ΕΦΤΑΣΑ στα Χανιά τα ξημερώματα και κατέβηκα από το καράβι νωχελικός και νυσταγμένος με τα μάτια κόκκινα από την αϋπνία, ανάμεσα σε ανθρώπους με ανακατωμένα μαλλιά και αναπνοές που μύριζαν τη μυρωδιά της κλεισούρας του ύπνου.

Ο πατέρας μου είναι ένας ψηλός άντρας με μακριά άκρα, αραιά γκρίζα μαλλιά, παχιά γκρίζα φρύδια και μια γαμψή μύτη που χαρακτηρίζει εμφατικά το σχήμα του, ειδικά αν προσέξεις τη σκιά του. Νομίζω ότι έχω ξαναγράψει ότι δε μοιάζουμε καθόλου.

Γεννήθηκε στη δεκαετία του πενήντα και άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο στη δεκαετία του εξήντα και έγινε άντρας στη δεκαετία του εβδομήντα και μετά ο κόσμος άρχισε ν’ αλλάζει τόσο γρήγορα, που όσα είχε μάθει στη διαδικασία της ενηλικίωσης του ήταν ξαφνικά περιττά κι έπρεπε να μάθει τα καινούργια από την αρχή, και ήταν πια αργά.

Με περίμενε δίπλα στο μπλε τζιπ, το αυτοκίνητο που είχα κατέβει για να παραλάβω, και είχε στα χείλη του ένα χαμόγελο αγουροξυπνημένο μα αληθινό. Με αγκάλιασε σαν να ήμουν παιδάκι και μπήκαμε στο τζιπ και ξεκινήσαμε για το σπίτι, που βρισκόταν λίγο έξω από τα Χανιά, στο δρόμο προς το Θέρισο.

«Πώς ήταν το ταξίδι σου;» «Τι κάνει ο αδερφός σου;» «Πώς είναι τ’ ανίψια σου, τα βλέπεις;» «Τι κάνεις με δουλειά, πού ψάχνεις τώρα;» «Χρειάζεσαι λεφτά;» «Να σου δανείσω λεφτά;» «Άμα θες λεφτά να μου πεις, ε;»

Τέτοια μου έλεγε στο δρόμο, κι εγώ απαντούσα μονολεκτικά και μονοσύλλαβα και με «μμμ», όπως κάθε φορά που καταφτάνω στην Κρήτη ξημερώματα, άγρυπνος.

Το σπίτι είναι μια μικρή μονοκατοικία δυο λεπτά από την Εθνική οδό, χτισμένη σ’ ένα οικόπεδο μικρό, με κήπο μικρό, με ελιές και πορτοκαλιές και ροδιές και άλλα δέντρα, όλα μικρά. Γύρω από το σπίτι υπάρχουν χωράφια με ελιές και χωράφια με πορτοκαλιές και πού και πού αυθαίρετα μισοτελειωμένα σπίτια με μπάζα στις αυλές και σίδερα να εξέχουν στις ταράτσες, έτοιμα για πανωσήκωμα. Όλα τους κατοικούνται κανονικά.

Το σπίτι δεν ανήκει στον πατέρα μου – ανήκει στη σύντροφό του, την Ντέμπορα, και με το «σύντροφο» εννοώ την γκόμενά του, και το λέω έτσι επειδή δε μου φαίνεται σωστό να χρησιμοποιώ τη λέξη «γκόμενα» για ζευγάρια που έχουν ηλικίες με άθροισμα τριψήφιο. Το σπίτι είναι αλλιώτικο από τα διπλανά. Δεν έχει σίδερα στην ταράτσα, έχει στέγη με κεραμίδια και βαριά ξύλινη πόρτα και παχιούς πέτρινους τοίχους και παχιούς κισσούς που θωπεύουν τους τοίχους και το φράχτη και παρτέρια με λουλούδια και ζαρντινιέρες με λουλούδια στα παράθυρα και ξύλινα πατώματα και ένα τεράστιο τζάκι και αφηρημένους πίνακες που ζωγραφίζει η Ντέμπορα. Ζουν στα Χανιά εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που ο πατέρας μου αποφάσισε να σταματήσει να προσπαθεί και μετακόμισε στην Κρήτη για να περιμένει τη σύνταξή του εκεί. Είχαν γνωριστεί μέσω ίντερνετ.

Η Ντέμπορα είχε ξυπνήσει και μου είχε ψήσει ένα τοστ που τώρα είχε κρυώσει και μου είχε στύψει μια πορτοκαλάδα με πούλπα και μου χάιδεψε τα μαλλιά και με φίλησε στο κούτελο και μου είπε ότι μεγάλωσα και της είπα ότι ενάμιση μήνα έχει να με δει και ότι είμαι τριάντα δύο χρονών και μου είπε σιγά το πράμα, ο γιος μου θα γίνει σαράντα του χρόνου, εμείς πάντα θα σας βλέπουμε σαν παιδιά. Έφαγα το τοστ και ήπια την πορτοκαλάδα, προσπαθώντας να τη ρουφήξω αφήνοντας όσο περισσότερη πούλπα γινόταν απ’ έξω, και μετά πήγα να κοιμηθώ για μερικές ώρες, επειδή ήμουν ψόφιος. Έξω ο ήλιος είχε βγει κι έλαμπε. Θα ήταν μια όμορφη μέρα αυτή.

 

Ο πατέρας μου είχε γνωρίσει τη μάνα μου στο Πανεπιστήμιο. Εκείνη σπούδαζε στο Πολυτεχνείο, εκείνος ασχολιόταν με τα πολιτικά και δεν ξέρω πώς την έπεισε, καθώς εκείνη πάντα σιχαινόταν οτιδήποτε είχε να κάνει με κόμματα και συνδικαλισμούς, ήταν και περίεργες εποχές, μόλις είχε γίνει η χούντα, αλλά τέλος πάντων τα βρήκανε, και ερωτεύτηκαν, και παντρευτήκαν, και πολύ γρήγορα γέννησαν και τον αδερφό μου, και πολύ γρήγορα ο πατέρας μου σταμάτησε να ασχολείται με τα πολιτικά γιατί ήταν και πολύ επικίνδυνο και άρχισε να ψάχνει κανονική δουλειά, στα είκοσι πέντε του, χωρίς σπουδές, χωρίς να ξέρει να κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να κολλάει αφίσες στους τοίχους, να χειροκροτά σε εκδηλώσεις και να μιλά για το «κίνημα» με τους «συντρόφους» σε καφενεία, πράγματα που πια απαγορεύονταν. Το μουστάκι θα το έκοβε πολλά χρόνια αργότερα.

Χρεώθηκε σ’ ένα γνωστό του από την Κρήτη και άνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, το οποίο πούλαγε χαρτιά και φακέλους. Στη συνέχεια άρχισε να πουλάει και αφίσες και μολύβια και κάθε λογής χαρτικά και για ένα διάστημα πήγαινε αρκετά καλά κι έτσι για λίγο καιρό η μάνα μου δε χρειαζόταν να ψάξει για δουλειά και μπορούσε να μεγαλώνει τον αδερφό μου στο σπίτι τους στην πλατεία Βικτωρίας. Όσα λεφτά έβγαζε ο πατέρας μου πήγαιναν στο σπίτι και στο μωρό και στον κοντοχωριανό του για το δάνειο. Το μήνα που ξεχρέωσε τελείως, ο πατέρας μου αγόρασε το πρώτο του αυτοκίνητο. Τον ίδιο μήνα άνοιξε ένα πολύ μεγάλο κατάστημα που πουλούσε χαρτικά και γραφική ύλη και κάτι καινούργια μηχανήματα, τα κομπιούτερ, ακριβώς απέναντι από το δικό του. Τρεις μήνες μετά, άνοιξε άλλο ένα μεγάλο κατάστημα στον ίδιο δρόμο, τρεις πόρτες παρακάτω. Ο πατέρας μου προσπάθησε να τα ανταγωνιστεί, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν είχε αρκετά λεφτά για να φέρει κι αυτός κομπιούτερ και, πριν αναγκαστεί να κλείσει, πούλησε το μαγαζί σ’ ένα γνωστό του. Με τα λεφτά και με συνέταιρο τον κοντοχωριανό που του είχε δανείσει, άνοιξε ένα άλλο μαγαζί κοντά στην Ομόνοια με τροφές για κατοικίδια. Λίγοι όμως ζούσαν με ζώα στο κέντρο της Αθήνας, τότε, και οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και το κατάστημα έκλεισε ένα χρόνο αργότερα. Εν τω μεταξύ η μάνα μου έπιασε δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, καθώς ο αδερφός μου άρχισε να πηγαίνει σχολείο. Την ίδια ώρα κάτι άσχημο είχε αρχίσει να μεγαλώνει μέσα της, αλλά κανένας δεν το ήξερε.

Ο πατέρας μου πέρασε ένα διάστημα άνεργος. Ήθελε να προσπαθήσει να βρει μια δουλειά από τους γνωστούς του στο κόμμα, καθώς τα πράγματα τώρα είχαν αλλάξει, η χούντα είχε τελειώσει και σύντομα οι σύντροφοι θα έρχονταν στα πράγματα, αλλά η μάνα μου δεν τον άφηνε. Τελικά έπιασε δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία και άρχισε να πουλάει ασφάλειες σε εταιρείες και ιδιώτες. Θα κρατούσε αυτή τη δουλειά για πολλά χρόνια.

Κανείς ποτέ δε μου έχει πει την ιστορία της αρρώστιας της μάνας μου, αλλά από ό,τι έχω καταλάβει η διάγνωσή της πρέπει να έγινε λίγο μετά τη γέννησή μου. Το ότι έζησε για τέσσερα χρόνια με την αρρώστια, για την εποχή εκείνη πρέπει μάλλον να ήταν ένα θαύμα. Πέθανε το Μάιο του 1984. Τον ίδιο μήνα έγινε και το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχει σύνδεση, έτσι το λέω.

Η οικογένειά μου είχε μετακομίσει στο διαμέρισμά μας στο Γαλάτσι για να είναι πιο κοντά στο νοσοκομείο, και μείναμε εκεί οι τρεις άντρες μέχρι που έφυγε απ’ το σπίτι ο αδερφός μου για να πάει στρατό, και μείναμε οι δυο μας μέχρι που έφυγα από το σπίτι για να πάω να σπουδάσω στη Θεσσαλονίκη και τότε ο πατέρας μου έμεινε μόνος του.

Οι περισσότεροι γονείς φτιάχνουν τη ζωή τους έτσι ώστε να περιστρέφεται γύρω από τα παιδιά τους, το βλέπω αυτό παντού γύρω μου, αλλά ο πατέρας μου δεν ήταν έτσι. Είναι από τους ανθρώπους που έχουν ασχολίες κι ενδιαφέροντα, το μυαλό τους σκέφτεται συνέχεια, κι έτσι η ζωή τους είναι γεμάτη με πράγματα γύρω από τα οποία θέλει να περιστρέφεται, και έτσι ως παιδί είχα πάρα πολλές ώρες που τις περνούσα μόνος μου χωρίς να μ’ ενοχλεί κανείς. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου δε με χτύπησε ποτέ, δε με μάλωσε στ’ αληθινά ποτέ και δεν τσακωθήκαμε στα σοβαρά ποτέ. Ήμασταν σαν συγκάτοικοι σε ξένη πόλη, ο καθένας χαμένος στη δικιά του ζωή, χωρίς καμία όρεξη να επιβληθεί στον άλλο αρκετά για να δημιουργήσει μπελάδες.

 

Η Ντέμπορα έχει δύο σκύλους, τον Έκτορα, που είναι ένα γηραλέο λαμπραντόρ και ίσως το πιο ευγενικό πλάσμα στη φύση και που τον αγαπώ, και τον Σκύλο, ένα μούλικο που μάζεψαν από το δρόμο, σακάτικο και βασανισμένο από μπαλοθιά στο πίσω αριστερό πόδι. Τον ονομάτισαν έτσι επειδή δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι όνομα θα του δώσουν. Είναι ένα σκυλί δύστροπο και όχι πολύ φιλικό, αλλά έχει περάσει ζόρια, και δικαιούται να είναι λίγο περίεργο, και άλλωστε ζει δίπλα στον Έκτορα, που κάνει να μοιάζουν δύστροπα και χολερικά ακόμα και τα λουλούδια.

Ο Σκύλος γάβγιζε στην αυλή κι έτσι ξύπνησα κατά τις έντεκα μ’ ένα κεφάλι καζάνι. Η Ντέμπορα ήταν στον κήπο και πείραζε τα χώματα και φώναζε στο Σκύλο να σκάσει όταν βγήκα.

«Ο πατέρας σου κατέβηκε στην πόλη», είπε. «Δεν περίμενε ότι θα ξυπνήσεις πριν από το μεσημέρι».

Η Ντέμπορα είναι Αγγλίδα, με καταγωγή από το Κεντ, από οικογένεια πλούσια την οποία δεν έχω γνωρίσει ποτέ. Με συμπαθεί πολύ και συμπαθούσε τη Ζωή ακόμα περισσότερο. Από όλους τους ανθρώπους γύρω μου αυτή έμοιαζε πιο συντετριμμένη πέρυσι. Εκείνες τις μέρες ήταν σαν κάποιος να είχε χαράξει εκατοντάδες λεπτές ρυτίδες στο δέρμα του προσώπου της. Είναι σχεδόν εξήντα χρονών, αλλά είναι ψηλή και αρχοντική και σχετικά λεπτή εκτός από τα μπούτια και τον ποπό, και το δέρμα της είναι ηλιοκαμένο και έχει ξανθά μαλλιά με πολλές-πολλές λευκές τρίχες και γαλανά μάτια και καταλαβαίνει κανείς ότι πριν από σαράντα χρόνια, όταν είχε πρωτοκατέβει στην Κρήτη, ήταν κάτι το αξιοπρόσεκτο και το θαυμάσιο, και έτσι η φύση και η ανθρωπότητα είχαν βαλθεί να την κάνουν να μείνει εδώ για πάντα. Έμεινε, κι αυτό ήταν κρίμα.

Η Ντέμπορα παντρεύτηκε έναν Κρητικό που γνώρισε στα Μάταλα, ο οποίος ήταν αγρότης και κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας και λεβέντης και τη σπίτωσε και μετά από λίγο άρχισε να την ξυλοφορτώνει κιόλας. Η Ντέμπορα μιλάει γι’ αυτά χωρίς κανένα πρόβλημα. Αν κάτσεις για αρκετή ώρα μαζί της μπορεί να σου πει κάθε λεπτομέρεια για την πρώτη φορά που έκανε σεξ ή για το πότε σταμάτησε να της έρχεται περίοδος, αλλά πάντα όταν λέει τέτοια ο πατέρας μου φροντίζει να μην είναι εκεί, γιατί δε θέλει να τα ακούει. Τέλος πάντων, από τις διηγήσεις των τελευταίων χρόνων είχα καταλάβει ότι η Ντέμπορα είχε μπλέξει σε μια από αυτές τις σχέσεις στις οποίες μπλέκουν γυναίκες που έχουν τρομερά χαμηλή αυτοεκτίμηση, τόσο χαμηλή που μπορεί να περάσει από το μυαλό τους η ιδέα πως ο άντρας που τις βαράει στην πραγματικότητα τις αγαπάει κιόλας, και αυτό τους αρκεί. Η Ντέμπορα έμεινε με τον Κρητίκαρο για περίπου είκοσι χρόνια κι έκανε μαζί του και ένα γιο ο οποίος ζει στην Αγγλία και κάποια μέρα ο Κρητίκαρος τη χτύπησε τόσο πολύ που την έστειλε στο νοσοκομείο και μετά αυτός εξαφανίστηκε για μερικές μέρες και όταν εμφανίστηκε ξανά οι κλειδαριές είχαν αλλάξει και ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος τον περίμενε σ’ ένα αυτοκίνητο παραδίπλα και τον πήγε μία βόλτα και στο αυτοκίνητο ήταν άλλοι δύο και εκεί που τον πήγαν του εξήγησαν μερικά πράγματα και έκτοτε ο Κρητίκαρος δεν εμφανίστηκε ξανά στα Χανιά.

Η Ντέμπορα, που πια είχε γίνει Ελληνίδα κανονική και ενίοτε φορούσε και τσεμπέρι στα μαλλιά, φυσικά δε γύρισε στο Κεντ και, παρ’ όλο που τη θέλαν όλοι, δεν πήρε άλλον άντρα. Με λεφτά της οικογένειάς της αγόρασε μια ημιερειπωμένη πανσιόν στην παλιά πόλη και τρία διαμερίσματα νεόδμητα στο νέο κομμάτι της πόλης, και τη μεν την ανακαίνισε και τη δούλευε τα καλοκαίρια για να μένουν οι τουρίστες, τα δε τα νοίκιαζε σε ντόπιους και, από κάποια στιγμή και μετά, σε φοιτητές.

Το ότι βρέθηκε με τον πατέρα μου στο ίντερνετ και αντάλλαξαν φωτογραφίες και έστελναν e-mail είναι κάτι που ο νους μου δεν μπορεί να χωρέσει.

 

Ο πατέρας μου έπινε καφέ σε μια καφετέρια στην οποία όλοι πηγαίνουν για να καπνίσουν από τους ψηλούς και χρυσοποίκιλτους ναργιλέδες και να νιώσουν ανατολίτες και φολκλόρ. Έπινε γαλλικό καφέ και κοίταζε μια Φιλιππινέζα που έριχνε νερά μ’ έναν κουβά έξω από ένα άσχημο ξενοδοχείο παρακάτω στον πεζόδρομο και μετά σφουγγάριζε το πλακόστρωτο.

«Γιατί κατέβηκες;» μου είπε. «Τώρα θα ερχόμουνα».
«Δεν πειράζει, καλύτερα. Να κάνω μια βόλτα να με χτυπήσει λίγο ο αέρας».
«Γάβγιζαν τα μαλακισμένα, σε ξύπνησαν;»
«Δεν πειράζει».
«Τα αγαπάει, τι να την κάνω».
«Δεν πειράζει. Το ένα είναι καλό».
«Είναι καλό. Είναι δεκατριών χρονών το καημένο».

Έκανα από μέσα μου τον υπολογισμό.

«Αποκλείεται».
«Κι όμως. Δεκατρία χρόνια τον έχει. Το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που μυρίζει. Όπως μύριζε ο παππούς μου μυρίζει πια αυτό το σκυλί».

Ήπια έναν εσπρέσο και μιλήσαμε λίγο για το αυτοκίνητο και τι πρέπει να προσέχω και ότι τώρα μπορώ να το γεμίζω με πετρέλαιο από οπουδήποτε, αλλά καλύτερα να πηγαίνω πάλι στο γνωστό βενζινάδικο που ξέρουμε ότι κλέβουνε λιγότερο, και μετά σηκωθήκαμε και περπατήσαμε λίγο στην παλιά πόλη χωρίς να μιλάμε.

Η παλιά πόλη των Χανίων θεωρείται γραφική και όμορφη και κάθε καλοκαίρι οι τουρίστες την πλημμυρίζουν και όλα τα τραπέζια και όλα τα καταστήματα με τα σουβενίρ και τα μικρομπιχλιμπίδια και τα ρούχα και τα δερμάτινα και τα δωράκια είναι γεμάτα, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια νεκρή πόλη. Τα περισσότερα από τα παλιά διατηρητέα κτήρια στο λιμάνι είναι άδεια και παραμελημένα και χρησιμεύουν μόνο σαν ντεκόρ για τις καφετέριες και τα εστιατόρια που λειτουργούν στο ισόγειό τους. Η πόλη είναι πολύ πιο ωραία το χειμώνα, που αυτή η σήψη είναι πολύ πιο κραυγαλέα. Μερικές φορές έχω περπατήσει στο παλιό λιμάνι των Χανίων ξημερώματα, έχοντας μόλις φτάσει από το καράβι. Εκείνη την ώρα δεν είναι κανείς στους δρόμους και δεν είναι τίποτα ανοιχτό. Πολλές φορές η θάλασσα είναι τόσο ανταριασμένη που το κύμα σκάει στην προβλήτα και λούζει το τσιμέντο με νερό και δεν μπορείς να την περπατήσεις εύκολα. Μου αρέσει να περπατάω δίπλα στη θάλασσα, με βοηθάει να σκέφτομαι. Τα κύματα υπογραμμίζουν τις σκέψεις μου. Ακούγονται σαν χειροκροτήματα. Στιγμές τέτοιες νιώθω πολύ όμορφα: είναι σαν να μην υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στη Γη, σαν να είμαι μόνος με τα ερείπια της πόλης και τα κύματα και αυτό το συναίσθημα με κάνει και νιώθω όμορφα και να νιώθω ασφάλεια.

Σήμερα κύματα δεν είχε κι έτσι περπατήσαμε ανεμπόδιστα στο λιμανάκι και μετά κάναμε έναν κύκλο και ανεβήκαμε στο πλάτωμα έξω από το παλιό κτήριο του Πολυτεχνείου και ένα θαυμάσιο κτήριο που απ’ έξω γράφει «ROSA NERA» και το οποίο είναι κλειστό από καταληψίες που έχουν ταμπουρωθεί μέσα κι έχουν κλειδώσει τις πόρτες με λουκέτα και ζουν εκεί δωρεάν και παρ’ όλα αυτά έχουν σπάσει σχεδόν όλα τα παράθυρα και το κτήριο είναι βρόμικο και μοιάζει να καταρρέει. Από εκεί πάνω είδαμε την πόλη και τράβηξα μερικές φωτογραφίες με το κινητό.

Μετά γυρίσαμε στο σπίτι, ο καθένας με διαφορετικό αυτοκίνητο, όπως είχαμε κατέβει.

Στο σπίτι η Ντέμπορα είχε μαγειρέψει χυλοπίτες με τυρί και λουκάνικα και φάγαμε και καθώς τρώγαμε μιλούσαμε για τα πολιτικά, και κυρίως ο πατέρας μου με την Ντέμπορα μιλούσαν κι εγώ άκουγα και σκεφτόμουν. Η Ντέμπορα είναι υπέρ του Μνημονίου, αλλά ανησυχούσε επειδή οι πολιτικοί είναι άχρηστοι και οι ξένοι δεν τους εμπιστεύονται, και ο πατέρας μου είναι κατά του Μνημονίου και πιστεύει ότι η μόνη λύση είναι να γίνουν εκλογές και να γυρίσουμε στη δραχμή. Ο σκοπός της συζήτησης, όπως κατάλαβα, ήταν να διαπιστώσουν σε ποια πλευρά ανήκω εγώ, για να σπάσω την ισοπαλία. Ήμουν δύσκολο τρόπαιο όμως και οι δυο τους επιχειρηματολογούσαν όλο και πιο έντονα και με απότομο ύφος, μέχρι που ο πατέρας μου πέταξε μια σοφιστεία, η οποία με κάποιον περίεργο τρόπο ταύτιζε τη Μέρκελ, την Ντέμπορα και όλο το Δυτικό πολιτισμό εν γένει με το Χίτλερ, και η Ντέμπορα ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει να λέει τα δικά της, αλλά ευτυχώς τότε τελείωσα το φαγητό και ρώτησα τι γλυκό έχει κι έτσι διακόπηκε και η κουβέντα και στη συνέχεια, αφού η Ντέμπορα μας έφερε κομμάτια κέικ πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη, δε συνεχίστηκε γιατί κανείς δεν είχε πραγματικά όρεξη για τσακωμούς.

 

Ο πατέρας μου είναι άνεργος εδώ και δώδεκα χρόνια, αν τα υπολογίζω σωστά. Στις αρχές του 2000 η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία δούλευε για πολλά χρόνια έκλεισε μετά από ένα σκάνδαλο με κάτι περίεργα ασφαλιστήρια συμβόλαια που είχε πουλήσει η θυγατρική της στην Κύπρο. Έγιναν μηνύσεις και δικαστήρια και οι εξαπατημένοι κέρδισαν και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων λιρών και έτσι η εταιρεία έκλεισε, αν και ο ιδιοκτήτης της εξακολουθεί να είναι πολύ πλούσιος και μάλιστα πρόσφατα αγόρασε και ένα τηλεοπτικό κανάλι που ήταν έτοιμο να πτωχεύσει. Τέλος πάντων, ο πατέρας μου τότε ήταν ένας κύριος πενήντα χρονών και το μόνο πράγμα που ήξερε ήταν να πουλάει ασφαλιστήρια συμβόλαια και δεν υπήρχε περίπτωση να βρει τέτοια δουλειά αλλού. Οπότε έζησε μόνος του, τρώγοντας από τα έτοιμα, μέχρι που γνώρισε την Ντέμπορα και αποφάσισε να κατέβει στο νησί και να ζήσει μαζί της και να τη βοηθά με τις δουλειές της.

Δε θέλω καν να σκέφτομαι τι γράφανε αυτά τα e-mail.

Ο ήρωας του πατέρα μου είναι ο Πάτρικ Λι Φέρμορ. Πάντα θεωρούσε ότι αυτή είναι η ζωή που πρέπει να ζει ο άνθρωπος: Η ζωή του τυχοδιώκτη που πάει παντού και ζει περιπέτειες και μαθαίνει πράγματα και τον γνωρίζουν και τον σέβονται και τον λατρεύουν όλοι. Ο πατέρας του, ο παππούς μου, είχε πολεμήσει στα βουνά στη μάχη της Κρήτης αν και ήταν έφηβος, και είχε γνωρίσει τον Φιλεντέμ και μίλαγε διαρκώς γι’ αυτόν, πόσο έξυπνος ήταν και τι παράστημα που είχε και πώς είχε καταφέρει να κερδίσει το σεβασμό των Ανωγειανών που ήταν και είναι δύσκολοι, περίεργοι άνθρωποι. Θυμάμαι τον παππού μου να μας λέει τις ιστορίες, αλλά κυρίως θυμάμαι τον πατέρα μου να μας τις επαναλαμβάνει, με περισσότερες λεπτομέρειες δικιάς του έμπνευσης.

Η ζωή που πρέπει να ζουν οι άνθρωποι πρέπει, πράγματι, να είναι κάπως έτσι: Να στύβουν κάθε ανθρώπινη εμπειρία μέχρι να μαζέψουν όσο ζουμί βγαίνει, να εκμεταλλεύονται κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου τους, κάθε τελευταίο νευρώνα του εγκεφάλου τους για να κατακτήσουν στόχους, να δοκιμάσουν, να μάθουν, να πετύχουν νίκες κάθε μεγέθους. Να γεμίζουν μνήμες αχόρταγα. Τα γράφω και στο μανιφέστο μου αυτά. Δυστυχώς είμαστε λίγο τεμπέλικα ζώα και αυτή τη συμβουλή είναι δύσκολο να την ακολουθήσουμε. Πολύ συχνά το χρόνο μας, που είναι πολύ περιορισμένος, τον αξιολογούμε λάθος, τον πετάμε.

Ο πατέρας μου λατρεύει να λέει ιστορίες. Γι’ αυτόν μια εικόνα ευτυχίας είναι να κάθεται με παιδιά δίπλα στο τζάκι, καθώς τρώγονται κρέατα που έχει ψήσει ο ίδιος και πίνει μπίρα, και να τους λέει ιστορίες που τα συναρπάζουν και τα εκπλήσσουν. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνει για ώρες. Το ξέρω καλά. Έχω υπάρξει ένα από αυτά τα παιδιά.

Μετά το φαγητό, και μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω για το λιμάνι, καθίσαμε δίπλα στο τζάκι και ήπιαμε μπίρα και ο πατέρας μου άρχισε να λέει ιστορίες, πολλές από τις οποίες είχα ξανακούσει, αλλά δεν είχε σημασία.

Μου είπε για τον τύπο που είχε σκοτώσει τη γυναίκα του και είχε διαφύγει στην Κρήτη και εκεί πέρασε δεκαπέντε χρόνια μοναχός του, προσέχοντας να μην κάνει οτιδήποτε που θα αποκάλυπτε την ταυτότητά του, μέχρι που ένας αστυνομικός τον σταμάτησε για να του κάνει έλεγχο, ενώ πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, και έτσι συνελήφθη. Είχε δηλώσει χαρούμενος. Δεν άντεχε άλλο να κρύβεται.

Μου μίλησε ξανά για την υπόθεση των δεκάδων σκελετών που είχαν βρεθεί σε μια παραθαλάσσια σπηλιά στο Ρέθυμνο. Πολλοί ήταν σκελετοί παιδιών. Κανείς δεν ήξερε από πού προέρχονται.

Μου είπε για την υπόθεση των παιδιών από τη Θεσσαλονίκη, παιδιά ήταν, γυμνάσιο πήγαιναν, που τα συνέλαβαν για παραχάραξη. Ή, μιας και είπε για παραχάραξη, για την ιστορία του Νιγηριανού που τον είχαν απαγάγει Αλβανοί και τον κρατούσαν σε μια καλύβα στο δάσος, κάπου στην Πελοπόννησο, και τον βασάνιζαν για μήνες επειδή κάποιοι γνωστοί του τους είχαν πληρώσει με πλαστά χαρτονομίσματα. Η αστυνομία είχε βρει τον Νιγηριανό στην καλύβα σε ημίτρελη κατάσταση, κι αυτός τους είχε πει την ιστορία με τους Αλβανούς, αλλά οι Αλβανοί ήταν άφαντοι και στην καλύβα δεν υπήρχαν ίχνη άλλων ανθρώπων.

Είπαμε κάμποσες τέτοιες ιστορίες καθώς το τζάκι έκαιγε κι εγώ χάιδευα τον Έκτορα και σκεφτόμουν ότι κι αυτή η ζωή καλή είναι, αυτή η ώρα που περνάμε δεν είναι πεταμένη, και πως αν ο πατέρας μου είχε αδράξει τις ευκαιρίες που του είχαν κάποτε δοθεί από το κόμμα και τις είχε στύψει θα είχε περάσει πολλά πολύ καλύτερα χρόνια, μα σήμερα, εδώ, μάλλον δε θα βρισκόταν σε καλύτερο σημείο. Ίσως η μάνα μου, εμποδίζοντάς τον τότε, τον είχε βοηθήσει να φτάσει ως εδώ, έστω μετά από τεθλασμένη, μακρόσυρτη πορεία. Δεν αποκλείεται. Τα πάντα συνδέονται μεταξύ τους.

Δεν του είπα ότι το τζάκι είναι καρκινογόνο κι ότι δεν πρέπει να το ανάβει. Αλλά του είπα την ιστορία του Φρειδερίκου του 2ου, του καλύτερου σταυροφόρου απ’ όλους. Δεν την είχε ακούσει. Του άρεσε.

Καθώς τον αποχαιρετούσα, τον αγκάλιασα λίγο παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως.