ΣΤΗΝ ΠΙΣΙΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ, αν έχω μετρήσει καλά, περίπου δέκα άτομα. Οι επτά είναι γυναίκες, υπάλληλοι γραφείου, οι οποίες κάθονται στα γραφεία μιας αίθουσας αχανούς και η δουλειά τους είναι να συμπληρώνουν το όνομα όποιου έρχεται και το νούμερο του κλειδιού που παίρνει για τα ντουλάπια των αποδυτηρίων, και επίσης για να σηκώνουν το τηλέφωνο, όταν χτυπάει. Επτά άνθρωποι. Ποτέ δε βρίσκονται ταυτόχρονα στο γραφείο. Έχω δει μέχρι τέσσερις. Εναλλάσσονται. Ανακυκλώνονται. Υπάρχουν και δυο ναυαγοσώστες, που κάθονται σε μια καρέκλα και κοιτάζουν το κενό με τις ώρες –τι να σκέφτονται, άραγε–, και ένας γιατρός που επίσης κάθεται σε μια καρέκλα με τις ώρες. Αυτός μάλλον σκέφτεται τα χρόνια που σπατάλησε για να βγάλει την ιατρική ή τα λεφτά που σπατάλησαν οι γονείς του για να βγάλει την ιατρική σε κάποια Βουλγαρία ή Ρουμανία. Η ζωή τους είναι σαν ένα ατέλειωτο διάλειμμα.

Η πισίνα λειτουργεί Δευτέρα με Σάββατο και τις Κυριακές είναι κλειδωμένα τα αποδυτήρια και η αίθουσα των γραφείων και δεν είναι κανείς εκεί, αλλά άκου κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν: Δεν είναι κλειδωμένη η πισίνα. Μια πόρτα που οδηγεί στο χώρο της πισίνας είναι πάντα ανοιχτή και κάποιος μπορεί να μπει κανονικότατα και να κολυμπήσει χωρίς να του πει κανείς τίποτα. Το έχω κάνει ελάχιστες φορές, και μόνο όταν έχει καλό καιρό, γιατί το ότι τα αποδυτήρια είναι κλειδωμένα σημαίνει ότι μετά το μπάνιο θα πρέπει ν’ αλλάξεις σε κάποια γωνιά, πιθανότατα σε ανοιχτό χώρο, και ότι δεν μπορείς να κάνεις ντους.

Σήμερα ξύπνησα με πονοκέφαλο φρικτό και το στόμα μου μύριζε σαν την κόλαση κι ένιωθα ζαλάδα και ένα φούσκωμα και τύψεις. Είδα τον ήλιο να λάμπει κι έριξα λίγο νερό πάνω μου και κοίταξα τον καθρέφτη κι αυτό που είδα δε μου άρεσε και αποφάσισα να πάω για κολύμπι.

Το πάρκινγκ ήταν άδειο και πάρκαρα πολύ κοντά στην πόρτα και έβγαλα το μπουφάν και το παντελόνι κι έμεινα με τη ρόμπα και το μαγιό από μέσα και φόρεσα τις σαγιονάρες και άναψα για δυο λεπτά τη θέρμανση στο αυτοκίνητο, για να μαζέψω λίγη ζέστη στο δέρμα, και μετά βγήκα.

Το νερό ήταν ζεστό και δεν ήταν κανείς απολύτως τριγύρω και γλιστρούσα στο νερό κι ένιωθα ελαφρύς και άυλος και σκεφτόμουν τι ωραία που θα ήταν να μην υπάρχει σεξ, να αναπαραγόμαστε ασεξουαλικά σαν την Posidonia oceanica και να αναζητούμε την απόλαυση σε πράγματα εύκολα και απλοϊκά όπως το κολύμπι.

Γιατί ήταν ζεστό το νερό; Ποιος ανάβει το μπόιλερ Κυριακάτικα; Πώς θερμαίνεται η πισίνα; Είναι διαρκώς ανοιχτή η θέρμανση; Πώς λειτουργεί η θέρμανση; Δεν είναι τρομερή σπατάλη το να είναι ζεστή μια χειμωνιάτικη Κυριακή που δεν τη χρησιμοποιεί κανένας; Αυτά δεν τα σκεφτόμουν καθώς κολυμπούσα. Τα σκέφτομαι τώρα. Καθώς κολυμπούσα σκεφτόμουν κυρίως το σεξ.

 

Το εικοστό πέμπτο κεφάλαιο του μανιφέστου μου έχει τίτλο: «Το σεξ δεν έχει καμία σημασία».

Πρόσφατα διάβασα την ιστορία ενός Αιγύπτιου που ήθελε να παντρευτεί μια γυναίκα, αλλά η οικογένειά του δεν τον άφηνε. Έτσι, αυτός το πήρε απόφαση και έκοψε το πουλί του. Το έκοψε με μαχαίρι.

«Αν είναι να μην το βάζω σ’ εκείνη», σκέφτηκε, «δε θέλω να το βάζω σε καμία. Ούτε στην παλάμη μου».

Αναλογίσου για λίγο τι έκανε ο Αιγύπτιος. Πόσο δυνατή αγάπη πρέπει να ήταν αυτή, που τον ανάγκασε να ακρωτηριάσει το μόνο μέλος στο κορμί του που μπορούσε να του δίνει εύκολη και ανέξοδη χαρά ανά πάσα στιγμή, έστω και πρόσκαιρη.

Σκέψου όμως και το εξής: Σκέψου από τι μπελάδες γλύτωσε. Δεν είχε πια στύση, δεν είχε πια το βασανιστικό πόθο για τη σάρκα της αλληνής, έναν πόθο περίπλοκο και με προϋποθέσεις και συνέπειες. Ήταν ξαφνικά ένας άνθρωπος μ’ ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ζωής του λυμένο. Με το 95% του μυαλού του ξαφνικά απελευθερωμένο, διαθέσιμο. Δεν υπάρχει όριο στο τι μπορεί να καταφέρει, πού μπορεί να φτάσει.

Τον ζηλεύω, με κάποιο περίεργο τρόπο. Μακάρι να είχα το θάρρος του. Μακάρι να είχα τ’ αρχίδια να κόψω το πουλί μου.

 

Μετά το μπάνιο σκουπίστηκα σ’ ένα διάδρομο όσο καλύτερα μπορούσα και μετά γύρισα στο αυτοκίνητο και μπήκα μέσα και φόρεσα τα ρούχα που είχα στη θέση του συνοδηγού, έχοντας ανοίξει τη θέρμανση. Κάθισα για λίγο εκεί και άκουγα μια πολύ διάσημη και πολύ όμορφη χοντρή τραγουδίστρια, που είχε κερδίσει πολλά βραβεία για τα τραγούδια της, που μίλαγαν για έναν άκαρδο που δεν την αγάπησε γι’ αυτό που αληθινά ήταν, και σκέφτηκα ότι η συγκεκριμένη χοντρή είναι πάνω απ’ τη δικιά μου τη γραμμή, πολύ άνετα. Όταν τελείωσε την κλάψα και αφού τα μαλλιά μου είχαν σχεδόν στεγνώσει, πήρα την τσάντα με το λάπτοπ και βγήκα από το αυτοκίνητο.

Το κλειστό κολυμβητήριο βρίσκεται δίπλα στις πολλές ανοιχτές πισίνες και τις περισσότερες φορές υπάρχει τουλάχιστον μία από τις πόρτες του ανοιχτή και μπορεί κάποιος να μπει μέσα και να κάνει βόλτα στις κερκίδες. Αυτό είναι κάτι που επίσης δεν το ξέρουν πολλοί. Το είχα διαπιστώσει μια φορά, που μετά το κολύμπι είχα κάνει βόλτα στο συγκρότημα για να εξερευνήσω και να σκεφτώ. Δεν ξέρω πόσο συχνά χρησιμοποιείται για αγώνες αυτό το αχανές μέρος. Τα φώτα του είναι σβηστά και μόνο ένα ημίφως μπαίνει από τις τζαμαρίες που πλαισιώνουν τις εισόδους του περιμετρικά. Οι πισίνες του, μια πενηντάρα ολυμπιακών διαστάσεων και μια τετράγωνη για τις καταδύσεις, ήταν γεμάτες με νερό και όζον και λείες και σμαραγδένιες. Αναρωτήθηκα το εξής: Ποιος σκουπίζει αυτά τα καθίσματα, που είναι πέντε χιλιάδες και χρωματισμένα λευκά και μπλε και δεν έχουν πάνω τους καθόλου σκόνη; Έτριψα ένα χαρτομάντιλο πριν καθίσω και μόνο ένα ελαφρύ καφετί ίχνος εμφανίστηκε. Ποιος έρχεται και τα ξεσκονίζει;

Κάθισα με το λάπτοπ στα γόνατα και διάβασα το χτεσινό κεφάλαιο αυτού εδώ του βιβλίου και δεν έμεινα καθόλου ευχαριστημένος.

Οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψει κανείς τι έχουν οι άνθρωποι στο κεφάλι τους. Πολύ συχνά βλέπεις τις πράξεις των άλλων και δεν μπορείς να τις εξηγήσεις, σου μοιάζουν παλαβές κι ακατανόητες, μα πάντα υπάρχουν λόγοι και αιτίες, απλά είναι δύσκολο να επικοινωνηθούν αν δεν είσαι μέσα στο μυαλό του άλλου, και κανείς ποτέ δεν είναι.

Κοίτα: Δεν είμαι ένας άντρας που περνά τη ζωή του χουφτώνοντας κώλους γυναικών. Αν και η ζωή μου ήταν πάντα ένας αγώνας με σκοπό να περιτριγυρίζομαι από κώλους γυναικών, ποτέ δεν είχα πρόσβαση εύκολη ή επαρκή σ’ αυτούς καθαυτούς. Ποτέ δεν ήμουν γοητευτικός, ποτέ δε θα υπάρξω όμορφος, και για το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου οι γυναίκες ήταν ένα μεγάλο μυστήριο και μια διαρκής πηγή εκνευρισμού και δυστυχίας και πίκρας. Γιατί μου αρέσουν, και πιστεύω ότι είναι τα ωραιότερα πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο μαζί με τα ηλιοβασιλέματα, τους πίνακες εξπρεσιονιστών ζωγράφων, τα τοπία στη φύση και τα βιντεάκια με τοπία της φύσης και με αστέρια και ουρανούς στο ίντερνετ. Μόνο που είναι πολύ πιο περίπλοκες από όλα τα υπόλοιπα.

Το εικοστό έκτο κεφάλαιο του μανιφέστου μου έχει τίτλο: «Το σεξ είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα». Μιλάει για τις γυναίκες.

 

Υπάρχει μια βασική και θεμελιώδης ερώτηση που κάθε ετεροφυλόφιλος άντρας κάνει στον εαυτό του άπειρες φορές στη ζωή του:

Θα τη γαμούσα; Αν, ανάλογα με τις συνθήκες της ζωής μου, μου παρουσιαζόταν μια ευκαιρία ξεκάθαρη και απλή και τίμια, και την είχα μπροστά μου γυμνή και πρόθυμη και δεν υπήρχε καμία απολύτως συνέπεια και η επιλογή ήταν ένα απλό και σταράτο ναι ή όχι, θα τη γαμούσα;

Ο άντρας, όποιος κι αν είναι, όπως κι αν ζει, κάθε φορά που συναντά μια γυναίκα που δεν είναι συγγενής πρώτου ή δευτέρου βαθμού (και για μερικούς δεν ισχύει ούτε αυτός ο περιορισμός), αυτό το πράγμα σκέφτεται. Πρώτο-πρώτο.

Υπάρχει μια γραμμή. Για κάθε άντρα υπάρχει μια γραμμή που ξεχωρίζει τις γυναίκες που θα γαμούσε και τις γυναίκες που δε θα γαμούσε.

Η γραμμή αυτή είναι μια θεμελιώδης σταθερά στη ζωή του άντρα και τη ζωή του την επηρεάζει και τη διαμορφώνει με τρόπους μακροπρόθεσμους και συγκλονιστικούς. Βρίσκεται πολύ χαμηλά. Υπάρχουν κοντά τρία δισεκατομμύρια ενήλικες γυναίκες στη Γη. Ούτε μία δεν μπορεί να διανοηθεί πόσο χαμηλά βρίσκεται αυτή η γραμμή. Κι αυτό ισχύει για καθέναν από τα τρία δισεκατομμύρια ενηλίκων ανδρών.

Ακόμα και οι ίδιοι οι άντρες συνήθως δε συνειδητοποιούν ακριβώς πόσο χαμηλά βρίσκεται αυτή η γραμμή και πόσο τεράστιο είναι το ποσοστό των γυναικών που γνωρίζουν και βλέπουν, στις οποίες θα ήθελαν να μπουν.

Κάθε χοντρή, άσχημη, παραμορφωμένη, γκροτέσκα, γριά γυναίκα που ζει σ’ αυτό τον κόσμο έχει εκατομμύρια άντρες που τη θεωρούν ποθητή. Αν οι γυναίκες το γνώριζαν αυτό, αν το πίστευαν, ο κόσμος θα ήταν ένα μέρος πολύ διαφορετικό.

Υπάρχουν και γυναίκες μιας κατηγορίας ξεχωριστής: Αυτές που είναι πάνω από τη γραμμή όλων των αντρών στη Γη. Αυτές είναι πάρα πολλές. Δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ και τα μοντέλα. Είναι εκατοντάδες εκατομμύρια γυναίκες, είναι πωλήτριες και σερβιτόρες και επιχειρηματίες και περιπτερούδες, οτιδήποτε. Ελάχιστες από αυτές το ξέρουν.

Ο καθένας μας ζει ολόκληρη τη ζωή του σ’ ένα προστατευμένο μικροπεριβάλλον, μια σχετικά αυτάρκη φούσκα από ανθρώπους παρόμοιους, κι εγώ είχα την ευτυχία να ζήσω σ’ ένα κόσμο και σε μια χώρα και σε μια φούσκα γεμάτη με γυναίκες που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, σ’ αυτή την όχι πολύ σπάνια ελίτ, χωρίς να το ξέρουν. Δεν ήμουν ο άντρας που θα μπορούσε να τις έχει, ή έστω ο άντρας που θα μπορούσε να τις έχει εύκολα. Ήταν όμως πολλές και ο χρόνος και η τύχη βοήθησαν ώστε να μπω μέσα σε μερικές από αυτές, και να βάλω στη ζωή μου δύο.

 

Πέρυσι το καλοκαίρι, αφού θεραπεύτηκε το τσουτσούνι μου κι αφού σταμάτησα να το βασανίζω πάρα πολύ και άρχισα να κολυμπάω και να μελετάω σκάνδαλα, την επιθυμία να βρίσκομαι κοντά σε άλλους ανθρώπους και την επιθυμία να βρίσκομαι με γυναίκες άρχισα να τη νιώθω έντονη. Το πρόβλημα ήταν ότι είχα απολυθεί, δεν είχα δουλειά για να πηγαίνω, και έτσι δε βρισκόμουν τακτικά ανάμεσα σε ανθρώπους. Στο ίντερνετ ντρεπόμουν να εκφράσω οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως ερωτικό ενδιαφέρον, αφενός γιατί δεν ήξερα πώς –τελευταία φορά που είχα χρησιμοποιήσει το ίντερνετ για τέτοιας μορφής επικοινωνία ήταν πριν γνωρίσω τη Ζωή, όταν υπήρχαν εντελώς διαφορετικά εργαλεία και διαφορετικοί κώδικες– και αφετέρου γιατί ντρεπόμουν. Και στον πραγματικό, τρισδιάστατο κόσμο ντρεπόμουν. Δεν ήταν μόνο ότι σκεφτόμουν τη γυναίκα μου κάθε μέρα και είχα μέσα μου και φρικτές ενοχές, ενοχές αυθόρμητες, ασυνείδητες και παράλογες. Είχα έξι χρόνια να φλερτάρω και δε θυμόμουν πώς γίνεται, και εδώ που τα λέμε και πριν από έξι χρόνια δεν ήμουν και πολύ αποτελεσματικός σ’ αυτά.

Πάντα θαύμαζα τους άντρες που μπορούσαν να πιάσουν κουβέντα με μια οποιαδήποτε γυναίκα και, πέντε λεπτά αργότερα, να εξακολουθούν να μιλούν μαζί της. Δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω πώς γίνεται. Μετά από τις συστάσεις –που κρατάνε πόσο, τριάντα δευτερόλεπτα;– δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να ειπωθεί ανάμεσα σε δυο ξένους. Συζητούν για κάποιο συγκεκριμένο θέμα; Ποιος το επιλέγει; Πώς; Και γιατί είναι τόσο χαμογελαστοί και χαρούμενοι και άνετοι;

Έβλεπα πάντα τους ανθρώπους να φλερτάρουν στα μπαρ και τα κλαμπ και τα άλλα μέρη, όπου πήγαινα σπάνια γιατί τα βαριόμουν και δε μου αρέσει να χορεύω, και καταλάβαινα ότι υπάρχει κάποιος μυστικός κώδικας επικοινωνίας ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες που θέλουν να μπουν μέσα τους τον οποίο δε γνώριζα, δεν καταλάβαινα και δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω.

Το περυσινό καλοκαίρι πέρασε για πρώτη φορά από το μυαλό μου πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να μη βρω γυναίκα ποτέ πια. Ο Νικήτας με κορόιδευε και προσφερόταν να μου γνωρίσει φίλες του που ήξερα ήδη και ήξερα ότι δε με γουστάρουν, μα εγώ γνώριζα ότι οι πιθανότητές μου είναι μικρές και εξαρτώνται μόνο από αυτό που τις όριζε πάντα. Γιατί μπορεί να μην είμαι όμορφος ή γοητευτικός, και μπορεί να μην ξέρω πώς φλερτάρουν, αλλά έχω κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορώ να το περιγράψω ή να το εξηγήσω, κάτι μυστηριώδες και περίπλοκο: Έχω τύχη. Σ’ όσες γυναίκες μπήκα ποτέ, μπήκα από τύχη.

Πέρυσι το καλοκαίρι δεν είχα σκοπό να πάω διακοπές, γιατί είχα ξεχάσει πώς είναι να πηγαίνεις σε μέρος με παραλίες και άμμους και ταβέρνες χωρίς κάποιος να είναι μαζί σου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Είχα ξεχάσει πώς είναι να ζεις χωρίς κάποιος να είναι μαζί σου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.

Μετά ο Νικήτας και η Ευγενία και κάτι φίλοι τους αποφάσισαν να πάνε για κάμπινγκ στη νότια Κρήτη και επίσης έμαθα ότι η πισίνα στην οποία πηγαίνω θα έμενε κλειστή όλο τον Αύγουστο κι έτσι αποφάσισα να κατέβω κι εγώ στο νησί για λίγο, για να δω και τον πατέρα μου. Κάθισα για ένα μήνα και η τύχη μου χαμογέλασε δύο φορές.

Νομίζω, και μπορεί να κάνω λάθος, ότι δεν υπάρχει καμία συνταγή για να πείσεις μια γυναίκα να σε δεχτεί μέσα της. Δεν υπάρχουν κόλπα και τεχνικές. Ο μηχανισμός επιλογής συντρόφων των γυναικών είναι ένα σύστημα πολυπαραγοντικό και χαώδες και υπακούει σε κανόνες που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει. Ούτε οι ίδιες γνωρίζουν πώς λειτουργεί και ούτε θα το καταλάβουν ποτέ. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να τους υποδεικνύεις την απόφαση, να τις αφήνεις να την πάρουν και μετά να την αποδέχεσαι. Είναι σκληρό αυτό, αφενός γιατί έτσι νιώθεις ότι αφήνεις πράγματα σημαντικά στη μοίρα και αφετέρου γιατί το ποσοστό των αποφάσεων που δε θα αποβούν υπέρ σου θα είναι αναπόφευκτα και τραγικά μεγάλο. Μα δε γίνεται αλλιώς. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι άλλο.

Ο Νικήτας και η Ευγενία με κάποιους φίλους τους που τους αποκαλώ ταγάρια, αλλά ευτυχώς με κανέναν από τους φίλους τους που τους αποκαλώ πρεζόνια, πήγαν για ελεύθερο κάμπινγκ σε μια παραλία που λέγεται Κεδρόδασος, η οποία βρίσκεται περίπου μιάμιση ώρα από τα Χανιά και για να φτάσεις σ’ αυτήν πρέπει να κατέβεις με τα πόδια μια απότομη και βραχώδη βουνοπλαγιά. Είναι ένα παραμυθένιο μέρος με λεπτή λευκή άμμο και μαύρα βράχια και κέδρους, κάτω από τους οποίους στήνουν σκηνές πολλοί από αυτούς που αποκαλώ άπλυτους.

Εμένα δε μου αρέσει το κάμπινγκ, αλλά μου αρέσει πολύ το Κεδρόδασος και σκόπευα να περάσω το μεγαλύτερο μέρος των τριών ημερών που θα έμενα εκεί μέσα στην κρυστάλλινη θάλασσα του Λιβυκού πελάγους, κολυμπώντας κάτω από τον καυτό ήλιο.

Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος των τριών ημερών μέσα στη Βίκυ.

Η Βίκυ ήταν 21 χρονών και ήταν φοιτήτρια στο Ηράκλειο και φίλη φίλης της Ευγενίας, ή ο γκόμενός της ήταν φίλος φίλης της Ευγενίας, ένα από τα δύο. Ήταν σφριγηλή και χαρούμενη και τα μαλλιά της ήταν μακριά και μαύρα και ήταν λεπτή και κοντή και της άρεσαν όλα τα είδη μουσικής και όλα τα χρώματα εξίσου και όλα τα πράγματα στη Γη, και έμοιαζε να έχει θετική προδιάθεση για τα πάντα. Δεν της την έπεσα. Δεν έκανα τίποτα απολύτως. Έστησα τη σκηνή μου και κάθισα δίπλα στα άλλα παιδιά στην παραλία και βοήθησα στο ψήσιμο του κρέατος και έπαιξα ποδόσφαιρο και έκανα παρέα μαζί τους χωρίς να μιλάω πολύ και προσπαθώντας να μην κοιτάζω τις κοπέλες που έκαναν μπάνιο τόπλες ή ολόγυμνες πολύ έντονα και φανερά, και όταν πήγα να κολυμπήσω αποκαμωμένος το πρώτο απόγευμα και με το νύχι στο μεγάλο μου δάχτυλο του αριστερού ποδιού να πονάει από την μπάλα, η Βίκυ ήρθε μαζί.

Δεν έχω ιδέα πότε είχε αποφασίσει ότι εγώ θα είμαι ο εραστής της αυτό το τριήμερο. Δεν ξέρω τίποτα για τον τρόπο με τον οποίο κάνουν τις επιλογές αυτές οι γυναίκες, και δεν ξέρω απολύτως τίποτα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό ενός 21χρονου κοριτσιού. Οι άνθρωποι αυτής της ηλικίας έχουν μια θρασύτητα και μια αυτοπεποίθηση που δεν πηγάζει από πουθενά: είναι σαν παιδάκια ακόμα, μα με την υποσυνείδητη γνώση πως έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους, πως τώρα ξεκινάνε, πως τα πάντα είναι ανοιχτά και πιθανά στο μέλλον τους και πως τα δικαιούνται όλα.

Η Βίκυ ήταν επιδέξια και καθόλου ντροπαλή και εξαιρετικά ειλικρινής και άνετη. Μου είπε λεπτομέρειες για τον γκόμενό της που είχε πάει αλλού διακοπές και για τη σχέση τους και ότι ήξερε ότι την κερατώνει αλλά δεν την ένοιαζε επειδή κι αυτή τον κεράτωνε και ότι της αρέσει να κάνει σεξ όταν την κοιτάνε και ότι μερικές φορές φασώνεται με τις φίλες της. Στην παραλία έκανε μπάνιο ολόγυμνη. Με έκανε να νιώθω σαν τους γέρους που πάνε διακοπές σ’ ένα ξένο μέρος και οι ντόπιοι τους κοροϊδεύουν επειδή δεν ξέρουν τη γλώσσα. Όταν έφυγε για να πάει να βρει τον γκόμενό της και τους φίλους τους στη Γαύδο, ένιωσα θλίψη και ζήλια. Η ζωντάνια και ο ενθουσιασμός της μπορεί να ήταν αφελή και εξουθενωτικά πράγματα, αλλά πιο πολύ ένιωθα κάτι άλλο γι’ αυτή, κάτι πολύ έντονο και αληθινό, το ίδιο πράγμα που νιώθω για κάθε γυναίκα που μ’ έχει αφήσει ποτέ να μπω μέσα της, ακόμα κι αυτές για τις οποίες δεν ένιωθα τίποτ’ άλλο, όπως την καθηγήτρια Χρύσα: ευγνωμοσύνη.

Δεν της έχω ξαναμιλήσει έκτοτε.

 

Στα Χανιά ζούσα πρακτικά μόνος μου. Ο πατέρας μου και η Ντέμπορα περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στην πανσιόν, στην Παλιά Πόλη, την οποία διαχειρίζονταν μόνοι τους, κι εγώ έμενα στο σπιτάκι τους διαβάζοντας βιβλία και χαζεύοντας στο ίντερνετ. Οι πολύβουες παραλίες γύρω από τα Χανιά δε μου άρεσαν και οι ωραίες παραλίες στα νότια ήταν μακριά, οπότε σύντομα σταμάτησα να πηγαίνω για μπάνιο στη θάλασσα και άρχισα να συχνάζω σ’ ένα ξενοδοχείο που ανήκε σε κάποιο γείτονα που ήταν γνωστός της Ντέμπορας. Είχε τρεις πισίνες, μια μεγάλη και ρηχή για τον πολύ κόσμο, μια μικρή και παιδική και μια μακρόστενη και βαθιά, που ήταν ό,τι πρέπει για κολύμπι. Άρχισα να πηγαίνω κάθε πρωί. Το ξενοδοχείο απευθυνόταν κυρίως στη Βορειοευρωπαϊκή αγορά και ήταν γεμάτο Γερμανούς και Σκανδιναβούς. Κάποιοι από αυτούς κολυμπούσαν από τις επτά το πρωί, άλλοι έρχονταν κατά τις έντεκα, έχοντας χωνέψει το πρωινό. Εγώ πήγαινα λίγο πριν από τις δέκα, όταν δεν ήταν κανείς. Κολυμπούσα για μια ώρα, λιαζόμουν λίγο για να στεγνώσω κι έφευγα, καθώς γύρω από τη διπλανή μεγάλη πισίνα άρχισε να μαζεύεται η ξανθωπή πιτσιρικαρία.

Μια μέρα είχε συννεφιά και αέρα και όταν έφτασα στο ξενοδοχείο μου έφυγε η όρεξη για κολύμπι, αλλά δεν έφυγα αμέσως. Έκανα μια βόλτα ανάμεσα στον κόσμο, που καθόταν στις ξαπλώστρες με τα μαγιό λες και είναι μια κανονική, ηλιόλουστη μέρα, ψηλοί, ξανθοί άντρες και ψηλές νταρντανογυναίκες και παιδάκια με ξανθά κεφάλια που έτρεχαν κι έπαιζαν και γελούσαν και φώναζαν, αλλά μ’ έναν τρόπο πιο ήπιο απ’ των δικών μας, πιο ντροπαλό και πολιτισμένο.

Κάθισα σε μια καρέκλα λίγο απόμερα και κοίταζα τους ανθρώπους και στο βάθος την ανταριασμένη θάλασσα και τότε είδα ένα κοριτσάκι ξανθό και ηλιοκαμένο με μια φωτογραφική μηχανή από αυτές τις αδιάβροχες, που ήταν κρυμμένο πίσω από ένα φοίνικα και μ’ έβγαζε φωτογραφία. Έκανα ότι δεν το είδα κι έβγαλα από την τσέπη μου το κινητό και έκανα πως κάτι παίζω και μετά το σήκωσα προς το φοίνικα και έβγαλα το κοριτσάκι φωτογραφία. Το κατάλαβε και χαμογέλασε και ντράπηκε και πλησίασε και το έβγαλα κι άλλη φωτογραφία και μετά γύρισα το κινητό από την άλλη και της έδειξα τις φωτογραφίες. Ντράπηκε περισσότερο. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε δυο κοτσίδες.

Το κοριτσάκι λεγόταν Γκούντρουν και ήταν από τη Φρανκφούρτη και είχε έναν αδερφό, τον Ντίτμαρ, που ήταν μικρότερος, και είχαν έρθει για διακοπές με τη μαμά τους, την Ούλρικε. Αυτά μου τα είπε η μαμά τους, η Ούλρικε, που ήρθε και κάθισε δίπλα μου μετά από λίγο, και αφού η Γκούντρουν βαρέθηκε τις φωτογραφίες μου και γύρισε στην παιδική πισίνα με τα άλλα παιδιά.

Η Ούλρικε ήταν μια ψηλή γυναίκα με φαρδιά λεκάνη και στρογγυλούς ώμους και τα περιττά κιλά μιας αυτάρεσκης ευμάρειας, που για μένα είναι σχεδόν πάντα ελκυστικά. Και τα δικά της μαλλιά ήταν πλεγμένα σε δυο κοτσίδες, καστανές. Φορούσε μόνο το μικροσκοπικό κάτω μέρος ενός λευκού μαγιό.

Μου μίλησε στα αγγλικά και λίγο στα γερμανικά, όσο καταλάβαινα, για τα παιδιά της και για την Κρήτη που την αγαπούσε και πως ερχόταν διακοπές στην Ελλάδα εδώ και είκοσι ένα χρόνια, και της είπα για τον πατέρα μου και την γκόμενά του που ζούσαν εδώ και μου είπε πως τους θεωρεί πολύ τυχερούς που ζουν στην όμορφη Ελλάδα και της είπα πως κανείς δεν είναι τυχερός που ζει στην όμορφη Ελλάδα και μετά από λίγο η κουβέντα μας έγινε πολύ πιο άνετη και χαλαρή και άρχισα να κλέβω ματιές από τα τεράστια βυζιά της, που έτρεμαν συθέμελα κάθε που γελούσε, και σκέφτηκα πως αυτός ήταν ένας τρόπος να μιλά κανείς τα πρώτα πέντε λεπτά στις γυναίκες, να διαλέγουν αυτές το θέμα, και ένας άλλος τρόπος είναι να έχετε τόσες διαφορές που κάθε θέμα να είναι άξιο κουβέντας και προσπαθούσα να την κάνω να γελάει όλο και περισσότερο και σκέφτηκα πως η Ούλρικε ερχόταν στην Κρήτη όσα χρόνια η Βίκυ υπήρχε.

Λίγη ώρα μετά σηκώθηκε και μου είπε ότι θα πάει τα παιδιά στον παιδικό σταθμό, όπου τα κοιμίζουν για μεσημέρι, και μόλις το είπε αυτό περίμενε για λίγα δευτερόλεπτα και ευτυχώς το κατάλαβα και τη ρώτησα αν πεινάει.

Φάγαμε πάρα πολύ γρήγορα τηγανητές πατάτες και χωριάτικη σαλάτα κι ένα λουκάνικο, γιατί όλα τα άλλα πράγματα στο μενού της ταβέρνας του ξενοδοχείου θα έπαιρναν πολλή ώρα να γίνουν, και ήπιαμε δυο κοκακόλες και πήγαμε στο δωμάτιό της. Το σώμα της ήταν τεράστιο και μαλακό και χορταστικό. Ένιωθα την ευγνωμοσύνη μου να εκκρίνεται από τους πόρους μου και να χύνεται πάνω της και να την πλημμυρίζει και νόμισα ότι ένιωσα το ίδιο να αναδύεται από την ίδια, μα ήταν κάτι πολύ ασυνήθιστο και μπορεί να έκανα λάθος.

