούμερο πιο κοντά στο τέλος.
Ο φάκελος έγραφε απ’ έξω «Μαρίνος Πεπόνης και Σία» στη μια γωνία και το όνομά μου και «Μπεζεστένη 12, Γαλάτσι» στην άλλη γωνία. Τον περίμενα εδώ και πολλές μέρες. Ο ταχυδρόμος δε μου τον έφερε ποτέ.
Το γραφείο «Μαρίνος Πεπόνης και Σία» είναι ένα γραφείο που ανήκει στον Μαρίνο Πεπόνη και στην αδερφή του, την Αθανασία. Ο Μαρίνος Πεπόνης είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ και ως τέτοιος αναλαμβάνει υποθέσεις που χρειάζονται έρευνα σε θέματα που κάποιος δεν μπορεί εύκολα να ερευνήσει μόνος του. Πριν τον γνωρίσω, τον φανταζόμουν όπως φαντάζομαι όλους τους ντετέκτιβ αυτές τις μέρες, σαν τον Σέρλοκ Χολμς στη μοντέρνα εποχή. Στην πραγματικότητα δε μοιάζει καθόλου έτσι. Είναι σαράντα πέντε χρονών και στρογγυλός και αεικίνητος. Μιλάει με στόμφο και θα μπορούσε να είναι δικηγόρος που παλιά ήταν μέλος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, αλλά που παρ’ όλα αυτά μοιάζει καλό παιδί. Το κεφάλι του είναι σφαιρικό και τα μαλλιά του είναι μαύρα και κυματιστά. Το κάτω χείλος του είναι πολύ μεγαλύτερο από το πάνω. Η μύτη του μοιάζει με αυτά τα πόμολα τα στρογγυλά, που δεν τα τραβάς, τα στρίβεις.
Ένα απόγευμα που επιστρέφαμε με τη Χριστίνα από τον κινηματογράφο, βρήκαμε στο δρόμο μας ένα παλιό εμπορικό κέντρο και σε μια μεγάλη ταμπέλα με τα σήματα των καταστημάτων, που ήταν λίγα, είχα δει τον μπλε λογότυπο «Μαρίνος Πεπόνης και Σία, Ντετέκτιβ» και πολύ μου είχε αρέσει. Μια από τις επόμενες μέρες ξαναπέρασα για να σημειώσω το τηλέφωνο, αλλά εκεί άλλαξα γνώμη και μπήκα στο μισοάδειο από καταστήματα και εντελώς άδειο από ανθρώπους εμπορικό κέντρο και αναζήτησα το γραφείο του.
Το γραφείο «Μαρίνος Πεπόνης και Σία» είναι ένα δωμάτιο με τζαμαρία μπροστά, στο δεύτερο όροφο του εμπορικού κέντρου. Μέσα στο δωμάτιο υπάρχουν δύο γραφεία. Το ένα είναι η ρεσεψιόν και σ’ αυτό κάθεται η Αθανασία Πεπόνη, η ρεσεψιονίστ. Δυόμισι μέτρα μακριά βρίσκεται το γραφείο του Μαρίνου Πεπόνη, ο οποίος όταν μπήκα μιλούσε στο τηλέφωνο.
«Παρακαλώ, πώς μπορώ να βοηθήσω», μου είπε η Αθανασία Πεπόνη με μια φωνή λεπτή και ψιθυριστή. Ήμουν απροετοίμαστος για την ερώτηση.
«Χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες. Θέλω βοήθεια για μια έρευνα που κάνω», ψιθύρισα κι εγώ.
«Ο κύριος Πεπόνης θα σας δει σε λίγο. Καθίστε», μου είπε και μου πρότεινε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο της. Η Αθανασία Πεπόνη είναι από τις γυναίκες που θέλεις να τους ευχηθείς «καλή λευτεριά» ή «μ’ έναν πόνο», αλλά διστάζεις, γιατί μπορεί και να μην είναι έγκυες. Με ρώτησε αν θέλω να μου προσφέρει καφέ ή νερό, και της είπα όχι. Μετά από λίγο, ο Μαρίνος Πεπόνης έκλεισε το τηλέφωνο. Η Αθανασία Πεπόνη του έριξε ένα βλέμμα κι αυτός της έριξε άλλο ένα, και ένευσε αμυδρά.
