Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΑΝΑΜΝΗΣΗ δεν είναι πολύ καθαρή. Δεν είναι καν μια συγκεκριμένη εικόνα: μόνο ένα θολό συνονθύλευμα αισθήσεων συγκεντρωμένο σε μια γωνιά της μνήμης, κουλουριασμένο σε μια μπάλα. Ο μόνος λόγος που επιζεί είναι το ότι το ανασύρω πότε-πότε, το φρεσκάρω, ίσως και να το αλλοιώνω λίγο έτσι. Μπορεί ποτέ να μη συνέβη αυτό που θυμάμαι, να πρόκειται μόνο για θραύσματα από μνήμες ή από όνειρα ή από ψεύτικες εικόνες, από αυτές που φτιάχνει το μυαλό μου συνέχεια, που τις έχω πάρει και τις έχω διατάξει με τη σειρά σε μια διήγηση, υποσυνείδητα. Ξέρω ότι είναι η πιο παλιά μου ανάμνηση επειδή έχει μέσα τη μάνα μου. Δεν έχει μέσα τη μάνα μου ακριβώς. Δεν είμαι σίγουρος.
Είμαι στο πατρικό μας, λέει, και όλα γύρω μου είναι πολύ ψηλά και ανοιχτόχρωμα. Οι τοίχοι, οι πόρτες, όλα μοιάζουν πιο φρέσκα από ό,τι τα θυμάμαι αργότερα. Είμαι πιο κοντός από τα πόμολα. Κοιτάζω τα πάντα προς τα πάνω.
Περπατάω στο διάδρομο που συνδέει το σαλόνι με το υπνοδωμάτιο που μοιραζόμουν με τον αδερφό μου, και στο δρόμο περνάω από το μικρό δωματιάκι που αργότερα θα γινόταν κάτι σαν μικρό γραφείο ή βιβλιοθήκη που δε χρησιμοποιούσαμε ποτέ. Περνώντας βλέπω μια φευγαλέα εικόνα από το δωμάτιο, το οποίο δε μου θυμίζει τίποτα, είναι εντελώς διαφορετικό από το δωματιάκι που θυμάμαι – μοιάζει να είναι από άλλο σπίτι. Μέσα υπάρχει ένα πολύ ψηλό κρεβάτι με λεπτό στρώμα και σιδερένια πόδια και στις άκρες των ποδιών ρόδες. Δε βλέπω τις ρόδες, αλλά μέσα στην ανάμνηση ξέρω ότι το κρεβάτι έχει ρόδες. Το στρώμα είναι κατάλευκο και μοιάζει ανισόπεδο, σαν μια θάλασσα λευκή και ακίνητη, και μοιάζει να λάμπει σαν να φωτίζεται από κάπου πολύ έντονα και μετά για λίγο, ανεπαίσθητα, κουνιέται.
Θυμάμαι ένα κατάλευκο μακρόστενο πράγμα να αποκολλάται από το σεντόνι και ν’ απλώνεται προς τα πάνω και, ίσως, δεν είμαι σίγουρος, ανεπαίσθητα προς το μέρος μου. Είναι κυλινδρικό και λείο και απόκοσμα λευκό, είναι τρισδιάστατο και στην άκρη του έχει μακρόστενα εξογκώματα και μόνο εξορθολογικεύοντας αυτή τη θολή εικόνα μέσα στην ανάμνηση μπορώ να συμπεράνω ότι πρόκειται για ένα χέρι.
Νομίζω ότι θυμάμαι να περνάω έξω από το δωμάτιο και η μάνα μου απλώνει το χέρι προς το μέρος μου, αλλά είμαι πολύ μακριά, είμαι έξω, δε με φτάνει. Δε θέλω να με φτάσει.
Δε γίνεται τίποτ’ άλλο στην ανάμνησή μου, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο μέσα της, κάτι σημαντικό: η οσμή. Δε θυμάμαι την οσμή –μπορεί κάποιος να θυμάται τις οσμές;– αλλά θυμάμαι την επίδρασή της πάνω μου. Κάτι μυρίζει περίεργα και έντονα στη μνήμη μου και δεν ξέρω τι, αλλά ξέρω ότι από τη μια με πνίγει, από την άλλη η απώλεια αυτής της επίδρασης από όλη την ύστερη ζωή μου με πνίγει επίσης.
Βγάζει νόημα αυτό το πράγμα; Μπορεί να μη συνέβη ποτέ τίποτα τέτοιο, και να έχω ανάκατα πράγματα από τότε και από ύστερα μέσα στο μυαλό μου. Όταν κάνεις πολλές σκέψεις, αργά ή γρήγορα θα τις μπουρδουκλώσεις, είναι μοιραίο. Μερικές φορές νομίζω ότι τη ζωή μου την περνάω ψάχνοντας αυτή τη μυρωδιά. Ίσως να είναι η μυρωδιά του θανάτου.
Ξύπνησα πάλι το μεσημέρι και ο ουρανός έλαμπε, μα ήταν πολύ αργά για να πάω για κολύμπι. Σε λίγο ο ήλιος θα βούλιαζε προς τη δύση και θα είχε πάλι κρύο. Θα έπρεπε ωστόσο να πάω στο σουπερμάρκετ για να ψωνίσω πράγματα. Επειδή βαριόμουν να φορέσω ρούχα και να βγω από το σπίτι, κωλυσιεργούσα κάνοντας μικροδουλειές και καθαριότητα για πολλή ώρα. Σκούπισα χωρίς να χρειάζεται, γιατί είχα σκουπίσει ξανά χτες, πριν έρθει η Χριστίνα. Είχα μαζέψει και μερικές από τις σακούλες κάτω από το τραπέζι της κουζίνας.
Όταν το γουργουρητό της κοιλιάς μου έγινε αφόρητο, πήρα την απόφαση να βγω. Αποφάσισα να μην πάω στο κοντινό μου σουπερμάρκετ αλλά σ’ ένα άλλο, στην Κηφισιά, γιατί είχε υλικά για σούσι και είχα όρεξη για σούσι από την προηγούμενη μέρα, που κατά τη διάρκεια των επεισοδίων είχαμε περάσει σχετικά κοντά από ένα εστιατόριο που μου άρεσε, αλλά δεν πρότεινα να πάμε να φάμε εκεί, γιατί μπορεί να με κατηγορούσαν για έλλειμμα επαναστατικού φρονήματος και από τότε το σκεφτόμουν με λατρεία και με λίγο πόθο. Αυτά είναι τα πράγματα που μπορείς να κάνεις όταν ζεις μόνος σου: Να πηγαίνεις όπου θέλεις, όποτε θέλεις και να κυκλοφορείς στο σπίτι ολόγυμνος. Τα κάνω και τα δύο – το δεύτερο όταν το επιτρέπει ο καιρός. Αγόρασα ένα σάντουιτς με γαλοπούλα απ’ το κοντινό σαντουιτσάδικο για να τρώω στο δρόμο και να μου φύγει η λιγούρα. Στο δρόμο σκεφτόμουνα το θάνατο.
Μια έρευνα που είχα διαβάσει τις προάλλες σε μιαν οθόνη έλεγε πως από τότε που ο Homo sapiens έγινε Homo sapiens έχουν γεννηθεί πενήντα επτά δισεκατομμύρια άνθρωποι. Έχουν πεθάνει επτά δισεκατομμύρια λιγότεροι. Δεν είναι σπάνιο πράγμα ο θάνατος. Συμβαίνει κάθε μέρα. Είναι το δεύτερο πιο συνηθισμένο αληθινά σημαντικό πράγμα που κάνουν οι άνθρωποι. Παίρνουμε αποφάσεις ζωής και θανάτου κάθε μέρα, κάθε φορά που διασχίζουμε το δρόμο, κάθε φορά που τρώμε ένα γεύμα, κάθε φορά που αναδυόμαστε απ’ το μακροβούτι, κάθε φορά που σταματάμε στο στοπ.
Μερικές φορές παίρνουμε τέτοιες αποφάσεις σε πιο μαζικό επίπεδο.
