ΕΧΕΙ ΣΧΕΔΟΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ ΤΩΡΑ. Από το σημείο του καναπέ που κάθομαι βλέπω τον ουρανό στην ανατολή να έχει πάρει ένα χρώμα βαθύ μπλε που σε λίγο θα γίνει βαθύ μοβ και μετά θ’ αρχίζει να ροδίζει και μετά θα βάλει και λίγο ξεπλυμένο κίτρινο μέσα και μετά θα βγει ο ήλιος και θα με στραβώσει. Το ξέρω από τις φορές που έχω περάσει τη νύχτα σ’ αυτόν εδώ τον καναπέ παίζοντας εκείνο το video game με τον Ασασίνο που σκαρφαλώνει στους τοίχους των κτηρίων της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πριν από λίγο μπήκα στο σπίτι. Γύρισα μόνος.
Ήξερα ότι αυτή η έξοδος δε είναι καλή ιδέα από το πρωί, όταν το τηλέφωνό μου χτύπησε και ήταν ο Νικήτας και ήθελε να μου θυμίσει ότι το βράδυ έχουμε να πάμε στο πάρτι μασκέ και θα είναι όλοι οι φίλοι μας και να μην είμαι μαλάκας και να ντυθώ γιατί είμαι πάντα μαλάκας.
Με πήρε τηλέφωνο στις έντεκα το πρωί, πάνω που είχα γαληνέψει και είχα αποκοιμηθεί μετά από το ταξίδι της επιστροφής, και μετά δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ. Έφτιαξα έναν εσπρέσο στην καφετιέρα, την οποία δε χρησιμοποιώ ποτέ και την οποία κανονικά θα έπρεπε να έχω καθαρίσει πρώτα με μια διαδικασία μπελαλίδικη, που μεταξύ άλλων χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις ξίδι, και ξίδι στο σπίτι δεν έχω, και βαριόμουν, οπότε απλά έφτιαξα τον εσπρέσο και δοκίμασα μια γουλιά και δεν πινόταν και τον έφτυσα και τον πέταξα. Έστειλα μήνυμα στη Χριστίνα για το πάρτι. Θυμόμουν ότι το πάρτι ήταν μασκέ και ότι είχε και συγκεκριμένο θέμα, το οποίο ήταν Ρωμαϊκό Συμπόσιο. Με ρώτησε τι θα ντυθώ εγώ και της απάντησα: «Όχι».
Πήγα στο σουπερμάρκετ που είναι κοντά στο σπίτι μου με το αυτοκίνητο και αγόρασα αρκετά πράγματα για τις επόμενες δέκα μέρες, μακαρόνια και προσανάμματα για το τζάκι και κοκακόλες και ψωμιά για τοστ και τριμμένο τυρί και χαρτί κουζίνας και αβγά και σάλτσα για τα μακαρόνια και φιλέτο κοτόπουλο και γιαούρτια και μήλα, και πήρα και ξίδι. Η ταμίας Σόνια είχε ακόμα το πιο θλιμμένο βλέμμα στον κόσμο και ήθελα να τη φιλήσω στα μάτια.
Η γυναίκα που έκανε το πάρτι δούλευε παλιά ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων στην εταιρεία που δούλευα και ήταν πολύ πλούσια ή ήταν παντρεμένη μ’ έναν πολύ πλούσιο, τέλος πάντων ζούσε σ’ ένα γιγάντειο σπίτι στη Νέα Ερυθραία, στο οποίο είχα πάει μια φορά όταν είχε κάνει πάρτι για τα γενέθλιά της και τότε της είχα πιάσει τον κώλο. Τη λένε Ηλιάνα.
Η Ηλιάνα είναι αρκετά πάνω απ’ τα σαράντα, αλλά από τις γυναίκες που πάντα θα είναι πάνω απ’ τη γραμμή, πιο ψηλή από μένα και εντυπωσιακή και έχει μακριά καστανόξανθα μαλλιά και μακρόστενο πρόσωπο με πολύ έντονα λακκάκια στα μάγουλα και μάτια μελιά και είναι πάντα ηλιοκαμένη. Θυμάμαι ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που γνώρισα η οποία είχε κάνει πλαστική στα βυζιά χωρίς να είναι διάσημη, χρόνια πριν γίνει μόδα στο γενικό πληθυσμό, και θυμάμαι ότι της το είπα, την πρώτη ή τη δεύτερη φορά που της είχα μιλήσει, και θυμάμαι ότι έβαλε τα γέλια και ότι μου είπε ότι θα με άφηνε να της τα πιάσω αν ήμουν γκέι κι εγώ της είπα ότι είμαι γκέι και γέλασε πάλι και δε με πίστεψε. Ήταν φοβερή.
Η Ηλιάνα έφυγε από την εταιρεία νωρίς-νωρίς, ένα ενάμιση χρόνο αφότου πήγα εγώ, και πήρε μεταγραφή σ’ έναν από τους μεγάλους παραδοσιακούς ομίλους των ΜΜΕ για να κάνει την ίδια δουλειά, δημόσιες σχέσεις, αλλά με πολύ περισσότερα λεφτά. Την έβλεπα πότε-πότε στις στήλες με τα κοσμικά ανάμεσα σε διάσημους και διάσημες, μερικές φορές στο πλευρό του άντρα της, που ήταν κοντός, χοντρός και φαλακρός με τρόπο που δε βλέπεις πια, φαλακρός περήφανα, με ένα πλήρες U από μαύρες τρίχες φυσιολογικού μήκους γύρω-γύρω από ένα λαμπερό θόλο γυμνής σάρκας. «Επιχειρηματίας» ήταν η ιδιότητά του. Απ’ ό,τι ξέρω, ασχολείται με νυχτερινά κέντρα.
Πότε-πότε η Ηλιάνα μας έστελνε προσκλήσεις για events και παρουσιάσεις που είχαν σχέση με την εταιρεία της, και σε μία από αυτές τις παρουσιάσεις της είπα την ιστορία με τον Τάκη Πατατάκη και ενθουσιάστηκε και με κάλεσε μαζί με τον αδερφό μου, που τον ήξερε, και τον Νικήτα, που ήθελε οπωσδήποτε να γνωρίσει, στο σπίτι της για το πάρτι που έκανε για τα γενέθλιά της. Ο αδερφός μου δεν μπορούσε να έρθει, η Ζωή δεν ήθελε να έρθει, οπότε πήγαμε εγώ και ο Νικήτας και η Ηλιάνα ενθουσιάστηκε που τον γνώρισε κι εμένα με αγκάλιασε πολύ εγκάρδια κι ένιωσα τα υπερμεγέθη βυζιά της να ζουπιούνται πάνω στο στήθος μου και αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν ένα περίεργο πάρτι γιατί δεν ήξερα κανέναν και παρ’ όλα αυτά είχα βαλθεί να μιλάω σε όλους για να μη βαριέμαι, και έπινα, έπινα πολύ, και επίσης επειδή ο Νικήτας έφυγε πολύ νωρίς με μια κοπελίτσα που γνώρισε στο πάρτι, κάτι που είχε πολλά χρόνια να συμβεί. Τέλος πάντων, προς το τέλος του πάρτι κι ενώ ήμουν τύφλα, έψαχνα την οικοδέσποινα για να την αποχαιρετήσω και πέρασα δίπλα από ένα δωμάτιο που ήταν κάβα, και εκεί μέσα ήταν η Ηλιάνα και έψαχνε στα ραφάκια με τα κρασιά. Μπήκα από τη μισάνοιχτη πόρτα και τρόμαξε λιγάκι και το πρόσωπό της δεν ήταν καθόλου χαρούμενο, αλλά παρ’ όλα αυτά χαμογέλασε όταν με είδε και της είπα ότι φεύγω και καθώς έμπαινα στο δωμάτιο έσπρωξα πίσω μου την πόρτα για να κλείσει λίγο περισσότερο από πριν και την πλησίασα και άρχισε να μου λέει για το κρασί που ψάχνει και της είπα κάτι αστείο που δε θυμάμαι και γέλασε και μετά κάτι άλλο είπαμε και μετά τη ρώτησα αν θυμάται ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που της είχα πει και μου είπε πως όχι και της το ξαναείπα και μου είπε α, ναι και γέλασε ξανά και έσκυψα και τη φίλησα στο στόμα και της έπιασα τον κώλο που ήταν στρογγυλός και πιο μαλακός απ’ ό,τι φανταζόμουν και μ’ έσπρωξε και μου είπε μη, αλλά αφού πρώτα είχαν μεσολαβήσει περίπου πέντε δευτερόλεπτα.