«Μπορείτε να περάσετε», μου είπε η Αθανασία Πεπόνη και μου έδειξε με το χέρι το χώρο στον οποίο βρισκόταν το γραφείο του Μαρίνου Πεπόνη, δηλαδή ακριβώς δίπλα.
Σηκώθηκα από την καρέκλα που ήταν μπροστά στο γραφείο της Αθανασίας Πεπόνη και κάθισα στη διπλανή καρέκλα, που ήταν μπροστά στο γραφείο του Μαρίνου Πεπόνη.
«Μαρίνος Πεπόνης, χαίρω πολύ», μου είπε ο Μαρίνος Πεπόνης.
Του εξήγησα με λίγα και μάλλον μπερδεμένα λόγια ότι κάνω δημοσιογραφική έρευνα για κάποια σκάνδαλα με έμφαση στην οκταετία του ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι μόνο και ότι έχω συγκεντρώσει κάποια στοιχεία για μια συγκεκριμένη ιστορία που θεωρώ χαρακτηριστική, αλλά έχω σημαντικά κενά και χρειάζομαι βοήθεια.
Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα μου απαντούσε πως δεν κάνει τέτοιου τύπου έρευνα και πως ασχολείται κυρίως με διαζύγια και με το να ψάχνει αν η κυρία απατά τον κύριο ή αν ο κύριος απατά την κυρία και πόσο και πότε, αλλά δε μου είπε τίποτα τέτοιο. Δεν του έκανε καμία εντύπωση η ιστορία μου. Θεώρησε την ανάγκη μου φυσιολογική.
Ο Μαρίνος Πεπόνης μου εξήγησε ότι έχει κάνει παρόμοιες δουλειές πολλές φορές και ότι έχει δουλέψει για συγκεκριμένους δημοσιογράφους και μου ανέφερε ονόματά τους και ήταν πράγματι πολύ διάσημοι, και μου απαρίθμησε και υποθέσεις για τις οποίες έχει κάνει έρευνα για λογαριασμό τους και μου έκανε εντύπωση γιατί δε θυμόμουν να έχω διαβάσει κάτι κάπου γι’ αυτές τις υποθέσεις και με κοίταξε με νόημα και με βλέμμα που έλεγε «καλά, βλάκας είσαι;» και κατάλαβα ότι φυσικά και δεν είχα διαβάσει κάτι, ο σκοπός της έρευνας δεν ήταν να τα δημοσιεύσουν.
Προφανώς γι’ αυτό, όταν ο Μαρίνος Πεπόνης με ρώτησε για ποιο Μέσο εργάζομαι κι εγώ του απάντησα το όνομα μιας εφημερίδας που έχει κλείσει, δεν του έκανε καμία εντύπωση και δεν επέμεινε καθόλου.
Του είπα δυο λόγια για την ιστορία και του εξήγησα τα κενά που έχω και κράτησε σημειώσεις και μου είπε ένα ποσό κι ένα χρονικό διάστημα, και το μεν μου φάνηκε πολύ μεγάλο και το δε αναπάντεχα σύντομο, και συμφώνησα.
Έκτοτε διάφορα πράγματα μεσολάβησαν. Η Αθανασία Πεπόνη πήρε άδεια εγκυμοσύνης, ας πούμε, και στη θέση της ήρθε μια άλλη κυρία που μιλούσε πολύ απότομα στο τηλέφωνο, και μιλήσαμε με τον κύριο Πεπόνη μερικές φορές στο τηλέφωνο και ανταλλάξαμε σημειώσεις, πράγμα που σημαίνει ότι του έδωσα όλα τα στοιχεία που είχα μαζέψει μέχρι τώρα, και με ενημέρωνε για την πρόοδό του που ήταν αργή, και τελικά η έρευνά του πήρε πολύ περισσότερο καιρό απ’ ό,τι περίμενα, σε βαθμό που ν’ αρχίσω να ανησυχώ, μέχρι σήμερα.
Γύρισα στο σπίτι και αμέσως πέταξα όλα μου τα ρούχα και φόρεσα τις φόρμες και τη ρόμπα και τότε μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου για να με ρωτήσει τι γίνεται στο Eurogroup κι αν έχω ακούσει τίποτα κι αν θα πάρουμε τα λεφτά και του εξήγησα ότι δεν είμαι τέτοιου είδους δημοσιογράφος και ότι δεν ξέρω τίποτα και του το έκλεισα και μετά άνοιξα ένα πακέτο μπισκότα γεμιστά και ξάπλωσα στον καναπέ και άνοιξα το φάκελο και έβγαλα ένα πάκο από σελίδες Α4 που ήταν γεμάτες με την ιστορία του Ανδρέα Πέρκιζα.
Ο Ανδρέας Πέρκιζας είναι πενήντα πέντε χρονών. Εργάζεται στη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς από το 1982. Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει ασχοληθεί με διάφορα πράγματα, αλλά έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων. Δεν αποφοίτησε ποτέ από το Μαθηματικό της Αθήνας. Δε μιλάει ξένες γλώσσες.
Η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς είναι ένας φορέας που άλλοτε ανήκει στο υπουργείο Παιδείας και άλλοτε στο υπουργείο Εργασίας και σκοπός του είναι να ξοδεύει χρήματα από τον προϋπολογισμό του κράτους και ενίοτε και από ευρωπαϊκά προγράμματα για να υλοποιεί δράσεις και δραστηριότητες «για τους νέους». Έχει, ας πούμε, το «Πρόγραμμα για τη Σεξουαλική Διαφορετικότητα “Ζούμε όπως κι εσύ!”», ή την ιστοσελίδα «Γέφυρα Συνεργασίας για τον Εθελοντισμό».
Ο Ανδρέας Πέρκιζας τα τελευταία χρόνια εργάζεται στα «Προγράμματα Ιστιοπλοΐας για νέους» της Γενικής Γραμματείας, μια πρωτοβουλία για τη διοργάνωση «Ιστιοπλοϊκών Τριημέρων» για νέους από δεκαοκτώ έως τριάντα ετών. «Στόχοι του προγράμματος», γράφει η σχετική εγκύκλιος που υπήρχε στο φάκελο, «είναι η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των νέων, η γνωριμία με τις ελληνικές θαλάσσιες ομορφιές, η ανακάλυψη εναλλακτικών τρόπων διακοπών, η εκπαίδευση και η δημιουργία ενδιαφερόντων για την ενασχόληση με αθλητικές δραστηριότητες, όπως αυτή της ιστιοπλοΐας».
Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα αυτό υπάρχει για να πηγαίνουν βόλτα με ιστιοπλοϊκά Έλληνες πολίτες δεκαοκτώ έως τριάντα ετών με τα λεφτά των φορολογούμενων πολιτών. Στο συγκεκριμένο τμήμα εργάζονται δώδεκα άνθρωποι.
Σύμφωνα με την έκθεση του Μαρίνου Πεπόνη, ο Ανδρέας Πέρκιζας εμφανίζεται στο γραφείο του στη Γενική Γραμματεία για περίπου τέσσερις ώρες κάθε μέρα. Τις περνά πίνοντας καφέ και διαβάζοντας αθλητικές εφημερίδες. Κατά τις δύο επιστρέφει στο σπίτι του, όπου κάθε μεσημέρι κοιμάται. Μερικές μέρες δεν πηγαίνει καθόλου στο γραφείο.
Ο Ανδρέας Πέρκιζας ζει σε μια μεζονέτα διακοσίων τριάντα τετραγωνικών στο Μαρούσι, από τη δεξιά πλευρά της Κηφισίας, όπως ανεβαίνεις. Η μεζονέτα του έχει τρία επίπεδα: στο ισόγειο υπάρχει ένα μεγάλο σαλόνι, μια ανοιχτή κουζίνα, ένα WC κι ένα υπνοδωμάτιο ή γραφείο. Στο υπόγειο υπάρχει το γκαράζ και ένα playroom με πορτούλα που οδηγεί στην αυλή. Στον πρώτο όροφο υπάρχουν τρία υπνοδωμάτια, το ένα μάστερ, και δύο μπάνια. Στην αυλή υπάρχει πισίνα είκοσι τετραγωνικών μέτρων. Η πισίνα δεν είναι δηλωμένη. Δεν εμφανίζεται πουθενά στα χαρτιά της πολεοδομίας, αλλά φαίνεται πεντακάθαρα, γαλάζια και γυαλιστερή, στο Google Maps.
Το σπίτι κατασκευάστηκε το 1999 και είναι γραμμένο στο όνομα της κόρης του. Η κόρη του είναι είκοσι ενός χρονών και ο γιος του είκοσι οκτώ. Ο γιος του είναι φοιτητής στο Πολυτεχνείο και μέλος της ΠΑΣΠ. Δεν έχει πάει στρατό.
Ο Ανδρέας Πέρκιζας είναι παντρεμένος με την Κυριακή Μπουλούμπαση-Πέρκιζα, την οποία τη φωνάζουνε Κική. Είναι σαράντα εννέα χρονών και είναι υπάλληλος της Βουλής. Πληρώνεται δεκαέξι φορές το χρόνο.
Η οικογένεια διαθέτει αγροτεμάχια και μια παραθαλάσσια κατοικία στο νομό Ηλείας και ένα ισόγειο κατάστημα 45 τετραγωνικών στον Πύργο Ηλείας. Επίσης, διαθέτει τρία διαμερίσματα στην Καλλιθέα. Στο ένα από αυτά ζει η μητέρα του Ανδρέα Πέρκιζα, η οποία ονομάζεται Ελισάβετ, και τα άλλα δύο είναι νοικιασμένα. Ο φάκελος του Μαρίνου Πεπόνη διέθετε χαρτιά από την πολεοδομία, κατόψεις, τοπογραφικές μελέτες.
Ο Ανδρέας Πέρκιζας παλιά είχε ένα μεγάλο και παχύ μουστάκι και ήταν καραφλομαλλιάς. Σε φωτογραφίες από κομματικές εκδηλώσεις της Τ.Ο. ΠΑΣΟΚ Πύργου και αργότερα από συγκεντρώσεις και ομιλίες στην Αθήνα, είναι πάντα χαμογελαστός. Το πιο πλατύ χαμόγελο το έχει σε μια φωτογραφία από το 1984, στο πρώτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο στέκεται, μ’ ένα πουκάμισο στενό και λευκό, με δυσανάλογα μεγάλο κολάρο, με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στο πλάι του κεφαλιού και με μια λάμψη στα μάτια και μια λατρεία, δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε φωτογραφίες από εκδηλώσεις της ΓΓ Νέας Γενιάς και κομματικές εκδηλώσεις ύστερων ετών οι διαφορές είναι εμφανείς. Ο Πέρκιζας μεγάλωσε και βάρυνε. Πάχυνε αρκετά. Κούρεψε τ’ ατίθασα μαλλιά, συμβιβάστηκε με τη φαλάκρα. Το βλέμμα έσβησε, σοβάρεψε. Έκοψε το μουστάκι. Το αντικατέστησε μ’ ένα κομψό, φροντισμένο γένι. Άρχισε να φοράει γραβάτες συγκεκριμένης αγγλικής μάρκας, που έχει ένα χαρακτηριστικό μπεζ ταρτάν για μοτίβο. Δίπλα του εμφανίστηκε η σύζυγος, κομματικό στέλεχος κι αυτή. Συχνά κι αυτή φοράει μπεζ ταρτάν. Υπάρχει φωτογραφία από τις εκλογές του 2005 με τον Ανδρέα Πέρκιζα ντυμένο με μπεζ ταρτάν πουκάμισο. Η σύζυγος συνήθως κρατάει τσάντες που μοιάζουν ακριβές και φοράει καπέλα. Και οι δυο τους φοράνε ρολόι που μοιάζει ακριβό, με πράσινο καντράν. Στις πιο πρόσφατες φωτογραφίες χαμογελούν σπάνια.
Ο φάκελος είχε επίσης μέσα ημερομηνίες, πινακίδες αυτοκινήτων, τα κινητά τηλέφωνα όλων των μελών της οικογένειας, και όλα τα στοιχεία ήταν συγκεντρωμένα νόμιμα, από πηγές ελεύθερες και δημόσιες. Ο Μαρίνος Πεπόνης μου είχε καταστήσει σαφές ότι θα μου βρει μόνο πληροφορίες προσβάσιμες από τον οποιονδήποτε. Κανένα μυστικό δε θα ανακάλυπτε. Μόνο πληροφορίες προφανείς και αυτονόητες θα μου έβρισκε.