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1945, πριν από ακριβώς εξήντα επτά χρόνια, η αεροπορία των ΗΠΑ και η αεροπορία της Βρετανίας ξεκίνησαν τον τριήμερο βομβαρδισμό της πόλης της Δρέσδης στη Γερμανία. Έγιναν τέσσερις επιδρομές, στις οποίες συμμετείχαν χίλια τριακόσια αεροπλάνα, τα οποία έριξαν τρεις χιλιάδες εννιακόσιους τόνους βομβών, και η φωτιά που σάρωσε τα σπίτια και τα κτήρια και τους ανθρώπους έφτασε σε θερμοκρασία χιλίων πεντακοσίων βαθμών Κελσίου και στο τέλος η όμορφη πόλη, η «Φλωρεντία του Έλβα», είχε ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά και εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες άνθρωποι είχαν πάψει να υπάρχουν. Το «135.000» είναι ένα νούμερο που δε θα το βρεις στη Wikipedia. Το γράφει σ’ ένα πολύ ωραίο βιβλίο ένας Αμερικάνος συγγραφέας πολύ καλός, ο Κερτ Βόνεγκατ, ο οποίος βρισκόταν στη Δρέσδη αιχμάλωτος πολέμου πριν από εξήντα επτά χρόνια ακριβώς, κρυμμένος σ’ ένα υπόγειο, πρώην σφαγείο ζώων, μαζί με τους συγκρατούμενούς του καθώς η πόλη καιγόταν από πάνω, το «σφαγείο νούμερο πέντε». Έτσι λένε και το βιβλίο του.
Η προπαγάνδα των ναζί έλεγε ότι στη Δρέσδη οι νεκροί ήταν «διακόσιες χιλιάδες» ή «πεντακόσιες χιλιάδες», αλλά η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι το σωστό νούμερο είναι περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες. Ο Κερτ Βόνεγκατ το δικό του νούμερο το πήρε από ένα βιβλίο του ιστορικού Ντέιβιντ Ίρβινγκ για την καταστροφή της Δρέσδης κι έτσι πέρασε στην ιστορία για παντοτινά, γιατί τα ιστορικά βιβλία μπορούν στις επόμενες εκδόσεις τους να διορθωθούν (και, πράγματι, το βιβλίο του Ίρβινγκ σε επόμενες εκδόσεις ανέφερε μικρότερο αριθμό θυμάτων), αλλά τα μυθιστορήματα μένουν για πάντα, κι αν έχουν λάθη, μένουν με λάθη.
Είκοσι πέντε χιλιάδες άνθρωποι, βεβαίως, είναι πάρα πολλοί. Εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες είναι περισσότεροι από τους ανθρώπους που θα γνωρίσεις σε όλη τη ζωή σου. Μεμονωμένες ενέργειες ανθρώπων που στοίχισαν τη ζωή σε τέτοιους αριθμούς ανθρώπων υπάρχουν πολλές. Στη Χιροσίμα πέθαναν κοντά εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι. Στο Ναγκασάκι πάνω από εξήντα χιλιάδες. Στο βομβαρδισμό του Τόκιο με συμβατικές βόμβες λίγες εβδομάδες νωρίτερα ογδόντα χιλιάδες.
Και η σφαγή χιλιάδων δε γίνεται μόνο με βόμβες, από μακριά. Γίνεται κι από κοντά. Τον Ιούλιο του 1995 οκτώ χιλιάδες Βόσνιοι δολοφονήθηκαν στην πόλη της Σρεμπρένιτσα από Σέρβους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς. Λέγεται ότι στη σφαγή συμμετείχαν και Έλληνες. Στην Καμπότζη της δεκαετίας του ’70, ο δικτάτορας Πολ Ποτ εξολόθρευσε το 21% του πληθυσμού της χώρας μέσα σε τέσσερα χρόνια, επειδή πίστευε πως δε χρειάζεται τόσο μεγάλο πληθυσμό για να φτιάξει την κομμουνιστική του ουτοπία. Το 1940 στο δάσος του Κατίν οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν είκοσι δύο χιλιάδες Πολωνούς αιχμαλώτους, στρατιώτες και αστυνομικούς κυρίως. Την απόφαση υπέγραψε ο υπουργός Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μολότοφ. Στο Νότιο Σουδάν μια στρατιά από πολεμιστές μιας φυλής κατέσφαξαν τρεις χιλιάδες μέλη μιας άλλης φυλής επειδή είχαν διαφορές για τα βοσκοτόπια και διαφωνίες για τα κοπάδια. Αυτό έγινε πριν από ένα μήνα.
Ξέρεις πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα στη Γη;
Εκατόν πενήντα χιλιάδες.
Κάθε μέρα.
Μερικές μέρες, όπως εκείνη πριν από εξήντα επτά χρόνια ακριβώς, ο αριθμός ανεβαίνει.
Αν σκεφτεί κανείς τι είναι ο άνθρωπος, πώς είναι φτιαγμένος και το ότι υπάρχουν εφτά δισεκατομμύρια από δαύτους αυτή τη στιγμή στη Γη, αναρωτιέται πώς το νούμερο δεν είναι πολύ μεγαλύτερο.
Στο σουπερμάρκετ δε βρήκα τα υλικά που ήθελα, δεν είχε αυτά τα φύκια που είναι σαν μαύρο χαρτί με υφή σαν τα φύλλα του βιβλίου του Γκόμπριχ, οπότε αγόρασα σούσι συσκευασμένα κι έτοιμα, με μια ημερομηνία λήξης ύποπτα κοντινή. Διαπίστωσα ότι πολλά από τα προϊόντα είχαν ημερομηνία λήξης ύποπτα κοντινή. Στο σουπερμάρκετ υπήρχε ελάχιστος κόσμος. Κανένας δε χρησιμοποιούσε καρότσι. Η ταμίας ήταν μια γυναίκα που θα έπρεπε να κάθεται δίπλα από ένα τζάκι καρκινογόνο και να διαβάζει παραμύθια σε γλυκά και τρυφερά εγγόνια, αν υπήρχε δικαιοσύνη στον κόσμο. Το δέρμα της ήταν τσαλακωμένο και πτυχωμένο κι έμοιαζε πολύ λεπτό και περίπου διπλάσιο σε έκταση από όσο χρειαζόταν εκείνο το κεφάλι. Με το παραμικρό θα μπορούσε να σκιστεί.
Ο άνθρωπος είναι μια μάζα από κόκκαλα και αίμα και μυς, τυλιγμένη σ’ ένα σακούλι από δέρμα, που είναι το μεγαλύτερο όργανο του σώματος. Το δέρμα δεν είναι καλό προστατευτικό σακούλι. Το δέρμα δεν είναι τίποτα. Είναι πολύ λεπτό. Μ’ ένα χραπ σκίζεται. Ακόμα και ο ήλιος το διαπερνά. Μερικές φορές πειράζω το δέρμα μου επίτηδες, για να θυμάμαι πόσο διαπερατό και εύθραυστο είναι. Το αίμα, που κυκλοφορεί ακριβώς κάτω από την επιφάνεια, αναβλύζει κατακόκκινο και μετά σκουραίνει, τήκεται, σκληραίνει και γίνεται άσχημο, καθώς κύτταρα σπεύδουν πανικόβλητα να μπαλώσουν τη ζημιά.
Όταν ήμουν φαντάρος στο Διδυμότειχο, πηγαίναμε πότε-πότε να πλύνουμε τα σεντόνια του στρατοπέδου σ’ ένα άλλο στρατόπεδο, που είχε κάτι μεγάλα πλυντήρια, και βάζαμε μέσα τα ξεφτισμένα υφάσματα και καθώς περιμέναμε να πλυθούν και μετά να στεγνώσουν καθόμασταν στο ΚΨΜ, κι έτσι είχα γνωρίσει κάμποσους από τους φαντάρους εκεί, αυτούς που ήταν λίγο πιο μεγάλοι σε ηλικία και μπορούσα να συνεννοηθώ δηλαδή. Λίγες μέρες πριν πάρω άδεια απόλυσης, ένας από αυτούς που είχα γνωρίσει, ένα παιδί κάπως λιγομίλητο και ντροπαλό, που έμοιαζε σαν να νυστάζει διαρκώς, αυτοκτόνησε στη σκοπιά του. Νομίζω ότι τον έλεγαν Άκη. Τον βρήκε ο φαντάρος που πήγε να τον αλλάξει, τον οποίο τον ήξερα κάπως καλύτερα και, μέσω των κοινών γνωστών –γιατί εμείς δεν ξαναπήγαμε για σεντόνια τις μέρες πριν φύγω–, έμαθα ότι ο Άκης είχε προσπαθήσει να χαρακώσει τους καρπούς του αλλά δεν μπορούσε, και μετά είχε μαχαιρώσει την κοιλιά του και πάλι δεν τα κατάφερε και, για ν’ αυτοκτονήσει πιο άνετα, έβγαλε σχεδόν όλα του τα ρούχα και τελικά πέθανε από το κρύο πριν τον σκοτώσει η αιμορραγία. Τον βρήκε ημίγυμνο, μπρούμυτα στο χιόνι. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, έτσι μου το διηγήθηκαν. Μου φαινόταν περίεργη η ιστορία. Το δέρμα σκίζεται πολύ εύκολα. Γιατί είχε δυσκολευτεί τόσο; Μετά έμαθα ότι η μονάδα του πήρε ολόκληρη άδεια απολύσεως για να συνέλθουν από το τραύμα, κι αυτό επίσης δεν το πίστεψα. Δεν έτυχε να ξαναμιλήσω ποτέ με το φαντάρο που ήξερα, αυτόν που βρήκε τον σκοτωμένο, και το όνομα του οποίου τώρα ξεχνάω. Αναρωτιέμαι αν έχει ξεπεράσει αυτό που του συνέβη, αν θα το ξεπεράσει ποτέ. Πιθανότατα όχι.
Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στο ανθρώπινο σώμα είναι το αίμα. Μεταφέρει οξυγόνο και άλλες ουσίες στους ιστούς και η ανεμπόδιστη κυκλοφορία του είναι απαραίτητη για να λειτουργούν. Το αίμα το τρομπάρει μια αντλία, η καρδιά. Ολόκληρο το αίμα ενός ανθρώπου περνάει από την καρδιά πολλές φορές τη μέρα. Πέντε λίτρα είναι όλο-όλο. Οι μεγαλύτερες φλέβες και αρτηρίες στο σώμα είναι κρυμμένες στο εσωτερικό του, αλλά σε κάποια σημεία μερικές μεγάλες έρχονται κοντά στην επιφάνεια, στους μηρούς ας πούμε, και κυρίως στο λαιμό.
Το σημαντικότερο σημείο του σώματος είναι ο εγκέφαλος. Φαντάσου το σώμα ως το ατελές, ευάλωτο όχημα που μεταφέρει τον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος είμαστε. Ο άνθρωπος είναι ένα σχεδόν ημισφαιρικό ζελέ ενάμισι κιλό βαρύ. Το υπόλοιπο είναι περιτύλιγμα.
Ο εγκέφαλος αποτελείται από εκατομμύρια κύτταρα, που μιλάνε μεταξύ τους με γλώσσα ηλεκτροχημική και μαζεύουν πληροφορίες από όλο το σώμα και τις επεξεργάζονται και κάποιες από αυτές τις αποθηκεύουν, και γενικά δίνει τις εντολές και κάνει τα κουμάντα. Ό,τι είσαι και ό,τι υπήρξες είναι μέσα στο κεφάλι σου, αποθηκευμένο σε συστάδες από μακρουλά κύτταρα που μοιάζουν με αγκαθωτούς θάμνους, και πουθενά αλλού.
Ξέρουμε ακριβώς πώς λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα, με λεπτομέρειες σε επίπεδο μοριακό. Δεν έχουμε ιδέα για το πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος.
Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο στη δουλειά ένας παλιός συμφοιτητής μου από το Μαθηματικό στη Θεσσαλονίκη, που είχα να του μιλήσω χρόνια, και μου είπε ότι ένας συμφοιτητής μας, ο Λύσανδρος, σκοτώθηκε. Ο Λύσανδρος είχε μακριά μαλλιά και φορούσε καουμπόικες μπότες και πέτσινα παντελόνια και καβαλούσε μηχανή. Αυτό θυμάμαι από τον Λύσανδρο, και επίσης το ότι στις πενταήμερες κουβαλούσε μαζί και την κιθάρα του, και τα βράδια έπαιζε στα δωμάτια καθώς τα κορίτσια σιγοτραγουδούσαν με μισόκλειστα μάτια, κι εμείς κοροϊδεύαμε για λίγο και μετά πηγαίναμε στα μπαρ του νησιού για να κοιτάξουμε τις γκόμενες και να φανταστούμε πώς θα ήταν αν τους την πέφταμε και για να πιούμε. Ο Λύσανδρος παραβίασε ένα στοπ και τον κοπάνησε ένα φορτηγό και τρεις μέρες μετά πέθανε. Αυτό συνέβη πριν από τρία χρόνια νομίζω. Θυμάμαι ότι σοκαρίστηκα, επειδή ακούγοντας την είδηση δεν ένιωσα τίποτα.
Δίπλα στο σουπερμάρκετ υπάρχει μια καφετέρια και μπήκα για να πάρω έναν καφέ για το δρόμο. Πριν από μένα στο ταμείο περίμενε μια γυναίκα ηλικίας αδιευκρίνιστης αλλά όχι μικρής, είμαι πολύ κακός με τις ηλικίες, και την ερωτεύτηκα.
Φορούσε κοντή φούστα μαύρη και ψηλές μπότες καφετιές, ένα γκρίζο σουέντ παλτό που ήθελα να το χαϊδέψω και κρατούσε μια κόκκινη τσάντα που έμοιαζε με σακούλα και τα μαλλιά της ήταν μακριά και ξανθά και ατίθασα και ήθελα να τα χαϊδέψω και το πρόσωπό της ήταν όλο γωνίες και ήταν ηλιοκαμένο και το σαγόνι της ήταν έντονο και σε μια στιγμή γέλασε και τα μάγουλά της χαράχτηκαν από δυο λακκάκια και ήθελα να τα χαϊδέψω και γύρισε προς το μέρος μου και τα πόδια της ήταν ανάγλυφα και γυμνασμένα και τα γόνατά της ήθελα να τα χαϊδέψω.
Πήγε στον πάγκο με τις ζάχαρες και τα καλαμάκια κι έριξε ζαχαρίνη στον καφέ και μετά τον ανακάτευε με μανία που δονούσε το κορμί της.
Αναρωτιέμαι αν θα υπήρχε κάποια ηλικία σε κάποιο παράλληλο μέλλον, στην οποία θα σταματούσα να ερωτεύομαι όλες τις όμορφες γυναίκες που έβλεπα. Θα έφτανα εβδομήντα χρονών και θα ξερογλειφόμουν κάθε φορά που μια ξανθιά με τσουπωτό κώλο έμπαινε στο δωμάτιο; Τι ζωή θα ήταν αυτή; Επίσης αναρωτιέμαι αν, σ’ αυτό το υποθετικό σενάριο, θα σταματούσα ποτέ να παίζω video games.
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, που είχαμε εδώ στην Ελλάδα πριν από εκατό χρόνια, ένας Γλίξμπουργκ, μα άνθρωπος πράος και φιλήσυχος, που ήταν στην ουσία μαριονέτα του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, και του οποίου η μόνη επαναστατική πράξη ήταν να παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπούσε χωρίς να του ζητήσει την άδεια, περπατούσε μια μέρα στον Εθνικό Κήπο, που τότε λεγόταν Βασιλικός Κήπος, όταν μια μαϊμού επιτέθηκε στο σκύλο του. Ο βασιλιάς χρησιμοποίησε ένα κλαδί για να διώξει τη μαϊμού, αλλά αυτή τον δάγκωσε και μετά ήρθε και μια δεύτερη και τον δάγκωσε επίσης. Φαντάσου λίγο την εικόνα, το βασιλιά της Ελλάδας στον Κήπο να προσπαθεί να διώξει δυο μανιασμένες μαϊμούδες που του επιτίθονταν.
Δεκατρείς μέρες μετά, ο βασιλιάς πέθανε. Οι μαϊμούδες ήταν άρρωστες και τα δαγκώματά τους του προκάλεσαν μια μυστηριώδη μόλυνση που τον αρρώστησε βαριά και τελικά του στοίχισε τη ζωή και, όπως είπε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, έμμεσα στοίχισε και τη ζωή σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες και Τούρκους και έπαιξε ρόλο όχι μικρό στη φτώχεια και τη μιζέρια που ακολούθησε στην Ελλάδα για δεκαετίες.
Είναι εκπληκτικό από τι μπορεί να πεθάνει ο άνθρωπος.
Ο θεατρικός συγγραφέας Τενεσί Γουίλιαμς πέθανε όταν στραβοκατάπιε το καπάκι μιας φιάλης με σταγόνες για τα μάτια.
Η χορεύτρια Ιζαντόρα Ντάνκαν ήταν συνοδηγός σ’ ένα ανοιχτό αυτοκίνητο, όταν το μακρύ φουλάρι που φορούσε στο λαιμό μπερδεύτηκε σε μια ρόδα και της τράβηξε το λαιμό προς τα πίσω και την έπνιξε.
Ο Δανός πρωτοπόρος της αστρονομίας Τίχο Μπράχε πέθανε το 1601 είτε επειδή ντρεπόταν να πάει για κατούρημα σ’ ένα κάλεσμα κι έσκασε η φούσκα του και γέμισε η κοιλιακή του χώρα με ούρα και έπαθε μόλυνση, είτε από μολυβδίαση, επειδή φορούσε μια ψεύτικη μεταλλική μύτη για πολλά χρόνια, από τότε που η δικιά του κόπηκε σε μια μονομαχία με σπαθιά. Δεν ξέρουμε σίγουρα.
Ο άνθρωπος είναι μια μάζα από κόκκαλα και αίμα και μυς, τυλιγμένη σ’ ένα σακούλι από δέρμα, που σαν από θαύμα αντέχει και λειτουργεί και ζει για αρκετό καιρό εξυπηρετώντας τον εγκέφαλο. Πόσο συχνά αποτυγχάνει: Άνθρωποι πεθαίνουν επειδή σφίγγουν το λαιμό τους όταν βαράνε μαλακία ή επειδή οδηγούν τόνους από σίδερα σε επίπεδους δρόμους μεθυσμένοι ή επειδή ρουφάνε τοξικό καπνό από κυλινδρικά χαρτάκια ή επειδή κολυμπάνε με γεμάτο στομάχι ή σε θάλασσες με ρεύματα. Είναι τόσοι οι τρόποι, τόσο κοινό το φαινόμενο, αργά ή γρήγορα το παθαίνουν όλοι.
Να πώς πεθαίνει ο άνθρωπος από βουβωνική πανώλη: Πρώτα πρήζονται οι λεμφαδένες του και εμφανίζονται καρούμπαλα στις μασχάλες και γύρω από τα γεννητικά όργανα, και ίσως και γύρω από το λαιμό, που πονάνε. Μετά εμφανίζεται γάγγραινα στα δάκτυλα και τα χέρια και τα πόδια και τη μύτη, που μαυρίζουν και μυρίζουν άσχημα. Ταυτόχρονα ο ασθενής παθαίνει ζαλάδες, έχει πυρετό, βήχει, και μετά ξερνάει αίμα και ματώνει από τ’ αφτιά. Υποφέρει από αφόρητους πόνους και μετά πέφτει σε κώμα και μετά πεθαίνει. Το πτώμα του είναι κατάμαυρο.
Το 14ο αιώνα είκοσι πέντε εκατομμύρια Ευρωπαίοι πέθαναν μ’ αυτό τον τρόπο. Καμιά βόμβα δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Έφυγα και προχώρησα προς το σταθμό του τρένου κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη και τελικά περπατώντας κατά μήκος ενός ήσυχου μονόδρομου, που είχε μεγάλα πεζοδρόμια διάστικτα από σκατά σκύλων κι έναν ποδηλατόδρομο μήκους ενός χιλιομέτρου, πολύ ωραίο και φροντισμένο, βαμμένο πράσινο. Δύο αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα πάνω του. Το ένα είχε αναμμένα αλάρμ. Κανένα δεν είχε οδηγό μέσα. Ποδήλατο δεν είδα πουθενά.
Η κυρία Χρυσούλα, που έμενε στον από πάνω όροφο στην πολυκατοικία που ήταν το πατρικό μου, είχε ένα γιο που πέθανε. Ο γιος της πήγαινε στο σχολείο μου, αλλά δεν τον ήξερα γιατί ήταν σε μεγαλύτερη τάξη και ήταν δεκαεπτά όταν πέθανε, από λευχαιμία. Όλο το σχολείο πήγε στην κηδεία, γυμνάσιο και λύκειο. Τον λέγανε Λευτέρη. Θυμάμαι ότι έκλαιγα τη μέρα που πέθανε, μέσα στην τάξη, κι οι μπροστινές μου, που τις έκανα παρέα επειδή ήθελα να τις πηδήξω, με παρηγορούσαν κι έκλαιγαν κι αυτές. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα. Όλα τα παιδιά στην τάξη έκλαιγαν.
Ποιο ήταν το νόημα της ύπαρξης του Λευτέρη; Ποιο ήταν το αντίτιμο της θυσίας της κυρίας Χρυσούλας, που σπατάλησε τα νιάτα και την ομορφιά της και το χρόνο και την αγάπη της για να μεγαλώσει αυτή τη μάζα από κύτταρα που είχε βγάλει από μέσα της, να την ταΐσει και να την προστατέψει, για να τη χάσει ακριβώς πάνω στη στιγμή που θα γινόταν άντρας;
Ποιο είναι το νόημα;
Ποιο είναι το νόημα;
Αγαπάς κι ερωτεύεσαι και επενδύεις τη ζωή σου κι ένα μέρος της ψυχής σου, το επενδύεις και περιμένεις η επένδυσή σου να μεγαλώσει και ν’ αποδώσει, να γίνει κάτι απτό, να πάρεις κάτι πίσω, και ξαφνικά σ’ το παίρνουν και το χάνεις και δε μένει τίποτα, μένει μηδέν, μένει λιγότερο από μηδέν, μένουν οι αναμνήσεις που πονάνε, και το κενό. Η επένδυση στο βρόντο, τα χρόνια χαμένα, τα αισθήματα ανώφελα, και είναι εύκολο, είναι τόσο εύκολο, το ανθρώπινο δέρμα είναι τόσο λεπτό και εύκολο να σκιστεί, ο θάνατος είναι ένα μόνο βήμα, κοινότοπος, καθημερινό φαινόμενο, είναι παντού, είναι θέμα χρόνου.
Ποιο το νόημα της επένδυσης, όταν είναι τόσο μεγάλο το ρίσκο;
Λίγο πριν φτάσω στο σταθμό, σε μια γωνιά του δρόμου είδα ένα πεθαμένο πουλί. Το πτώμα του ήταν πεσμένο ανάσκελα σε στάση σχεδόν θεατρική, με τα ποδαράκια του στον αέρα και τα νύχια του ανοιγμένα σε κάτι που έμοιαζε με χειρονομία οίκτου, και το στήθος του φουσκωμένο σαν από υπερηφάνεια και τιμή και με το κεφάλι του τεντωμένο προς τα πίσω σαν σε απόγνωση γι’ αυτά που συμβαίνουν στη Γη. Δίπλα στο πουλί υπήρχαν δυο κόκκινες σταλαγματιές που μοιάζαν με αίμα. Ήταν σαν το πουλί να είχε πει «αντίο, πικρέ κόσμε» και να είχε πυροβολήσει το κεφαλάκι του εκεί, σ’ αυτό το πεζοδρόμιο.