Σταματήσαμε όταν ήρθε η ώρα να πάει να πάρει τα παιδιά από τον παιδικό σταθμό, αλλά μου ζήτησε να έρθω ξανά το βράδυ, αφού τα κοίμιζε, κατά τις δέκα.

Το βράδυ τη ρώτησα γιατί είχε διαλέξει εμένα. Της είπα ότι και δυο άλλες γυναίκες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους και με την ίδια, με είχαν διαλέξει πρόσφατα και δεν καταλάβαινα το γιατί.

«Du hast schöne, traurige Augen», μου είπε.

Τα μάτια μου είχαν μια θλίψη μέσα τους, πολύ βαθιά, κι αυτό οι γυναίκες το καταλαβαίνουν και τις ελκύει. Έτσι μου είπε.

Της εξήγησα το λόγο της θλίψης. Μιλούσαμε μέχρι τις πέντε το πρωί.

 

Λίγες μέρες μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα πήγα στο κομμωτήριο που βρισκόταν πιο κοντά στο σπίτι μου για να κουρευτώ. Μια καινούργια κομμώτρια, που δεν είχα ξαναδεί, με χαιρέτησε εγκάρδια και με ρώτησε αν θέλω να με λούσει και εγώ της είπα ναι, αν και ποτέ δεν έλεγα ναι σ’ αυτή την ερώτηση, αλλά σ’ εκείνη δεν ήθελα να πω όχι. Ήταν γεματούλα και πάρα πολύ νέα και λίγο θλιμμένη. Μου μάλαξε το κεφάλι σαν τα χέρια της να είναι ερωτευμένη ερωμένη και σαν το κεφάλι μου να είναι πέος, και μετά κάθισα ξανά στην καρέκλα με τα μαλλιά βρεγμένα και κανείς άλλος δεν ήταν στο κομμωτήριο, και όταν μου έκοβε τα μαλλιά από το πλάι ερχόταν πολύ κοντά μου και ακουμπούσε πάνω στο χέρι μου, που ήταν στο μπράτσο της καρέκλας, και πάνω στο μπράτσο μου, κι ένιωθα τη μαλακή σάρκα της κοιλιάς της, από χαμηλά στο ύψος των γοφών μέχρι λίγο κάτω από τα πλούσια βυζιά της, να τρίβεται πάνω μου και μου σηκώθηκε λίγο και της είπα αυτό που σκεφτόμουν, δηλαδή ότι πάντα ήθελα να το κάνω με κομμώτρια. Επίσης πάντα ήθελα να το κάνω με πωλήτρια εμπορικού καταστήματος, αλλά αυτό δεν της το είπα. Η έκφρασή της, όπως την είδα από τον καθρέφτη, ήταν μια έκφραση έκπληξης, και δε μου απάντησε αμέσως και για λίγο σταμάτησε να μου κόβει τα μαλλιά και το ψαλίδι της αιωρείτο για μερικές στιγμές πάνω απ’ το κεφάλι μου και μου μπήκαν αμφιβολίες, ότι ίσως δεν πρέπει να λες τέτοιες κουβέντες σε ανθρώπους που δεν ξέρεις την ώρα που κρατάν αιχμηρά αντικείμενα πολύ κοντά στο δέρμα σου, μα τότε διαπίστωσα πως η σάρκα της κοιλιάς της εξακολουθούσε να είναι κολλημένη πάνω στο χέρι μου, σφιχτά, και δεν απομακρύνθηκε.

Το κάναμε πολύ βιαστικά και κάπως άγρια στο πίσω δωματιάκι, δίπλα στις σκούπες και στα κουτιά με τα σαμπουάν και τις βαφές. Δεν ξέρω γιατί, και δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτή. Μπορεί να είναι παντρεμένη σε γάμο δυστυχισμένο και τα θλιμμένα μου μάτια να της προκάλεσαν εμπιστοσύνη και οίκτο. Μπορεί να είναι νυμφομανής. Μπορεί να είναι ερωτευμένη μαζί μου και η συνεύρεσή μας να ήταν η κορύφωση ενός υπερδεκαετούς πάθους που σιγόκαιγε βαθιά στην καρδιά και στα λαγόνια της. Δεν έχουμε κουβεντιάσει ποτέ. Δεν ξέρω το επίθετό της. Το όνομά της είναι Λίνα. Έκτοτε έχω κουρευτεί άλλες δύο φορές εκεί, αν και δε χρειαζόταν. Τα μαλλιά μου μακραίνουν σχετικά αργά. Το ξανακάναμε τη μία από αυτές – την άλλη είχε κόσμο μέσα το κομμωτήριο και μ’ έδιωξε. Δεν έχω το τηλέφωνό της καν. Μάλλον δε θα την ξαναδώ ποτέ.

 

Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο φίλος μου ο Νικήτας έκανε πάρτι για τη γιορτή του και, μετά από κάποια παρακάλια, δέχτηκα να πάω. Υπήρχε πολύς κόσμος στο μπαρ που το έκανε, κόσμος από τη διαφημιστική στην οποία δούλευε και φίλοι του ταγάρια και ελάχιστοι φίλοι του πρεζόνια. Όλες οι γυναίκες ήταν όμορφες και όλοι οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και ξεχειλίζαμε έξω από το μπαρ στην πλατεία και ο κόσμος έπινε εναλλάξ ποτά από το μπαρ και μπίρες από το περίπτερο και ήθελα να μπω σε όλες τις γυναίκες, τόσο πάνω απ’ τη γραμμή ήταν, μα δεν μπήκα σε καμία τους και πήρα ένα ταξί και γύρισα στο σπίτι μόνος.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας πέτυχα την ξανθιά με τα βυζιά, η οποία έψαχνε τα κλειδιά της εξώπορτας σε μια μεγάλη τσάντα και έμοιαζε λίγο τσατισμένη και της άνοιξα την πόρτα χαμογελώντας και με κοίταξε και ήμασταν και οι δύο λίγο μεθυσμένοι, αλλά νομίζω ότι και νηφάλιος να ήμουν πάλι θα τη χούφτωνα. Μπήκαμε στο ασανσέρ και τη φίλησα και της άνοιξα το ντεκολτέ αμέσως κι έπιασα τα βυζιά της και ήταν όλα άβολα και θολά και μετά το φως του ασανσέρ έσβησε και, ψηλαφητά, με το ένα χέρι, βρήκα το κουμπί και πάτησα το «1» και πήγαμε στο δικό της διαμέρισμα, όπου τότε έμενε ακόμα μόνη, και δε σταμάτησα να πιάνω τα βυζιά της μέχρι που ξημέρωσε.

Ποτέ δεν επαναλήφθηκε αυτό το πράγμα μεταξύ μας, παρ’ όλο που συχνά το σκεφτόμουν, ήθελα να κατέβω μα δεν τολμούσα, και αυτή δεν ανέβηκε ποτέ και δε μιλήσαμε ποτέ γι’ αυτό και λίγο καιρό μετά άρχισε να εμφανίζεται ο πιτσιρικάς ο γυμνασμένος κι άτριχος κι έτσι τώρα η βραδιά στης ξανθιάς με τα βυζιά είναι μόνο μια θαμπή μα ευχάριστη ανάμνηση κι ένα απωθημένο εκπληρωμένο.

 

Αυτά εδώ τα γράφω γιατί είμαι ένας άντρας τριάντα δύο ετών και στη ζωή μου έχω κάνει λίγα πράγματα και έχω επηρεάσει ελάχιστες ζωές άλλων. Μα πώς μετριέται η ύπαρξη; Ποιος μετράει αυτά που έχουμε κάνει, αν είναι καλά ή κακά, πολλά ή λίγα; Είμαι μόνος μου σ’ ένα κολυμβητήριο αυτή τη στιγμή, και για την ανθρωπότητα το αν υπάρχω εδώ μέσα ή όχι δεν έχει καμία συνέπεια. Η ύπαρξή μου σ’ αυτό εδώ το χωροχρονικό σημείο δεν έχει νόημα, δεν καταγράφεται στο συμπαντικό γίγνεσθαι, δεν το επηρεάζει. Τι το επηρεάζει; Αυτό εδώ το κείμενο, όταν θα διαβαστεί, ίσως. Όλες οι αλληλεπιδράσεις μου με τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι σημαντικές και οι λιγότερο σημαντικές. Οι γυναίκες μέσα στις οποίες μπήκα μετράνε. Μετρήσαν στη ζωή μου και μέτρησα στη ζωή τους με τρόπο απτό, σχεδόν συμβολικό. Μπαίνοντας μέσα τους σφράγισα τη σημασία μου. Μέσα σε καθεμία από αυτές, και τις άλλες, τις προηγούμενες, επιβεβαίωσα την ύπαρξή μου. Ήταν επιβεβαίωση λίγη, και ανούσια, τα γράφω όλ’ αυτά στο μανιφέστο μου, κεφάλαιο είκοσι πέντε. Αλλά ήταν κάτι. Μακάρι να ήμουν λιγότερο ανασφαλής ή πιο πλήρης και να είχα κάνει πιο ουσιαστικά πράγματα, να είχα επηρεάσει τις ζωές των άλλων καλύτερα, περισσότερο. Μακάρι να μη μου είχαν πάρει τη γυναίκα που είχα βρει, και να φτιάχναμε μαζί περισσότερα πράγματα, ίσως και ανθρώπους. Μακάρι, τέλος πάντων, να ήμουν πιο γοητευτικός και πλήρης και να κατάφερνα να έβαζα τη σφραγίδα μου περισσότερες φορές. Δεν ήμουν. Αυτά μπόρεσα. Τα γράφω εδώ για να τα κάνω λίγο πιο αληθινά.

 

Κάποια στιγμή, τον περασμένο Δεκέμβριο, σε εκδήλωση μιας εταιρείας καλλυντικών, της ίδιας που με είχε στείλει πριν από χρόνια στο Παρίσι, όπου είχα πάει μόνο και μόνο επειδή γινόταν σ’ ένα εστιατόριο που μου άρεσε αλλά που πλέον ήταν πολύ ακριβό για τα μέτρα μου, συνάντησα μια στενόμακρη ξανθιά με σοβαρό γαλάζιο βλέμμα και μακρύ λαιμό, που έμοιαζε να προσπαθεί ν’ απομακρύνει το κεφάλι της από τη βρόμα της πραγματικότητας, όσο το δυνατό μακρύτερα.

Της μίλησα ελπίζοντας τα μάτια μου να έχουν αρκετή θλίψη μέσα.

Την έλεγαν Χριστίνα.