Εγώ ήξερα ήδη αρκετές από αυτές. Δεν είχα κάνει κακή δουλειά. Αλλά δεν είχα βρει στοιχεία κτηρίων από την πολεοδομία. Δεν είχα ψάξει τα τηλέφωνά του στον τηλεφωνικό κατάλογο. Δεν ήξερα πού μένει. Δεν είχα βρει τις φωτογραφίες. Και δεν ήξερα ότι ο Ανδρέας Πέρκιζας τα βράδια κάνει τον μετρ στο νυχτερινό κέντρο «KOLASI» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Απ’ ό,τι φαίνεται, έπιασε δουλειά εκεί πριν από τέσσερα χρόνια. Λίγο μετά ένας από τους συντρόφους του στην Τ.Ο. Πύργου, ο οποίους ήταν αξιωματικός της αστυνομίας και υπηρετούσε στη ΓΑΔΑ συνελήφθη σε στριπτιτζάδικο της Συγγρού, όταν μπήκε μέσα το ΣΔΟΕ για έλεγχο. Τίποτα δεν έγινε σ’ εκείνη την υπόθεση, αλλά είχε γραφτεί ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός δεν ήταν θαμώνας στο συγκεκριμένο μαγαζί, αλλά συνιδιοκτήτης. Ο άλλος ιδιοκτήτης ήταν γνωστός επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης του κέντρου «KOLASI». Δε χρειάζεται να είσαι ο Σέρλοκ Χολμς της σύγχρονης εποχής για να κάνεις συνειρμούς, να βγάλεις συμπεράσματα.
Διάβασα όλα τα στοιχεία, περίπου εκατόν τριάντα σελίδες με κείμενα και σχήματα και σχέδια και φωτογραφίες, και μετά έβαλα ένα ποτήρι κοκακόλα και άλλαξα στάση στον καναπέ και τα διάβασα άλλη μία φορά, κρατώντας σημειώσεις και υπογραμμίζοντας με στυλό αυτή τη φορά.
Τώρα εδώ κοντεύει να ξημερώσει. Ανανεώνω συνέχεια την εικόνα στις οθόνες, περιμένοντας να διαβάσω τι αποφάσισαν στο Eurogroup. Είναι τρεισήμισι τη νύχτα στις Βρυξέλες. Τι κάνουν τόσες ώρες; Είναι και γέροι άνθρωποι.
Διαβάζω τις οθόνες και μετά ξαναδιαβάζω τα στοιχεία. Τα πράγματα μπαίνουν σε μια σειρά. Βγάζουν νόημα.
Το νυχτερινό κέντρο «KOLASI» ανήκει στον άντρα της Ηλιάνας.
Το σπίτι μου είναι σκοτεινό και κρύο. Το τζάκι χάσκει άδειο και παγωμένο. Μου έχουν τελειώσει τα ξύλα και δε θ’ αγοράσω άλλα. Μέσα στις στάχτες υπάρχει ακόμα το κουφάρι ενός κινητού τηλεφώνου.
Υπάρχει μια οργή λίγο κάτω από την επιφάνειά μου, που σιγοβράζει συνέχεια. Την καταλαβαίνω ότι είναι εκεί κάθε στιγμή, όπως όταν το δέρμα μαζεύει και πονάει στο άγγιγμα λίγο πριν βγάλει ένα σπυρί.
Ανανεώνω συνέχεια την εικόνα στις οθόνες και ταυτόχρονα αντιγράφω σ’ ένα αρχείο μακροσκελές και λεπτομερές τα στοιχεία και τις πτυχές της ζωής του Ανδρέα του Πέρκιζα. Τα βάζω κάτω για να τα δω γραμμένα με τις δικές μου λέξεις.
Πληροφορίες κατασταλάζουν. Απορίες λύνονται. Αποφάσεις εδραιώνονται. Έχω δίκιο. Κάνω το σωστό.
Συσσωρεύεται χρόνια η οργή, σαν τη ραδιενέργεια, μαζεύει ισχύ από αιτίες κι αφορμές, και δυναμώνει.
Οι εκρήξεις της είναι σπάνιες.