ΤΟ ΝΕΡΟ ΗΤΑΝ ΖΕΣΤΟ και με αγκάλιαζε γλυκά σαν αμνιακό υγρό. Γλίστραγα μέσα του κι ένιωθα τη γαλήνη να περνάει απ’ το δέρμα μου με ώσμωση και να πλημμυρίζει το από μέσα μου. Στο νερό είμαι πιο ευτυχισμένος από οπουδήποτε αλλού. Θέλω να ζήσω μέσα του για εκατό χιλιάδες χρόνια, σαν την Posidonia oceanica.

Πήγα νωρίς για κολύμπι και είχε συννεφιά, αλλά πότε-πότε ξεπρόβαλλε ο ήλιος και τότε η πισίνα έλαμπε γαλάζια και διάφανη και το φως έλουζε με ζεστασιά τα κομμάτια του σώματός μου που περίσσευαν έξω απ’ το νερό, τα οποία ήταν όσο το δυνατό λιγότερα γινόταν. Ο αέρας ήταν κρύος και πάνω απ’ την επιφάνεια του ζεστού νερού είχε απλωθεί μια λεπτή πάχνη κι ένιωθα σαν να αιωρούμαι σ’ ένα γαλάζιο σύννεφο και τις έγνοιες και τα ζόρια να εξατμίζονται με την πάχνη στο χλομό ουρανό.

Μετά από μιάμιση ώρα κολύμπι είχε μουλιάσει και το πάνω μέρος των χεριών μου και είχα αφυδατωθεί τόσο, που τα χείλη μου είχαν πάρει το χρώμα του δέρματος. Τα μαλλιά μου μ’ έτρωγαν και όταν τα έξυνα τα χέρια μου μύριζαν λαστιχίλα απ’ το σκουφάκι. Η μύτη μου είχε κοκκινίσει από τον ήλιο και τα μάτια μου έτσουζαν λιγάκι.

Κοιτούσα τη φάτσα μου ώρα πολλή στον καθρέφτη των αποδυτηρίων, μέχρι που ήρθε κάποιος άλλος –πετάχτηκα λίγο από την έκπληξη– και γύρισα στο ντουλάπι μου που ήταν μεταλλικό και κίτρινο και το ξεκλείδωσα κι έκανα τον απασχολημένο, τον γεμάτο έγνοιες, στόχους. Έβγαλα το μπουρνούζι, πήρα το σακουλάκι με το σαμπουάν από την τσάντα, πήρα την πετσέτα, άφησα το σκουφάκι, έβαλα το κινητό στο σακουλάκι με το σαμπουάν, ξανάκλεισα το ντουλαπάκι, πήρα το κλειδί και πήγα στο ντους.

Τριγύρω ακούγονταν οι φωνές από παιδάκια που είχαν έρθει για προπόνηση με το σχολείο τους. Δεν ήξερα πού είναι τα αποδυτήριά τους ούτε σε ποια πισίνα κολυμπάνε. Όλους τους μήνες που ερχόμουν στο κολυμβητήριο δεν είχα δει ποτέ τα παιδάκια που προπονούνταν εκεί γύρω ούτε και τους δασκάλους τους, που τους φώναζαν για να κάνουν πιο γρήγορα. Μου είχε μπει η ιδέα ότι δεν υπάρχουνε παιδάκια κι ότι οι φωνές είναι τα φαντάσματα των παιδιών που έχουν πνιγεί στο παρελθόν στις πισίνες τούτες, κι από τότε στοιχειώνουν τους τοίχους και τα πλακάκια και τα τσιμέντα, και γκρινιάζουν και φωνάζουν και κοροϊδεύονται παντοτινά, βγάζοντας τα βρεγμένα τους μαγιουδάκια και φορώντας ρούχα που δε θα δει ξανά ποτέ κανείς.

Στο ντους βρισκόταν ένας τύπος και έκλαιγε. Δηλαδή δεν έκλαιγε: είχε μόλις κλάψει. Η μούρη του ήταν κόκκινη γύρω από τα μάτια και το στόμα του ήταν μια κατωφερής παρένθεση. Στεκόταν κάτω από το καλό ντους, το πολύ καυτό, και το νερό έπεφτε πάνω του κι εκείνος μόνο στεκόταν, ακίνητος, και δεν μπορούσα να διακρίνω αν τρέχουν δάκρυα. Μάλλον έκλαιγε γοερά νωρίτερα. Έτσι υπέθεσα. Μπορεί κάποτε να είχε πνιγεί ένα παιδάκι που ήξερε εδώ.