Μας είχε στείλει την πρόσκληση για το σημερινό πάρτι μασκέ ένα μήνα πριν, και την είχα βρει κακόγουστη.
«Εδώ το σύμπαν καίγεται κι εμείς θα κάνουμε πάρτι;» είπα.
«Και γιατί όχι;» είχε πει ο Νικήτας.
Τη συζήτηση, θυμάμαι, την είχαμε κάνει στο γραφείο του, στη διαφημιστική.
«Γιατί πρέπει να αφουγκραζόμαστε το πνεύμα της εποχής. Η εποχή δε σηκώνει πάρτι, και δη μασκέ».
«Η κρίση είναι σημαντικό πράγμα που επηρεάζει πολλά, αλλά δεν επηρεάζει τα πάντα. Δε θα σταματήσεις να γαμάς επειδή έχει κρίση. Δε θα σταματήσεις να βλέπεις τηλεόραση. Στην Κατοχή ο κόσμος πήγαινε θέατρο. Στη χούντα πλημμύριζαν τα σινεμά. Η κρίση κάνει τα πάντα δύσκολα, αλλά η ζωή συνεχίζεται», είχε πει ο Νικήτας, και αυτή ήταν μια από τις λίγες φορές που με είχε πείσει με επιχειρήματα για οτιδήποτε. Ήταν μια από τις λίγες φορές που οποιοσδήποτε με είχε πείσει ποτέ για οτιδήποτε.
Το θέμα του πάρτι ήταν «Ρωμαϊκό Συμπόσιο», έλεγε η πρόσκληση, κι εγώ φόρεσα ένα γκρι κοστούμι μ’ ένα μπλε πουκάμισο, σαν αυτά που φοράνε οι οδηγοί λεωφορείων, και καφέ δερμάτινα μποτάκια και καφέ ζώνη κι ένα παλιό παλτό από πάνω, που το είχα αγοράσει όταν είχε βγει στα σινεμά το «Matrix» και ήμουν πολύ πιο στρουμπουλός και κυλινδρικός. Κοίταξα για κάμποση ώρα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και μετά έφυγα αργοπορημένος για το σπίτι της Χριστίνας με το μπλε πετρελαιοκίνητο τζιπ του πατέρα μου. Έξω έκανε κρύο κι οι γειτονιές μυρίζαν τζάκι.
Η Χριστίνα ζει μόνη της στο Νέο Ηράκλειο σε μια πολυκατοικία βαμμένη μπλε ελεκτρίκ. Η Χριστίνα φορούσε ένα μπεζ φόρεμα με πιέτες, που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αρχαιοελληνικό, και είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε αλογοουρά και φορούσε μπεζ ψηλοτάκουνα παπούτσια με κόκκινους πάτους και ήταν όμορφη και μακρόστενη. Το χαμόγελό της ήταν αληθινό και πλατύ.
Δεν ξέρω γιατί τη συγκεκριμένη στιγμή που μπήκε στο αυτοκίνητο είχα νεύρα. Μερικές φορές οι άνθρωποι έχουν νεύρα. Η διάθεση είναι πολυπαραγοντικό σύστημα, επηρεάζεται από πράγματα πολυάριθμα και όχι πολύ καλά κατανοητά, και έχει πολύ μακρινά άκρα ανάμεσα στα οποία κυμαίνεται. Ήμουν άυπνος και κακοδιάθετος και χωρίς πολλή όρεξη. Δε μου έφταιγε η Χριστίνα. Μερικές φορές δεν είμαι πολύ καλή παρέα.
Στο δρόμο περάσαμε έξω από μία καφετέρια που λεγόταν «ΝΑΡΓΙΛΕ» και εκεί μέσα γινόταν πάρτι. Το μέρος ήταν γεμάτο με ανθρώπους που ήταν ντυμένοι και βαμμένοι με χρώματα γκροτέσκα και από τα ηχεία ακουγόταν ένας βόμβος γεμάτος ανατολίτικη οιμωγή και λαγνεία. Το θέαμα με εκνεύρισε ακόμα περισσότερο, δεν ξέρω γιατί.
Όταν φτάσαμε στο μεγάλο σπίτι της Ηλιάνας στη Νέα Ερυθραία, η Χριστίνα ήταν ήδη θλιμμένη κι εγώ τη λυπόμουν γιατί το πρόσωπό της είναι φτιαγμένο για να λάμπει και ήταν κρίμα που την έκανα να λυπάται, αλλά δεν μπορώ να πάω κόντρα στη φύση μου και τέλος πάντων κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να δικαιούται να μην είναι πολύ καλή παρέα μερικές φορές.
Στο πάρτι φτάσαμε από τους τελευταίους. Όλοι ήταν ντυμένοι αρχαίοι Ρωμαίοι και Ρωμαίες και φορούσαν κλάδους ελαίας και ήταν χαμογελαστοί και υπέροχοι. Όλοι οι άντρες ήταν πολύ χαρούμενοι που βρίσκονταν εκεί και όλες οι γυναίκες ήταν πολύ πάνω από τη γραμμή. Είχε έρθει και ο Νικήτας, ο φίλος των αντιεξουσιαστών, ο θαμώνας των καταλήψεων, ο ρόκερ. Είχε ντυθεί λεγεωνάριος. Η κοπέλα του η Ευγενία, με παρελθόν στον πανεπιστημιακό συνδικαλισμό ως φλογερή κομμουνίστρια, φορούσε ένα λευκό φορεματάκι με χαώδες ντεκολτέ. Είχε ντυθεί εταίρα, προφανώς.
Όταν είμαι σε οποιοδήποτε περιβάλλον βρίσκεται έξω από τη φούσκα στην οποία ζω και δραστηριοποιούμαι, καταφεύγω πάντα στην ίδια κοινή αντίδραση: στη χλεύη. Βρίσκω έναν καλό συνένοχο και, καθώς είμαστε σε ξένο και άγνωστο περιβάλλον, χλευάζουμε τα χαρακτηριστικά του, που το κάνουν ξένο και άγνωστο προς εμάς. Η χλεύη βεβαίως είναι αντίδραση αρνητική, τοξική. Ο μόνος τρόπος να περάσω καλά σ’ ένα άγνωστο περιβάλλον είναι να μη βρω καλό συνένοχο κι έτσι ν’ αναγκαστώ να προσαρμοστώ και να συμμετάσχω. Σήμερα ο Νικήτας και η Ευγενία ήταν μέσα στο περιρρέον κλίμα και η Χριστίνα ήταν λιγομίλητη και κάπως τρομαγμένη από τη συμπεριφορά μου στο αυτοκίνητο και κατάλαβα ότι δε θα βρω εύκολα συνένοχο στη χλεύη και θα αναγκαστώ να συμμετάσχω, και γι’ αυτό πήγα κατευθείαν στο μπαρ για εφόδια, χωρίς να ρωτήσω τους άλλους τι θέλουν. Ένα χέρι με άρπαξε από τον ώμο, και ήταν ο Φρίξος.
«Φρίκη!»
«Τι κάνεις, ρε;»
«Καλά είσαι ρε, πού χάθηκες, ρε φρικαλέε;»
«Καλά είμαι, τις προάλλες ξεκίνησα στο γιούχα-τελεία-τζι-αρ».
«Τι είναι αυτό;»
«Ένα ειδησεογραφικό site».
«Καλή φάση. Σας πληρώνουν;»
«Λίγα πράγματα. Τουλάχιστον, απ’ ό,τι μου λένε τα παιδιά εκεί, τα βάζουν στην ώρα τους. Απομένει να το δούμε αυτό βέβαια».
«Καλό είναι κι αυτό».
«Εσύ;»
«Εγώ κάθομαι ακόμα. Ξεκουράζομαι. Τρώω τα λεφτά της αποζημίωσης».