Έκανα ότι δεν κατάλαβα, κι έκανα ότι δεν τον είδα. Κρέμασα την πετσέτα στο καρφί του τοίχου κι από πάνω κρέμασα το σακούλι με το σαμπουάν και το κινητό, κι έβγαλα από μέσα το σαμπουάν. Ήταν σαμπουάν και ταυτόχρονα αφρόλουτρο, «ειδικό για μωρά». Μόνο τέτοιο χρησιμοποιώ, βρίσκω το συνδυασμό ευφυή. Αν ήταν και πόσιμο, θα λυνόταν άλλο ένα πρόβλημά μου. Ίσως είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα αυτή, για τον Νικήτα.

Με το που με είδε να μπαίνω, ο κλαμένος τα μάζεψε (δεν ξέρω τι πράγματα είχε, κοιτούσα από την άλλη) κι έφυγε. Πήγα και στήθηκα κάτω από το ντους του.

Τα ντους στα αποδυτήρια του κολυμβητηρίου έχουν μια βαλβίδα που την πατάς και τρέχει το νερό. Αλλά δεν τρέχει συνέχεια, τρέχει μόνο για λίγο και μετά σταματάει και πρέπει να την ξαναπατήσεις. Υποθέτω ότι αυτό γίνεται για οικονομία. Μπορείς επίσης να τη στρίψεις δεξιά αριστερά για να γίνει το νερό πιο ζεστό ή πιο κρύο, αλλά όποτε τη στρίβω δεν καταλαβαίνω διαφορά. Το νερό είναι καυτό στα όρια του ανεκτού. Πάντα βγαίνω απ’ το ντους με μια στοιβάδα δέρματος τσουρουφλισμένη, ξεφλουδισμένη, χαμένη στο σιφόνι μαζί με τα σαπούνια, το όζον, και τα δάκρυα των προηγούμενων.

Η πισίνα που πηγαίνω και κολυμπάω βρίσκεται περίπου δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου. Έχει διαστάσεις τριάντα επί είκοσι πέντε μέτρα και βάθος τρία μέτρα. Είναι η πισίνα όπου έγιναν οι αγώνες της συγχρονισμένης κολύμβησης στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τώρα η μισή της έκταση έχει χωριστεί με λωρίδες σε διαδρομές, για να ξέρει ο κόσμος προς τα πού να κολυμπάει. Η άλλη μισή είναι ελεύθερη, κι όταν οι διαδρομές είναι γεμάτες ο κόσμος πάει και κολυμπάει εκεί. Είναι πιο ωραία εκεί.

Η πισίνα ετούτη έχει πάρα πολύ νερό, αν κάτσεις και το υπολογίσεις είναι δύο εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες λίτρα, και καθαρίζεται με όζον. Αλλά δεν το λένε έτσι. Το όζον δεν είναι καλή λέξη, είναι φορτωμένη με συνειρμούς κακούς, όλοι ξέρουν ότι είναι κάτι στον ουρανό κι έχει τρύπες και δηλητηριάζει τον αέρα, ή τουλάχιστον τον δηλητηρίαζε πριν από δεκαετίες και τώρα κανείς δε μιλάει πια γι’ αυτό. Δε θες να κολυμπάς μέσα στο όζον. Γι’ αυτό όταν οι υπεύθυνοι σου λένε πληροφορίες για την πισίνα τη μέρα που πας και γράφεσαι, όταν σε ενημερώνουν δηλαδή ότι η πισίνα έχει μήκος τριάντα μέτρα και πλάτος είκοσι πέντε μέτρα και η συνδρομή κοστίζει ογδόντα ευρώ και εκεί έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες συγχρονισμένης κολύμβησης, σου λένε ότι η πισίνα καθαρίζεται «με οξυγόνο».

Δεν είναι ψέμα. Το όζον είναι ένα ασταθές μόριο που περιέχει τρία άτομα οξυγόνου, δύο τα κανονικά κι ένα το έξτρα, που του το στουμπώνουνε από δίπλα επίτηδες με ηλεκτρισμό. Το βρίσκεις συνήθως με αέρια μορφή στα ψηλότερα μέρη της ατμόσφαιρας, και είναι δηλητήριο. Όπως το χλώριο δηλαδή. Σκοτώνει μικρόβια και μικροοργανισμούς στο νερό εξίσου αποτελεσματικά, αλλά δε μυρίζει. Το ότι είναι δηλητήριο σημαίνει ότι δεν πρέπει να πίνεις το νερό της πισίνας σαν να ’ναι νερό της βρύσης ή πόσιμο σαμπουάν. Όχι ότι θα πάθεις κάτι αν καταπιείς μια γουλιά, ποτέ δεν είναι τόσο απόλυτα τα πράγματα στη ζωή. Αλλά μερικές φορές, όταν κολυμπάω μιάμιση ώρα χωρίς γυαλάκια και ανοίγω τα μάτια μου μέσα στο νερό για να δω πόσο μακριά είναι ο πάτος κι αν κοντεύω να φτάσω το ντουβάρι, στο τέλος τα μάτια μου τσούζουνε κι είναι και λίγο κόκκινα. Δεν το έχω μελετήσει, αλλά είμαι σίγουρος ότι το όζον φταίει.

Όταν τελείωσα το ντους ήμουν ολόκληρος κόκκινος απ’ το καυτό νερό σαν νεογέννητο. Έβγαλα το μαγιό και το έστυψα πάνω από ένα σιφόνι και φόρεσα την πετσέτα γύρω από τη μέση για να μην περιφέρομαι με το μαντζαφλάρι πέρα δώθε. Από τα ντους μέχρι τα αποδυτήρια μεσολαβούσαν δέκα βήματα στο διάδρομο. Κανείς δεν ήταν εκεί. Τα αποδυτήρια ήταν πάλι άδεια, οπότε κοίταξα λίγο ακόμα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Η μούρη μου ήταν ξεκούραστη και λεία και οι αυλακιές στις άκρες των ματιών μου φαίνονταν λιγότερο, μικρές σκούρες χαρακιές στο κοκκινισμένο δέρμα. Τα μαλλιά μου ήταν ανακατωμένα απ’ το νερό κι έσταζαν – τα έτριψα λίγο ακόμα με την πετσέτα. Παλιά είχα πιο παχύ λαιμό, πιο πολύ κρέας στα μάγουλα, πιο στρογγυλούς ώμους, το θυμόμουν. Τα μάτια μου τώρα μοιάζουν μεγαλύτερα από παλιά, λιγότερο κρυμμένα στις κόγχες τους. Το κολύμπι έφταιγε, το κολύμπι στο ζεστό νερό της πισίνας, το γεμάτο με όζον και τα δάκρυα δυστυχισμένων κολυμβητών και νεκρές φολίδες δέρματος νεαρών κοριτσιών που χορεύουν υποβρύχια.

Ο λόγος που άρχισα να κολυμπάω ήταν για να σταματήσω να μαλακίζομαι.

 

Ο θάνατος της γυναίκας μου δεν είχε πάνω μου συνέπειες μόνο ψυχολογικές. Είχε συνέπειες σωματικές και πολύ συγκεκριμένες και πολύ έντονες. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να φάω καλά. Πεινούσα, έτρωγα οτιδήποτε –ό,τι μου έφερναν στην αρχή, ό,τι υπήρχε στο σπίτι στη συνέχεια– χωρίς να αισθάνομαι καμία γεύση, και μετά από δυο μπουκιές σταματούσα. Δεν έχασα βάρος πολύ – δεν έχασα σχεδόν καθόλου. Δεν ξέρω γιατί. Πιο πολύ αδυνάτισα πολύ αργότερα, όταν άρχισα να κολυμπάω, παρά εκείνους τους πρώτους μήνες που δεν έτρωγα. Επίσης δεν μπορούσα να κοιμηθώ, κι όταν κοιμόμουν δεν μπορούσα να ξυπνήσω.

Τις πρώτες μέρες δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την ένταση. Μετά δεν μπορούσα να κοιμηθώ επειδή το μυαλό μου σκεφτόταν συνέχεια. Αργότερα δεν μπορούσα να κοιμηθώ επειδή άρχισα να βλέπω όνειρα, και δε μου άρεσε και προσπαθούσα να τα αποφεύγω. Σε κάθε περίπτωση δεν άντεχα πολύ και, τελικά, βυθιζόμουν σ’ έναν ύπνο ανήσυχο, ο οποίος διαρκούσε πολλές ώρες. Τις πρώτες μέρες κάθε φορά που ξυπνούσα χρειαζόμουν λίγο χρόνο για να καταλάβω πού βρίσκομαι και γιατί είμαι μόνος. Και κάθε φορά, μετά από τις λίγες στιγμές της σύγχυσης, θυμόμουν. Κάθε φορά ήταν σαν την πρώτη φορά. Κάθε μέρα ξυπνούσα και ήταν σαν να είχε συμβεί χτες.

Ο κυριότερος λόγος που φοβόμουν να κοιμηθώ ήταν ότι δεν ήθελα να ξυπνήσω. Κατά μία έννοια δεν ήθελα να κοιμηθώ αν δεν είναι για πάντα.

Μετά από λίγο καιρό άρχισαν τα σφιξίματα στο στήθος και τα προβλήματα στην αναπνοή. Υπήρχαν στιγμές που μου κοβόταν η ανάσα κι ένιωθα κάτι να φουσκώνει στο στήθος μου και να με πιέζει από μέσα και ταυτόχρονα ένιωθα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου και να βουλιάζω προς τα κάτω, παρόλο που δεν κουνιόμουν όταν το πάθαινα. Ένιωθα ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε κι ένιωθα ότι καταλαβαίνω πώς είναι ο θάνατος, σχεδόν τον άγγιζα.

Μετά από λίγο κατόρθωνα ν’ αναπνεύσω πάλι κι ένιωθα για πολλή ώρα σαν να με έχουν δείρει, αλλά από μέσα, και έπρεπε να ξαπλώσω για να ηρεμήσω και πολλές φορές τότε ίδρωνα χωρίς να ζεσταίνομαι. Αλλά μετά μου πέρναγε και ήταν όλα εντάξει.

Ένα άλλο σωματικό σύμπτωμα των πρώτων ημερών ήταν το ότι δε μου σηκωνόταν. Στο παρελθόν πολύ συχνά ξυπνούσα με στύση, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, κάτι που απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι δεν είναι σύνηθες, και το μέλος αυτό, το αύταρκες, το ανεξάρτητο, πάντα έμοιαζε αδιάφορο για το τι συμβαίνει στο υπόλοιπο σώμα. Έμοιαζε ν’ ακολουθεί το δικό του πρόγραμμα. Να έχει τη δικιά του ατζέντα. Είχα μάθει να μην του δίνω πολλή σημασία, και αυτό δε με ταλαιπωρούσε πολύ, αν τουλάχιστον αγνοήσουμε τις περιπτώσεις τις συναισθηματικές, όπου πάντως είχαν παίξει ρόλο κι άλλοι παράγοντες.

Δε θα είχα πάρει καν χαμπάρι το πρόβλημα, αν είχε περιοριστεί στις πρώτες μέρες, καθώς τις πρώτες μέρες δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ όσα μου συνέβαιναν. Μετά από τρεις εβδομάδες άρχισα σιγά-σιγά να τρώω. Μετά από ένα μήνα είχα αρχίσει να κοιμάμαι λίγο πιο φυσιολογικά και να μην τρομάζω κάθε πρωί. Αλλά εξακολουθούσα να έχω εκείνες τις περίεργες κρίσεις πανικού. Και τρεις μήνες μετά το ατύχημα εξακολουθούσε να μη μου σηκώνεται.

Κάπου εκεί το παρατήρησα. Δεν είχα καμία λίμπιντο. Δε θυμόμουν να έχω ξυπνήσει με στύση για μήνες. Δε θυμόμουν πώς είναι η στύση. Άρχισα ν’ ανησυχώ. Μήπως ήταν πρόβλημα μόνιμο. Μήπως κάτι είχε σταματήσει να λειτουργεί. Μήπως κάτι συνέβαινε.

Εκεί που άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια κι άρχισα να σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω (Να πάω στο γιατρό; Είναι σωστό; Μήπως δεν είναι κόσμιο να τρέχεις στο γιατρό για να δεις αν λειτουργεί το τσουτσούνι σου τρεις μήνες μετά το θάνατο της γυναίκας σου; Τι θα πει ο γιατρός; «Και τι το θες το τσουτσούνι σου, δηλαδή, τόσο σύντομα»), έλαβα ένα e-mail που έλεγε «Έλα, τι κάνεις, καιρό έχουμε να τα πούμε».

Εκείνο τον καιρό, φυσικά, δεν ήθελα καθόλου να σκεφτώ το σεξ. Δεν υπήρχε στο μυαλό μου ως θέμα. Δε χώραγε ανάμεσα σ’ αυτά που υπήρχαν.

Όταν άρχισα δειλά-δειλά να ξαναμπαίνω στο ίντερνετ, άρχισα να λαμβάνω μηνύματα συμπαράστασης στο Facebook, πράγμα που μου προξένησε μεγάλη έκπληξη. Εγώ υποθέτω ότι θα ντρεπόμουν να πω οτιδήποτε σ’ έναν άνθρωπο που του έχει πεθάνει ο σύντροφος, από φόβο μην πω καμιά μαλακία, και ειδικά από ένα μέσο τέτοιο. Αλλά πολύς κόσμος δεν ντρεπόταν καθόλου, και ειδικά άνθρωποι που με ήξεραν ελάχιστα και δεν είχαν άλλο τρόπο να με βρουν, κι αυτός ο κόσμος περιλάμβανε και γυναίκες που είχαν προφίλ γεμάτα με φωτογραφίες με μαγιό και ποτήρια μ’ αλκοόλ στα χέρια, που μου έγραφαν «ό,τι χρειαστείς από μένα, μη διστάσεις» και δεν ήξερα ακριβώς τι εννοούν (και δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι εννοούν αυτό), αλλά δεν έδινα σημασία, τα μηνύματα δεν καταγράφονταν στο μυαλό μου καν. Δεν απαντούσα σε κανέναν.

Αλλά ετούτο το e-mail δεν είχε μέσα συλλυπητήρια. Δεν είχε καμία αναφορά στο συμβάν. Προερχόταν από μία κοπέλα που την έλεγαν Χρύσα, την οποία είχα γνωρίσει μια νύχτα σ’ ένα μπαρ πριν από δέκα χρόνια. Δε φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να ξέρει ότι η γυναίκα μου πέθανε. Μάλλον δεν ήξερε ότι είχα παντρευτεί. Είχα από τότε να της μιλήσω. Δε θα τη θυμόμουν καν, αλλά ήταν η μόνη κοπέλα στη ζωή μου την οποία είχα γνωρίσει σε μπαρ και το ίδιο βράδυ είχα πηδήξει, κι αυτά τα πράγματα σου μένουν, όπως και να το κάνουμε. Οπότε της απάντησα και μετά μου απάντησε και μετά της ξαναπάντησα και μετά την έκανα φίλη στο Facebook, για να τσεκάρω ότι δεν έχει χοντρύνει, και μετά κανονίσαμε να βγούμε ραντεβού σ’ ένα καφέ που δεν πήγαινα ποτέ, σε μια περιοχή όπου δεν ήξερα κανέναν.

Όλα αυτά γίνονταν σε μια αχλύ και σε μια θολούρα και σ’ ένα μπέρδεμα μέσα στο μυαλό μου, και αυτό δεν το λέω για δικαιολογία, πρέπει να το καταλάβεις, είχα χάσει την πυξίδα μου, ήμουν μονίμως εν συγχύσει, δεν ήξερα πολύ καλά τι έκανα, και επίσης φοβόμουν ότι το πουλί μου έχει πρόβλημα, και αυτό δε με ενδιέφερε και πολύ εκείνη τη στιγμή, αλλά κάποτε μπορεί να το ξαναχρειαζόμουν, και δεδομένου ότι αυτό ήταν κάτι μελλοντικό, μου φάνηκε σκόπιμο μέσα σ’ όλη τη σύγχυση και τη σκοτοδίνη μου να εστιάσω σ’ αυτό και να το βάλω στόχο.

Η Χρύσα ήταν μια λύση.

Η Χρύσα ήταν παντρεμένη και είχε δύο παιδιά. Είχε στρογγυλέψει από τότε που την ήξερα αλλά όχι δυσάρεστα, είχε ξανθές θεαματικές μπούκλες, που σίγουρα είχαν όνομα στην αργκό του κομμωτηρίου το οποίο δε γνώριζα, και πράσινα μάτια που δε θυμόμουν. Είχε βαφτεί υπερβολικά, αλλά ήταν ντυμένη σαν δασκάλα γυμνασίου. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη και γυαλιστερά απ’ το αστραφτερό κραγιόν. Την κοίταζα και ένιωθα «γεράσαμε», και σκεφτόμουν ότι δεν πειράζει και τόσο.

Μου μίλησε επί μία ώρα για τη ζωή της και για τα παιδιά της, που το ένα ήταν πέντε και ήταν αγοράκι και το άλλο ήταν τριών και ήταν κοριτσάκι. Ήταν καθηγήτρια λυκείου, αλλά επειδή είχε κάνει τα παιδιά και για έναν άλλο λόγο που δε θυμάμαι είχε να πατήσει το πόδι της σε σχολείο περίπου έξι χρόνια. Ήταν πολύ απογοητευμένη από τις μειώσεις που είχαν κάνει στο μισθό της. Της είπα ότι είμαι δημοσιογράφος και γράφω σε μια εφημερίδα και στο ίντερνετ. Δε μου είπε κουβέντα για τον άντρα της. Δεν της είπα ότι η γυναίκα μου σκοτώθηκε ή ότι είχα γυναίκα. Όταν σηκωθήκαμε για να φύγουμε, της είπα την ίδια ατάκα που της είχα πει δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν είχαμε φύγει από εκείνο το μπαρ, για να την πάω σπίτι. «Μπορώ να σε πάω κάπου κοντά να σε αποπλανήσω;» Αυτή τη λέξη είχα χρησιμοποιήσει, «αποπλανήσω». Παιδιά ήμασταν. Εγώ το θυμόμουν, αυτή δεν έμοιασε να το θυμάται, πράγμα που κάτι πρέπει να σημαίνει.

Η αντίδρασή της ήταν ολόιδια.

Την πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής που θυμόμουν ότι υπήρχε εκεί κοντά. Τελευταία φορά που είχα πάει εκεί ήταν έξι χρόνια νωρίτερα. Εκείνη τη στιγμή δε μου προξένησε κανένα συναίσθημα το ότι την προηγούμενη φορά είχα πάει εκεί με τη μετέπειτα γυναίκα μου. Το ήξερα και το θυμόμουν, αλλά αυτό δε με απέτρεψε. Δεν ένιωθα καθόλου τύψεις. Δεν ένιωθα τίποτα γενικότερα.

Το ξενοδοχείο απ’ έξω είχε μια ταμπέλα που έγραφε «HOTEL ΠΕΡΣΗΣ», αλλά κατά τ’ άλλα έμοιαζε με κανονική πολυκατοικία. Θυμόμουν πως πάντα μου έκανε εντύπωση το ότι απέναντι υπήρχε άλλη μια πολυκατοικία. Τα διαμερίσματά της πρέπει να ήταν περιζήτητα: Η θέα πρέπει να ήταν θαυμάσια. Όταν πάρκαρα, ασυναίσθητα έριξα μια ματιά στην πιλοτή, μπας και υπάρχει κανένα κολλημένο ενοικιαστήριο. Η Χρύσα στη διαδρομή δεν είχε πει κουβέντα. Ούτε στο ασανσέρ είπε τίποτα. Το δωμάτιό μας ήταν το 113. Το πρώτο πράγμα που έλεγξα ήταν αν φαινόταν τίποτα από την απέναντι πολυκατοικία. Τράβηξα τις κουρτίνες. Κατά τα φαινόμενα, τα σεντόνια είχαν ν’ αλλαχτούν από την προηγούμενη φορά που είχα πάει. «Πάω να κατουρήσω», είπα, και πήγα, και τότε κατάλαβα ότι είχα άγχος. Προσπάθησα να μην κοιτάξω τον καθρέφτη.

Όταν βγήκα ήταν γυμνή και είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και χαϊδευόταν, λες και παίζαμε σε πορνό. Πήγα και κόλλησα τη μούρη μου στα σαρκώδη χείλη της και διαπίστωσα ότι το χειρότερο πράγμα στο να κάνεις σεξ χωρίς να θέλεις πραγματικά, μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι ότι δε λειτουργεί το τσουτσούνι σου και επειδή βρήκες εντελώς τυχαία κι αναπάντεχα μια γυναίκα πολύ πρόθυμη να σε εξυπηρετήσει χωρίς πολλά σούξου μούξου, είναι το ότι δεν μπορείς ν’ αφεθείς σ’ αυτή την αδέξια τελετουργία χουφτωμάτων και γλειψιμάτων και φιλιών και βογγητών, αυτό το ζωώδες εθιμοτυπικό που, κακά τα ψέματα, χωρίς την απαραίτητη κάλυψη του ερωτικού πάθους είναι πολύ γελοίο. Κι εκεί που ήμουνα έτοιμος να εγκαταλείψω την προσπάθεια και να σηκωθώ –χωρίς καμία τύψη, χωρίς κανένα συναίσθημα–, η Χρύσα, η αδιευκρίνιστης ηλικίας ξανθιά παντρεμένη δασκάλα μάνα με τις μπούκλες και το ξυρισμένο αιδοίο και το τατουάζ δελφίνι στον κόκκυγα, έσκυψε και πήρε το προβληματικό μου μέλος στο στόμα της.

Δεν ήταν παρά λίγα λεπτά αργότερα, στο ασανσέρ, όταν η ανακούφιση άρχισε πραγματικά να πλημμυρίζει τα κύτταρά μου. Η Χρύσα, που από το απόγευμα αυτό είχε αποκομίσει μερικές γουλιές καφέ και λίγα ml σπέρμα στο στομάχι της και τίποτα άλλο, έμοιαζε γαλήνια και ικανοποιημένη. Επαναλαμβάνω: δεν ένιωθα καθόλου τύψεις, δεν ένιωθα τίποτα απολύτως –θα αισθανόμουν την αναπόφευκτη και γνώριμη ευγνωμοσύνη μόνο αρκετά αργότερα–, αλλά θα περίμενα λίγη τσατίλα, λίγη δυσφορία από αυτή. Δε θα μ’ ένοιαζε. Δεν υπήρχε. Ούτε αυτό μ’ ένοιαζε. Ήμουν υγιής. Το τσουτσούνι μου λειτουργούσε. Αυτό μ’ ένοιαζε.

«Γιατί δε με πήγες σπίτι σου;» ρώτησε καθώς την άφηνα δυο τετράγωνα απ’ το δικό της. Δεν είχαμε πει τίποτ’ άλλο στη διαδρομή, που ευτυχώς δεν ήταν μεγάλη.

«Επειδή έχω τετρακόσια ευρώ σ’ ένα φάκελο σ’ ένα συρτάρι και ένα λάπτοπ κι ένα κινητό και τα μαχαίρια σε εμφανές σημείο», ήταν η σωστή απάντηση. «Δεν ξέρω», της είπα. Τη φίλησα στα χείλη, αλλά δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Δε μου ’χει στείλει e-mail έκτοτε.

Και έτσι ξύπνησε το πουλί μου, στο στόμα μιας καθηγήτριας λυκείου που κάποτε είχα γνωρίσει σ’ ένα μπαρ. Και μετά έμεινε ξύπνιο για πολύ καιρό.

Ο λόγος που άρχισα να κολυμπάω ήταν το ότι έπρεπε να βρω κάτι να κάνω με το σώμα μου, κάτι άλλο εκτός από το να το βασανίζω.

Αφού πήρε μπρος το σύστημα στη βουβωνική τη χώρα, άρχισε να με ταλαιπωρεί πάρα πολύ. Πλέον ξύπναγα κάθε πρωί με στύση και μερικές φορές ξύπναγα και μέσα στη νύχτα με στύση και κυρίως μου ’ρχόταν η όρεξη και κατά τη διάρκεια της μέρας, πολλές φορές. Πήγαινα κανονικά στη δουλειά τότε, οπότε περνούσα κάποιες βαρετές ώρες εκεί, αλλά όταν επέστρεφα στο άδειο σπίτι δεν είχα πολλά άλλα πράγματα να κάνω απ’ το να ασχολούμαι με τον εαυτό μου, και ο εαυτός μου ήθελε διαρκώς εκτόνωση.

Στην αρχή δε χρειαζόταν ερεθίσματα: Σκεφτόμουν τη Χρύσα, που την είχα πρόσφατη, την ξανθιά με τα βυζιά από τον πρώτο, κάτι γκόμενες απ’ το γραφείο, σχεδόν όλες τις πρώην μου, όλες όσες ήθελα μα δεν ήθελαν ποτέ να είναι νυν μου, τα μοντέλα της Victoria’s Secret, τυχαίες ταμίες και υπαλλήλους και ξένες διαβάτισσες στους δρόμους, οτιδήποτε αρκούσε για να με στείλει στην τουαλέτα για να ξαλαφρώσω το φορτίο.

Δε σκεφτόμουν ποτέ τη γυναίκα μου.

Και βέβαια δεν υπήρχε πόθος ή λαγνεία ή οτιδήποτε το θετικό και ωραίο σ’ αυτή τη διαδικασία. Δεν ξέρω ποια είναι η ορμόνη της ευτυχίας που χύνεται στο αίμα μετά την εκσπερμάτιση –σεροτονίνη;– αλλά εγώ δεν την είχα, εγώ δεν ένιωθα τίποτα, ένιωθα μόνο ένα ξαλάφρωμα, σαν αυτό που νιώθεις μετά από ένα καλό χέσιμο, και ίσως να μου είχε χαλάσει ο μηχανισμός που την παράγει αυτή την ορμόνη, κι αυτό ήταν κάτι που θα χρειαζόταν πολύ περισσότερα πράγματα από μια παλιά βαργεστημένη ερωμένη για να διορθωθεί. Από ένα σημείο και μετά δεν ένιωθα ούτε καν το ξαλάφρωμα, βεβαίως. Ένιωθα μόνο πόνο.

Όταν πέρασε λίγος καιρός ακόμη, άρχισα να γίνομαι πιο απαιτητικός, χρειαζόμουν περισσότερα ερεθίσματα, κι έτσι άρχισα να βλέπω τσόντες στο ίντερνετ. Έβλεπα ατέλειωτες ώρες από βιντεάκια κάθε είδους. Στο παρελθόν ποτέ δεν έβλεπα τσόντες, μόνο σπάνια, όσο χρειαζόταν και όποτε χρειαζόταν, περιεκτικά δεκάλεπτα τυχαία και απρόοπτα σε διαστήματα εβδομάδων. Όταν ήμουν μικρός, που είχα ανάγκη, δεν είχαμε γρήγορο ίντερνετ. Αν είχαμε βεβαίως, μπορεί να είχα εξελιχθεί πολύ διαφορετικά.

Εκείνη την εποχή δεν έκανα τίποτ’ άλλο. Πήγαινα στη δουλειά και επέστρεφα, δεν έβγαινα, δεν πήγαινα βόλτες, δεν επικοινωνούσα με κανέναν και μετά από τις αρχικές παραινέσεις υποθέτω ότι οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι με άφησαν στην ησυχία μου, υποθέτοντας ότι κάθομαι και υποφέρω βουβά μοναχός μου, πράγμα που λίγο πολύ ίσχυε.

Οι αγαπημένες μου τσόντες ήταν κάτι βιντεάκια με ψεύτικες οντισιόν σ’ ένα γραφείο σχεδόν άδειο, στις οποίες έρχονταν κοπέλες αθώες και άδολες και κάθονταν και τους μίλαγε ένας τύπος με θολωμένη μούρη, για να μην καταλάβουμε ποιος είναι, και τις έπειθε ότι πρέπει να γδυθούν τελείως στην κάμερα και μετά τις έπειθε και να του κάτσουν. Ήταν προφανώς στημένο και οι κοπέλες δεν έπαιζαν καθόλου καλά το ρόλο τους, αλλά μου άρεσε επειδή οι κοπέλες έμοιαζαν όλες ακατέργαστες και αληθινές και επειδή τα βίντεο είχαν πολύ συγκεκριμένη και αναμενόμενη δομή και ήξερα πάνω κάτω πότε γίνεται τι, πράγμα χρήσιμο, όπως διαπίστωνα, για τον προγραμματισμό της όλης διαδικασίας.

Διαπίστωσα επίσης ότι προτιμούσα τις τσόντες με πρωταγωνίστριες που έμοιαζαν ερασιτέχνιδες και φυσιολογικές, με ατέλειες σαν αυτές που έχουν οι κανονικοί άνθρωποι, από αυτές με τις γυμνασμένες και ιδρωμένες και γυαλιστερές επαγγελματίες πορνοστάρ, οι οποίες ήταν πάρα πολύ όμορφες, μα πάρα πολύ επαγγελματίες. Επειδή οι πρώτες μου θύμιζαν πιο πολύ την πραγματική ζωή, το θεώρησα αυτό σημάδι ψυχικής υγείας. Λίγο αργότερα όμως διαπίστωσα ότι πεθαίνω.

Συγκεκριμένα κάποια στιγμή πέρυσι, στις αρχές του καλοκαιριού, αποφάσισα ότι πεθαίνω από καρκίνο και το σύμπτωμα που με έπεισε ήταν μια θολούρα στο σπέρμα, που καθώς περνούσε ο καιρός μου φαινόταν ότι ήταν αίμα. Γενικότερα, κάθε φορά που οποιαδήποτε οπή του σώματός μου αναβλύζει αίμα, πείθομαι ότι πεθαίνω από καρκίνο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μου πήρε λίγες μέρες να καταλάβω τι είναι αυτό που βλέπω, κατά τις οποίες έβλεπα τσόντες και μαλακιζόμουν μόνο και μόνο για να δω αν εκσπερματίζω αίμα, και όταν το πήρα απόφαση ότι δεν μπορεί να είναι τίποτ’ άλλο, αντιμετώπισα ένα δίλημμα: Είτε θα πήγαινα στο γιατρό για να με κοιτάξει και να κάνω εξετάσεις και να γίνει η αναπόφευκτη διάγνωση και να με πάνε στο δωματιάκι για να μου το ανακοινώσουν, με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου δίπλα μου, οι οποίοι θα ήξεραν ήδη αλλά δε θα μου είχαν πει τίποτα, και μετά με τις χημειοθεραπείες και τις ακτινοθεραπείες και τη ζαλάδα και την αρρώστια και την τριχόπτωση και, αν ο καρκίνος ήταν εκεί γύρω, την τελειωτική και μόνιμη αχρήστευση του τσουτσουνιού μου και την κεραυνοβόληση και αχρήστευση και ίσως και τον ακρωτηριασμό των παπαριών μου –λεπταίνει η φωνή όταν σ’ τα κόβουν, αλήθεια;– και σε μια ζωή πόνου μέχρι την αναπόφευκτη ανακοίνωση, τον ορισμό του deadline, ενός περιθωρίου πολύ μικρού που θα τσακίσει τους δικούς μου, μα εγώ πια θα είμαι στωικός και θα το έχω πάρει απόφαση και θα το αντιμετωπίσω γαλήνια, το τέλος, είτε αυτό θα γινόταν, είτε θα σταματούσα να βαράω μαλακία.

Έτσι αποφάσισα ότι θα πρέπει να βρω κάτι άλλο να κάνω με το σώμα μου, και μια μέρα που έκοβα δρόμο πηγαίνοντας για φαγητό στο κοντινό εμπορικό κέντρο χάθηκα στο Ολυμπιακό Στάδιο και βρέθηκα σε μια πισίνα που λαμπύριζε στον ήλιο και με καλούσε να μπω μέσα της και να χαθώ ολόκληρος στο ζεστό νερό της, που εξαγνίζει δάκρυα και τύψεις και κούραση και πόνο χάρη στη θαυματουργή δύναμη του οξυγόνου, όταν του στουμπώνεις μέσα ένα επιπλέον άτομο.