«Α, ναι, εσύ πρόλαβες να πάρεις αποζημίωση».
«Εσύ τι ακούς, θα τα πάρετε ποτέ;»
«Χλομό».
«Μαλακία».
«Έχουμε βάλει μια δικηγόρο και μας λέει ότι θα είναι δύσκολο και θα πάρει χρόνο».
«Τους μαλάκες».
«Πολύ μαλάκες».
«Η Μελπομένη τι κάνει; Τ’ άλλα τα παιδιά;»
«Καλά είναι, μιλάμε πότε-πότε. Η Μελπομένη έχει πάει στο ιατρείο του πατέρα της και κάνει τη γραμματέα. Ο Χάρης πήγε στο χωριό του».
«Έλα, ρε!»
«Ναι, στην Καλαμάτα κάπου. Η Δέσποινα είναι εδώ, την είδες;»
«Όχι, κανένα δεν έχω δει. Τώρα ήρθαμε».
Και μετά ήρθε η σειρά μου στο μπαρ και πήρα ένα μοχίτο κι ένα λευκό κρασί και γύρισα στους άλλους. Έδωσα το λευκό κρασί στη Χριστίνα.
«Δε θέλω κρασί», είπε.
Της έδωσα το μοχίτο.
«Καλά, φέρε το κρασί».
Ο Νικήτας και η Ευγενία κάπου χάθηκαν και μείναμε με τη Χριστίνα να ρουφάμε το ποτό μας και να κοιτάμε τον κόσμο χωρίς να μιλάμε. Βρισκόμασταν σ’ ένα αχανές, σκοτεινό φουαγέ. Σε μια γωνία είχε ντουλάπες, όπου αφήσαμε τα παλτά μας, στην απέναντι γωνία ήταν το μπαρ και στις άλλες πλευρές του χώρου είχε πόρτες, δυο διαδρόμους που οδηγούσαν σε μυστήριες σκοτεινιές (ο ένας διάδρομος οδηγούσε στην κάβα) και δυο σκάλες που οδηγούσαν στον επάνω όροφο, που ήταν επίσης σκοτεινός. Τα μόνα φώτα προέρχονταν από πράσινα και κόκκινα λέιζερ που φώτιζαν τους τοίχους στο ρυθμό της μουσικής. Η μουσική ήταν ακατάληπτα ντάπα ντούπα. Ο κόσμος δεν είχε κανένα φόβο ή ανασφάλεια στα μάτια. Όλοι είχαν κάνει ένα διάλειμμα από την πραγματικότητα και κοιτάζονταν και χαμογελούσαν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μου ήρθε μια παρόρμηση να κάνω κάτι τρελό, ν’ αρπάξω ένα μικρόφωνο και ν’ αρχίσω να διαβάζω το Μνημόνιο 2 ή κάτι τέτοιο, γιατί όλοι οι άνθρωποι έμοιαζαν ευτυχισμένοι κι εγώ ήξερα ότι δεν ήταν κι αυτό μου προκαλούσε εκνευρισμό. Τελείωσα το μοχίτο μέσα σε πέντε λεπτά. Η Χριστίνα είχε βγάλει το κινητό και το κοίταζε κι αυτό μ’ εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. Πήγα προς το μπαρ για να πάρω άλλο ποτό, και τότε είδα την Ηλιάνα.
Φορούσε μακρύ κόκκινο φόρεμα κι ένα επίχρυσο στεφάνι στα μαλλιά και ήταν πιο λεπτή απ’ ό,τι τη θυμόμουν και το ντεκολτέ της ήταν όπως το θυμόμουν και όταν τα βυζιά της ζουλήχτηκαν πάνω μου ένιωσα πάλι ωραία και όταν τη φίλησα σταυρωτά κατά λάθος τη φίλησα στο αφτί. Μου είπε πως χαίρεται που με βλέπει και πως μαθαίνει τα νέα μου και μου χάιδευε το μπράτσο όταν μου το έλεγε αυτό και καταλάβαινα τι εννοούσε. Δεν της γνώρισα τη Χριστίνα που ήταν πίσω μου και δε μου γνώρισε τον άντρα της που ήταν δίπλα της κι έπινε ουίσκι, παρ’ όλο που το μπαρ δε σέρβιρε ουίσκι, και ήταν ντυμένος με κοστούμι, όπως εγώ. Τα μαλλιά που στεφάνωναν την καράφλα του είχαν γκριζάρει λιγάκι.
Επιστρέφοντας από το μπαρ με το ποτό μου είδα ότι η Χριστίνα είχε ξαναβρεί την Ευγενία και είχαν πιάσει κουβέντα και αυτό ήταν καλό. Ο Νικήτας δε φαινόταν πουθενά και ο κόσμος είχε αρχίσει να χορεύει κι ένιωσα την ανάγκη με κάποιον να χλευάσω, οποιονδήποτε. Στη βάση της μιας από τις σκάλες, ακουμπισμένη στον τοίχο και μ’ ένα ποτό στο χέρι, στεκόταν η Δέσποινα.
Η Δέσποινα είναι γραφίστρια και ήταν από τους αγαπημένους μου ανθρώπους στον κόσμο όταν δουλεύαμε μαζί, γιατί είχε πολλή πλάκα και θαύμαζε αυτά που έγραφα και κάναμε καλή παρέα και είχε σκουλαρίκι στο φρύδι, δύο στον αφαλό και ένα στη γλώσσα και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι έχει και στη ρώγα, αν θυμάμαι καλά κάτι καλοκαίρια με μπλουζάκια κολλητά. Ένιωσα μια τρομερή χαρά όταν την είδα. Χάρηκε κι αυτή. Αρχίσαμε να μιλάμε με την οικειότητα και την άνεση που είχαμε παλιά.
Μετά το άρθρο 99 της εταιρείας μας είχε δουλέψει για λίγο σε μια μικρή εταιρεία που εξέδιδε καταλόγους, αλλά μετά από δύο μήνες την έδιωξαν, γιατί έχασαν δύο μεγάλους πελάτες και δεν μπορούσαν να την πληρώνουν πια. Τώρα προσπαθούσε να μάθει web design για ν’ αρχίσει να δουλεύει στο ίντερνετ.
Η Δέσποινα είναι κοντή και πολύ λεπτή, ένα μικροσκοπικό πλάσμα με μεγάλα μάτια και πολύ λευκό δέρμα. Έχει το ύφος και τη συμπεριφορά αγοροκόριτσου και το φορεματάκι με τις πιέτες που φορούσε σήμερα έμοιαζε παράταιρο, ξένο πάνω της. Στην αριστερή ωμοπλάτη έχει τατουάζ, έναν πολύχρωμο δράκο. Τα μαλλιά της είναι μαύρα και κομμένα ασύμμετρα, με τσουλούφια.
Η Δέσποινα ήταν ο άνθρωπος που μου είχε δανείσει το αυτοκίνητό της για να πάω στο ατύχημα της γυναίκας μου πέρυσι.
Μέσα σε άλλα πέντε λεπτά τελείωσα και το δεύτερο μοχίτο και τη ρώτησα τι ποτό θέλει και μου είπε και πήγα στο μπαρ και της έφερα το ποτό και συνεχίσαμε να πίνουμε και να μιλάμε, και πάντα είχα στο μυαλό μου ότι κάπου είναι η Χριστίνα και δε γνωρίζει κανέναν εκεί μέσα πέρα από τον εξαφανισμένο Νικήτα και την Ευγενία, αλλά αυτό που ήθελα ήταν να μιλήσω με τη Δέσποινα, προτιμούσα να μιλάω μ’ αυτή και να κοιτάζω αυτή εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή του χρόνου, και κατά τη γνώμη μου είχα το δικαίωμα αυτό, και τότε και πάντα.
Είπαμε ιστορίες από το γραφείο, για κείνη τη φορά που έβρεξε τόσο πολύ που η έξοδος του πάρκινγκ είχε γίνει λίμνη και δεν μπορούσαμε να φύγουμε, και για τη φορά που πήρε φωτιά η καφετιέρα, και για τη φορά που κάποιος είχε χέσει έξω από τη λεκάνη στις γυναικείες τουαλέτες και είχε πασσαλείψει τα σκατά παντού, και για τη φορά που, τώρα, στα τελευταία, τους είχε τελειώσει το χαρτί και το σαπούνι στις τουαλέτες επειδή η εταιρεία δεν είχε να πληρώσει τους προμηθευτές. Το τρίτο μοχίτο έφυγε σαν νερό και καθώς της μιλούσα άρχισα να σκέφτομαι ότι το μοχίτο είναι καλοκαιρινό ποτό και κακώς το σερβίρουν χειμώνα, και ότι δεν έχω ακούσει ποτέ τη φωνή του άντρα της Ηλιάνας και άρα υπάρχει η πιθανότητα να είναι κωφάλαλος, και ότι αν έχεις πάρα πολλά λεφτά δε σε νοιάζει καθόλου πώς μοιάζει η καράφλα σου, και ότι δεν είναι καθόλου απίθανο, αν είμαστε ρεαλιστές, η Δέσποινα να έχει σκουλαρίκι και στο μουνί της.
Καθώς της μιλούσα για τα Χανιά και για τη βροχή και για το γουρουνάκι και για το κολύμπι και περί ανέμων και υδάτων, το χέρι μου γλίστρησε και της έπιασα τον κώλο κι αυτή δεν έκανε καμία κίνηση, κράτησε τον κώλο της εντελώς ακίνητο, μέσα στην παλάμη μου, μέχρι που πέρασαν περίπου δύο λεπτά και η κατάσταση έγινε κάπως άβολη και για τους δυο μας, καθώς η κίνηση αυτή θα έπρεπε να έχει κάποια συνέχεια, δεν μπορούσε να μείνει το χέρι μου εκεί για πάντα. Της έσφιξα αμυδρά το κωλομέρι σαν να της λέω αντίο και μετά μετέφερα το χέρι μου στη μέση της και τη χάιδεψα στιγμιαία και μετά σταμάτησα να την ακουμπάω τελείως. Της είπα ότι πάω να πάρω κι άλλο ποτό, αλλά δε μου ζήτησε να της φέρω κι αυτής και μάλλον ήξερε ότι δε θα γυρίσω στη γωνιά της, και μάλλον δεν την ένοιαζε.
Στο μπαρ ο Νικήτας με σταμάτησε και με κοίταξε με βλέμμα θολό και φωνή μεθυσμένη.
«Μαλάκα, τι κάνεις, είσαι με τα καλά σου, ρε μαλάκα;»
«Τι θες, χέσε μας, θα πιω».
«Την έχεις παρατήσει μοναχή της από τότε που ήρθατε, τι κάνεις;»
«Μου τα ’πρηξε στο αυτοκίνητο, τι να κάνω».
Είχε δίκιο, φυσικά. Προσπάθησα λίγο να σκεφτώ πίνοντας το τέταρτο μοχίτο και οι σκέψεις μου ήταν πια λίγο συγκεχυμένες και πρώτα απ’ όλα θυμήθηκα ότι δε μου αρέσει καθόλου το μοχίτο, γιατί με κάνει να αισθάνομαι τη γλώσσα μου στεγνή και με κάνει να θέλω να φάω κάτι γλυκό, όπως για παράδειγμα μέλι. Ξαφνικά δεν ήθελα καθόλου το μοχίτο που κρατούσα, αλλά δεν είχα δίπλα μου κάποια επιφάνεια για να το ακουμπήσω, οπότε το ήπια όλο μονορούφι, σαν να πίστευα πως έτσι θα εξαφανιζόταν και το ποτήρι. Γύρισα στο μπαρ και ζήτησα μια κοκακόλα κι αν έχουν μέλι και μου έδωσαν μια κοκακόλα και αποφάσισα πως πρέπει να γυρίσω στη Χριστίνα, αρκετά την είχα αφήσει μόνη, και στο δρόμο πέτυχα τον άντρα της Ηλιάνας και τον ρώτησα αν έχουν στο σπίτι μέλι. Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που μπορεί να ήταν οίκτος και μετά έβγαλε το πούρο του κι έκοψε την άκρη του με το δάχτυλο και πέταξε το κομματάκι κάτω κι έφερε το πούρο στο στόμα και έβγαλε έναν περίεργο αναπτήρα από την τσέπη, που είχε φλόγα σχεδόν αόρατη, και άναψε το πούρο του αργά και ομοιόμορφα και όλα αυτά τα έκανε πάρα πολύ αργά, και μετά τράβηξε μια καλή ρουφηξιά και κοίταξε το φωτισμένο από τα λέιζερ πλήθος που χόρευε και κοιτάξαμε για λίγο μαζί, αλλά ο καθένας μόνος του, το φωτισμένο, μεθυσμένο πλήθος, το ανέμελο κι ανυποψίαστο. Τι πλήθος περίεργο, άνθρωποι νέοι, μορφωμένοι, ευκατάστατοι, πλούσιοι ίσως, με όλο τον κόσμο στα πόδια και όλη τη γνώση στην τσέπη, παραδομένοι σε μια μηδενιστική, παγανιστική έκσταση, εκτός πραγματικότητας, αφασικοί, κοιμισμένοι. Πρέπει να ξυπνήσει αυτό το πλήθος. Πρέπει να έρθει στα συγκαλά του. Ο κόσμος καταρρέει γύρω του κι αυτό δεν το αντιλαμβάνεται. Πρέπει να ξυπνήσει σύντομα, πρέπει να ξυπνήσει σήμερα, δεν υπάρχει χρόνος για να γράψει μανιφέστα και να κοιτάξει στον καθρέφτη, είναι πολύ αργά τώρα, πλέον δεν είναι η ώρα για τις διορθώσεις, πλέον είναι η ώρα για τις συνέπειες. Δεν μπορούν να ξυπνήσουν μόνοι τους. Πρέπει κάποιος να τους κάτσει και να τους πάρει τα γράμματα απ’ το κεφάλι και να τα αναδιατάξει, να τα βάλει κάτω στη σωστή σειρά, γραπτά, ευανάγνωστα, τα γνωστά γράμματα, αυτά που ξέρουν όλοι, αυτά που τώρα είναι μπερδεμένα για όλους. Και τότε, βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους μαζί με τον άντρα της Ηλιάνας, στιγμιαία πίστεψα πως εγώ είμαι αυτός που θα τους ξυπνήσει, μ’ αυτές τις λέξεις τις καθαρές θα τους δείξω το δρόμο, μ’ αυτό το βιβλίο κι αυτό το μανιφέστο ο δρόμος, θα τους δείξω, είναι ευθύς και καθαρός, σαν ακτίνα λέιζερ, κοιτάξτε, διαβάστε, τα γράφει όλα εδώ μέσα, δεν είναι περίπλοκα πράγματα, το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένας άνθρωπος κυλινδρικός, ανασφαλής και μόνος να κάτσει να τα γράψει αναλυτικά, είναι προφανή τώρα, δεν είναι; Και γύρισα για να δω αν κι ο άντρας με τη φαλάκρα και το πούρο, ο άντρας της Ηλιάνας, δίπλα μου το καταλάβαινε, το αφουγκραζόταν, το ένιωθε, το συμμεριζόταν, μα αυτός δεν ήταν πια εκεί, είχε φύγει, δεν είχε καταλάβει τίποτα, δεν είχε προσέξει καν ότι υπήρξα, ίσως.
Γύρισα στη Χριστίνα και μάλλον από τη φάτσα μου κατάλαβε ότι δεν είμαι σε πολύ καλή κατάσταση και μου είπε πως φεύγει και πως θα τη γυρίσει στο σπίτι η Ευγενία, που έφευγε επίσης. Η Ευγενία έμοιαζε αρκετά θυμωμένη και είναι λογικό βέβαια, ο Νικήτας δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί της όλη νύχτα.
Στο σημείο που κάθομαι στον καναπέ με στραβώνει ο ήλιος. Σήμερα είναι ψυχοσάββατο, λέει η οθόνη, μια μέρα αφιερωμένη στους νεκρούς. Τώρα ξημερώνει η Κυριακή της Απόκρεω. Είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία.