ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ τους ανθρώπους. Τους χρειάζονται κοντά τους, να τους έχουν και να τους κοιτάνε και να τους μιλάνε και να τους ακούνε και να τους πιάνουν. Το αντιλαμβάνομαι αυτό. Εγώ είμαι εσωστρεφής και μοναχικός, μα το καταλαβαίνω. Κάπου διάβασα ότι το μυστικό της ευτυχίας είναι οκτώ αγκαλιές την ημέρα. Οκτώ αγκαλιές. Επιστημονική έρευνα ήταν, όχι μπούρδα. Άνθρωποι που αγγίζουν συχνά άλλους ανθρώπους είναι πιο χαρούμενοι, πιο ευτυχισμένοι. Ακόμα κι εγώ αυτό το επιστημονικό εύρημα το καταλαβαίνω, το νιώθω.

Βεβαίως, στην πραγματικότητα όλοι είμαστε μόνοι, μέσα στο κεφάλι μας.

 

Σήμερα το μεσημέρι όταν ξύπνησα ο κόσμος ήταν βρεγμένος, αλλά στον ουρανό είχε λιακάδα και στο ίντερνετ ένας εμφύλιος μαινόταν ανάμεσα σε μια οργίλη, αγανακτισμένη πλειοψηφία και μια απεγνωσμένη ψύχραιμη μειοψηφία, που ενίοτε έπαυε να είναι ψύχραιμη, μάλλον επειδή συνειδητοποιούσε πόσο μικρή μειοψηφία είναι. Δεν είχα τίποτ’ άλλο στο σπίτι, οπότε ζέστανα δυο κομμάτια που είχαν περισσέψει από τη χτεσινοβραδινή πίτσα και τα έφαγα. Είχαν μείνει μερικές γουλιές από το χτεσινοβραδινό κρασί, το οποίο είχα ξεχάσει έξω απ’ το ψυγείο κι ανοιχτό, και τις ήπια για να μη χαλάσει. Μετά πλύθηκα, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και μετά επέστρεψα στο υπνοδωμάτιο όπου κοιμόταν ακόμα η κοπέλα μου.

Την κοίταξα για λίγο, μια μάζα από ξανθά μαλλιά στη λάθος πλευρά του κρεβατιού, και αποφάσισα να μην την ξυπνήσω. Είχαμε αρκετό χρόνο ακόμα. Φόρεσα ένα μπουφάν πάνω από τις φόρμες και πήγα σ’ ένα κοντινό σαντουιτσάδικο για να πάρω δυο καφέδες, ένα χυμό κι ένα ζεστό κρουασάν. Όταν επέστρεψα είχε ξυπνήσει.

Την κοπέλα μου τη λένε Χριστίνα και είναι τριάντα τριών ετών και δουλεύει σε μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και είναι λεπτή κι έχει γαλάζια μάτια και ξανθά ίσια μαλλιά και ξανθά φρύδια. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε μιλήσει στο chat και είχαμε αποφασίσει να κατέβουμε μαζί στο Σύνταγμα σήμερα με το αυτοκίνητό της, καθώς δεν ξέραμε αν θα έχει μετρό, και μετά συνειδητοποιήσαμε ότι κανένας μας δεν ήξερε τι θα φάει, οπότε της είπα να έρθει να παραγγείλουμε πίτσα και να μείνει.

Ήταν το πρώτο βράδυ που πέρασε στο σπίτι μου.

Τη βρήκα να κάθεται στον καναπέ, κουλουριασμένη σταυροπόδι, σκεπασμένη με μια κουβερτούλα φλις, και να έχει ανοίξει και την τηλεόραση και το λάπτοπ μου. Δεν ένιωσα καθόλου βιασμένος κι αυτό μου προκάλεσε έκπληξη και δίστασα λίγο στην πόρτα συνειδητοποιώντας το και ταυτόχρονα το μυαλό μου σκέφτηκε ότι δεν έχω σχεδόν τίποτα στα κομπιούτερ μου που να ντρέπομαι να δει, κι αυτή η σκέψη μ’ έκανε να νιώσω περήφανος κι ενήλικος.

Σχεδόν, λέω, εννοώντας αυτό εδώ το βιβλίο και το μανιφέστο μου και τα υπόλοιπα σημαντικά που γράφω, τα οποία μέσα στο λάπτοπ βρίσκονται, αλλά κρυμμένα σε folder κλειδωμένο με password.

«Άρχισε η συζήτηση στη Βουλή», είπε χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος μου. «Θα μιλάνε μέχρι τα μεσάνυχτα και μετά θα ψηφίσουν».

Της έδωσα τον ένα καφέ και το κρουασάν. Άρχισε να το τρώει επί τόπου, με τα χέρια. Κομματάκια σφολιάτας πέφταν στο λάπτοπ μου.

«Έχει και μετρό», είπε, «αλλά καλύτερα να κατέβουμε με το αυτοκίνητο. Μπορεί να ξαναρχίσει να βρέχει».

Κάθισα δίπλα της και ρούφηξα λίγο από τον άλλο καφέ που ήταν καυτός και κάηκε η γλώσσα μου. Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γαλανό σαν τροπική θάλασσα και μετά άφησε το λάπτοπ στην άκρη κι έσκυψε προς το μέρος μου και μου πάτησε ένα φιλί. Από πάνω φορούσε μια πιτζάμα μου κι από κάτω μόνο το εσώρουχό της.

«Υπάρχει ένα μπουκάλι ουίσκι στο μπάνιο», μου είπε.
«Το ξέρω».
«Είσαι αλκοολικός;»
«Όχι πάρα πολύ».
«Τότε γιατί έχεις ένα μπουκάλι ουίσκι στο μπάνιο;»
«Ομολογώ ότι δε θυμάμαι».
«Οι αλκοολικοί παθαίνουν κενά μνήμης».
«Μπορεί να είμαι αλκοολικός και να μην το θυμάμαι».
«Και γιατί πίνεις;»
«Για να ξεχάσω».

Γέλασε. «Τι να ξεχάσεις;»
«Ότι πίνω».

Γέλασε περισσότερο. «Από μια ταινία δεν είναι αυτό; Από ποια ταινία είναι αυτό;»
«Πού να θυμάμαι. Αφού είμαι αλκοολικός».

Γελάσαμε μαζί για λίγο. Μετά κοιτάξαμε την οθόνη που έδειχνε εικόνες καφετιές από τη Βουλή. Έχουν αλλάξει ποτέ αυτά τα ξύλα στα έδρανα της Βουλής; Ποιος τα γυαλίζει; Δε μοιάζουν πολύ αναπαυτικά τα έδρανα. Πώς κάθονται εκεί αυτοί οι άνθρωποι; Πολλοί από αυτούς είναι ηλικιωμένοι. Δεν πιάνονται; Τέτοια σκέφτομαι συνέχεια.

«Έχεις φρικάρει;» μου είπε.
«Όχι, γιατί;»
«Μοιάζεις σαν να ’χεις φρικάρει».
«Δεν έχω φρικάρει».
«Σε κατάλαβα που με κοιτούσες να κοιμάμαι πριν».
«Είμαι ανώμαλος».
«Σίγουρα;»
«Σου έχω κόψει μια τούφα απ’ τα μαλλιά και θα τη βάλω στο λεύκωμά μου. Θα ζωγραφίσω γύρω-γύρω και καρδούλες».
«Δηλαδή είσαι ΟΚ;»
«Έχω φρικάρει επειδή δεν έχω φρικάρει».
«Καθόλου;»
«Αναπάντεχα καθόλου».
«Ωραία».

Σηκώθηκε και ο ημίγυμνος κώλος της πέρασε δίπλα ακριβώς από το πρόσωπό μου και ήταν γεμάτος με τις μικροσκοπικές φουσκαλίτσες της αόρατης ανατριχίλας κι ήθελα να τον βγάλω φωτογραφία και να τρίψω το αξύριστο μούτρο μου πάνω του. Η φωτιά στο τζάκι είχε σβήσει πολλές ώρες πριν κι έκανε κρύο.

«Μυρίζεις κρασίλα», είπε και μπήκε στο μπάνιο και πέρασε πολλή ώρα εκεί κι εγώ έπινα τον καφέ μου και κοίταζα τις οθόνες, όπου ο διαγωνισμός ατάκας και χολής συνεχιζόταν. Ένιωθα σαν να μου έχουν κάνει καθαρισμό στα δόντια. Ελαφρύς, αλλά περίεργα. Έξω είχε βγει ο ήλιος.

 

Ξεκινήσαμε κατά τις τέσσερις και τέταρτο. Το αυτοκίνητό της είναι μικροσκοπικό και κομψό και γκρίζο. Το ραδιόφωνο έπαιζε τραγούδια της Γουίτνι Χιούστον, που πριν από λίγες ώρες είχε πεθάνει. Η Χριστίνα οδηγεί με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο στο λεβιέ των ταχυτήτων. Μερικές φορές αυτό το δεύτερο της το έπιανα.

Παρκάραμε στο πάρκινγκ μιας θείας της, που είναι δικηγόρος κι έχει γραφείο στο Κολωνάκι, κοντά στη Γεννάδειο, και περπατήσαμε προς το Σύνταγμα. Ακριβώς απέναντι από τη Γεννάδειο, στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας και μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία ενός διαμερίσματος είδα τρία κορίτσια ημίγυμνα να στέκονται με τεντωμένα χέρια σε σχήμα Τ και με το ένα πόδι σηκωμένο και με την πατούσα του ακουμπισμένη στο γόνατο του άλλου ποδιού. Τα δύο κορίτσια κοιτούσαν προς το δρόμο, το τρίτο, μάλλον η δασκάλα, κοιτούσε προς τα δύο κορίτσια. Το ένα από τα δύο κορίτσια φορούσε μικροσκοπικό γκρίζο σορτσάκι και κολλητό λευκό φανελάκι χωρίς σουτιέν. Το άλλο κορίτσι φορούσε φόρμα, η οποία ξεκινούσε πολύ χαμηλά στην κοιλιά της, που ήταν τρομερά γυμνασμένη κι επίπεδη, και ροζ αθλητικό σουτιέν ή όπως αλλιώς τα λένε αυτά, κι από το απέναντι πεζοδρόμιο έβλεπα να διαγράφονται οι ρώγες της. Η δασκάλα φορούσε γκρίζο κολάν και κολλητό μπλουζάκι. Δεν ξέρω αν φορούσε σουτιέν. Σταμάτησα και τις κοίταξα και η Χριστίνα γύρισε να δει τι κοιτάζω.

«Βγάλ’ τες φωτογραφία», μου είπε.
«Είναι μακριά, δε θα βγουν», είπα και μετά δοκίμασα, και είχα δίκιο. Μείναμε λίγο και τις κοιτάζαμε. Αυτές μάλλον δε μας έβλεπαν κι έκαναν τις ασκήσεις τους ανενόχλητες και γαλήνιες. Θα μπορούσα να τις κοιτάζω για πάντα. Μετά φύγαμε.

Όταν περπατάω με τη Χριστίνα στο δρόμο την ακουμπάω και μ’ ακουμπάει κι αυτή. Δεν της πιάνω τον κώλο, δεν την παίρνω αγκαλιά ούτε πιάνουμε χεράκια, δεν εννοώ αυτό. Το χέρι μου καθώς κουνιόμαστε ακουμπάει το χέρι της ή η λεκάνη μου ακουμπάει τη λεκάνη της ή ο ώμος μου ακουμπάει τον ώμο της ή το χέρι μου ακουμπάει τον ώμο της ή η λεκάνη της ακουμπάει το χέρι μου και τέλος πάντων περπατάμε κανονικά και μιλάμε γι’ άλλα θέματα, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούμε να ακουμπιόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο, να μη σταματάει η επαφή σχεδόν καθόλου, και το κάνουμε αυθόρμητα και ασυναίσθητα και ενστικτωδώς. Δηλαδή, για να είμαι ειλικρινής, εγώ το κάνω επίτηδες.

Είναι ψηλή και ξανθιά και λεπτή και έχει λεπτό λαιμό και αριστοκρατική κορμοστασιά και καλοσυνάτο βλέμμα και ευγενικά χαρακτηριστικά, και όταν ήταν μικρή έκανε μπαλέτο και όσοι μας βλέπουν μαζί νομίζουν ότι είμαι πάρα πολύ πλούσιος.

Περπατήσαμε στην Πατριάρχου Ιωακείμ και μιλάγαμε και ακουμπιόμασταν και τριγύρω δεν είχε καθόλου αυτοκίνητα και είχε αρκετό κόσμο που πηγαινοερχόταν κι εγώ προσπαθούσα να βρω τον Νικήτα στέλνοντάς του μηνύματα με κάθε εφαρμογή του κινητού μου που στέλνει μηνύματα.

Το να τον βρούμε ήταν προτεραιότητα αυτής εδώ της εξόδου.

Ο Νικήτας, την περίοδο που είχε μπλέξει με τις περίεργες παρέες στις καταλήψεις, είχε κολλήσει κάποιες περίεργες ιδέες για την πολιτική και το κράτος, τις οποίες δεν έμοιαζε να ενστερνίζεται και πολύ ένθερμα πλέον –αφού είχε γίνει διάσημος από μία διαφήμιση–, αλλά μερικά κατάλοιπα είχαν μείνει και όποτε γίνονταν διαδηλώσεις και φασαρίες έρχονταν στην επιφάνεια κι έπεφταν και τα τηλέφωνα με τους παλιούς γνωστούς του και αποτραβιόταν για λίγο πίσω σ’ εκείνο τον κόσμο, τον οποίο φοβάμαι και σιχαίνομαι και θεωρούσα υποχρέωσή μου να μην τον αφήσω να ξαναχαθεί εκεί μέσα, καθώς, όπως και να το κάνουμε, εγώ ήμουν που του είχα σώσει τη ζωή.

Μου έγραψε ότι βρίσκεται στη Νομική.

Περπατήσαμε στη Σόλωνος ανάποδα από τον περισσότερο κόσμο που περπατούσε προς το Σύνταγμα και που σ’ αυτό το σημείο δεν ήταν περισσότεροι από όσοι είναι συνήθως μια μέρα που έχει εκπτώσεις. Το πεζοδρόμιο δεν έφτανε για να περπατάμε δίπλα-δίπλα και κάναμε σλάλομ ανάμεσα στα μίζερα δεντράκια, τα μηχανάκια, τους κάδους σκουπιδιών και τις σκατούλες σκύλων, ενώ ταυτόχρονα της μιλούσα για την Posidonia oceanica που ζει εκατό χιλιάδες χρόνια και δεν καταλάβαινε πώς μπορεί να είναι ένας οργανισμός, αφού αποτελείται από τόσα φυτάκια.

«Μα αφού είναι ξεχωριστά φύκια», έλεγε. «Βγαίνουν διαρκώς καινούργια. Άρα δεν είναι εκατό χιλιάδων χρονών».
«Είναι προϊόν κλωνοποίησης. Δεν προέρχονται από αναπαραγωγή. Είναι σαν να βγάζεις εσύ διαρκώς ολόιδια καινούργια χέρια για εκατό χιλιάδες χρόνια. Κάθε χέρι δεν είναι καινούργιος οργανισμός».

Δεν μπορούσε να το καταλάβει και μου είπε ότι αποκλείεται, λέω μαλακίες.

Το σαμπουάν και το δέρμα και οι εκκρίσεις της είχαν μυρωδιές που δεν έχω ακόμα συνηθίσει. Ήθελα να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά της για να την ακουμπάω και για να τη μυρίζω, καθώς η υπόλοιπη Αθήνα γύρω της, που ακόμα στέγνωνε από τη χτεσινή βροχή, μύριζε κατουρλιό και σήψη. Βρήκαμε τον Νικήτα να περπατά προς το μέρος μας πολύ πριν φτάσουμε στη Νομική.

Ήταν λίγο ζαβλακωμένος και θολός.

«Πού ήσουνα;» του είπα.
«Γεια σου, Χριστίνα, τι κάνεις, καλά είσαι;»
«Πού ήσουνα, είπα».
«Ρε, δε γαμιέσαι κι εσύ».
«Όλα στην κυρία Σίσυ θα τα πω».
«Χέσε μας».
«Μ’ αυτά τα ζώα ήσουν;»
«Χέσε μας».
«Θα τα σπάσουν πάλι;»
«Χέσε μας».

Μετά περπατήσαμε και οι τρεις προς το Σύνταγμα και μιλήσαμε για τη Γουίτνι Χιούστον και βάλαμε στοίχημα για το πόσο χρονών ήταν και μετά το έψαξα στο κινητό μου και ήμουν αυτός που είχε πέσει πιο κοντά.

Στο Σύνταγμα ο κόσμος ήταν πάρα πολύς.

Από πέρυσι, όταν οι Έλληνες άρχισαν να κατεβαίνουν στην πλατεία από μόνοι τους, χωρίς την παρότρυνση συνδικάτων ή κομμάτων, για να διαμαρτυρηθούν για την κρίση, είχα βρεθεί μερικές φορές κι εγώ ανάμεσά τους, τις περισσότερες φορές μόνος μου. Έβλεπα το πλήθος και αφουγκραζόμουν την κακοφωνία του και για λίγο μου άρεσε. Επιβεβαίωνε πράγματα που πίστευα για την ανθρωπότητα. Ήταν ένα βλέμμα στο χάος, στην πολύβουη πολυπλοκότητα του κόσμου. Δεν το άντεχα για πολύ.

Σήμερα, αρκετούς μήνες μετά το ξεθύμασμα του φαινομένου, το κλίμα ήταν αλλιώς. Υπήρχαν και γέροι και γριές και γονείς με παιδιά, αλλά ήταν λιγότεροι και τα βλέμματά τους αλλιώτικα. Υπήρχε συστράτευση στον αέρα και θυμός περισσότερος και υπήρχαν και τα μούτρα τα άλλα, τα σκοτεινά, που υπηρετούν ιδέες και σκοπούς και συμφέροντα με ζήλο θρησκευτικό και παρωπίδες σφιχτοφορεμένες. Ο αριθμός τους ήταν μεγάλος. Ένιωσα αμέσως ξένος.

Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι γύρω μου; Δεν τους ξέρω.

Κάθε φορά που βρίσκομαι στο πλήθος νιώθω ότι απέχω απ’ το πλήθος και ότι δεν είμαι ένας από αυτούς και δε συμμετέχω σ’ αυτό που είναι. Αυτό ισχύει για οποιοδήποτε πλήθος. Τους κοιτάζω και νιώθω μιαν απόσταση, νιώθω ξένος. Μάλλον φταίει το ότι εγώ δεν είχα μια κανονική Ελληνίδα μάνα. Έχασα τη δικιά μου όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, δεν τη γνώρισα ποτέ και δεν τη θυμάμαι κι έτσι δεν είχα κανένα να μου μάθει ότι έχω πάντα δίκιο.

Το πιο αστείο είναι: Όλοι αυτοί νομίζουν ότι έχουν δίκιο, καθένας ξεχωριστά. Το βλέπεις στα μάτια τους και το ακούς στη φωνή τους. Κι επειδή καθένας έχει δίκιο, γι’ αυτόν όλοι οι άλλοι έχουν άδικο. Άρα δεν είναι μαζί όλοι αυτοί. Δεν είναι μία μάζα. Δεν είναι ένας όχλος. Είναι μεμονωμένα άτομα συγκεντρωμένα στο ίδιο σημείο, που μουντζώνουν προς την ίδια κατεύθυνση.

Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μας ενώνει στο Σύνταγμα: Είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.

Περπατήσαμε ανάμεσα στον κόσμο, ο Νικήτας μπροστά με το τηλέφωνο στ’ αφτί, ψάχνοντας την Ευγενία, κι εγώ τραβώντας τη Χριστίνα από το χέρι για να μη χαθούμε, μια καλή αφορμή ν’ αγγίζω το χέρι της, που ήταν μαλακό και ζεστό και μακρύ, με δάχτυλα φτιαγμένα για να παίζουν πιάνο και να με μαλάσσουν. Το μυαλό μου δούλευε καθώς κοίταζα τις άσχημες φάτσες, θυμωμένες φάτσες, νεανικές φάτσες, γηραλέες φάτσες, όλες δυστυχισμένες φάτσες, παραμορφωμένες απ’ το μορφασμό της αδικίας.

Άνθρωποι που δεν κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη αρκετά.

Τους κοίταζα και ήξερα ότι δεν είναι κακοί –δεν είναι όλοι κακοί–, αλλά κανένας τους δεν έχει γράψει το μανιφέστο του, κανείς δεν καταλαβαίνει καλά τι έχει μέσα στο μυαλό του. Βεβαίως, οι πιο φωνακλάδες είναι αυτοί που δεν ξέρουν καλά-καλά να γράφουν. Αυτοί που φωνάζουν πιο πολύ είναι αυτοί που δεν ξέρουν ούτε ν’ ακούνε.

Δε μου άρεσε να τους βλέπω. Δε μου άρεσε το πώς μ’ έκανε να νιώθω η θέα τους. Η περιφρόνησή μου για όλους τους είναι τοξική και με διαβρώνει από μέσα και κάθε φορά που έρχομαι ανάμεσά τους για λίγη ώρα καταλαβαίνω ότι χρειαζόμαστε τους ανθρώπους για να ζήσουμε μεν, αλλά για κάποιους από εμάς αυτός είναι ένας συμβιβασμός δύσκολος.

Κατεβήκαμε προς την πλευρά της Σταδίου, όπου ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερος, για να βρούμε τη Ευγενία και ο Νικήτας έμοιαζε αγχωμένος. Σταθήκαμε λίγο στη γωνία και κοιτάξαμε τα κινητά μας τηλέφωνα και περιμέναμε για λίγο. Η Ευγενία δεν εμφανιζόταν και τότε ο Νικήτας κοίταξε προς το πάνω μέρος της πλατείας και μας είπε: «Πρέπει να φύγουμε».

Εκείνη τη στιγμή η αστυνομία άρχισε να ρίχνει τα πρώτα δακρυγόνα.

Κατεβαίναμε τη Σταδίου κοιτάζοντας τις οθόνες κι έτσι διαβάσαμε ότι λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά μας ένας αστυνομικός τραυματίστηκε από φωτοβολίδα στο πρόσωπο και ένας φωτορεπόρτερ τραυματίστηκε από βόμβα μολότοφ στα πόδια. Ο Μανώλης Γλέζος είχε νιώσει δύσπνοια και τον είχαν μεταφέρει στο ιατρείο της Βουλής. Όταν είχαμε πια φτάσει στην πλατεία Κοραή, ο αέρας μάς έφερε το χημικό τσούξιμο του δακρυγόνου στη μύτη.

Κανένας δεν παθαίνει εξοικείωση του υποδοχέα με τα δακρυγόνα.

Στην πλατεία Κοραή υπήρχε πολύς κόσμος και κανείς δεν ήταν ακίνητος, όλοι περπατούσαν με πολλή σπουδή προς κάποια κατεύθυνση και οι φάτσες μερικών μ’ έκαναν να πιστέψω ότι δεν είναι καλό σημείο αυτό για να μείνουμε. Πρότεινα να προχωρήσουμε βόρεια προς το Κολωνάκι και ο Νικήτας είπε πως όχι, πρέπει να περιμένουμε γιατί η Ευγενία θα ερχόταν να μας βρει και του πρότεινα να προχωρήσουμε και να γράψουμε στην Ευγενία να έρθει κι αυτή προς το Κολωνάκι και μου είπε να προχωρήσουμε εμείς και θα έρχονταν να μας βρουν και δε μου άρεσε καθόλου αυτό, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ να κάνω τον υπεύθυνο προστάτη της Χριστίνας, που ήταν τόσο όμορφη και ραφινάτη και παράταιρη σ’ όλη αυτή την ασχήμια και την ένταση, και αποφάσισα ότι η αποστολή μου ήταν να την πάρω μακριά από τα δακρυγόνα και τη βία και στο δρόμο της είπα την ιστορία του Μολότοφ.

Ο Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, της είπα, δεν έφτιαχνε βόμβες ούτε ανακάλυψε τη φωτιά. Ήταν υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης και το δεξί χέρι του Στάλιν. Το 1939, ενώ ο σοβιετικός στρατός βομβάρδιζε τη Φινλανδία, ο Μολότοφ είχε δηλώσει «δεν τους ρίχνουμε βόμβες, τρόφιμα τους ρίχνουμε». Έτσι οι Φινλανδοί, λαός με χιούμορ, που αργότερα θα μας έδιναν το «Angry Birds», ονομάτισαν τις βόμβες που έπεφταν στα κεφάλια τους «καρβέλια Μολότοφ». Και μετά ονομάτισαν τα αυτοσχέδια φλεγόμενα βομβίδια που πέταγαν στα σοβιετικά τανκς «κοκτέιλ Μολότοφ».

«Θα έπρεπε να πουν τα Angry Birds “Πουλιά Μολότοφ”», είπε, και σοκαρίστηκα τόσο από λατρεία που έμεινα για λίγη ώρα βουβός.

Την ώρα που εμείς περπατάγαμε προς το Κολωνάκι διασχίζοντας κάθετα την Ακαδημίας και τη Σόλωνος –μακριά από τη Νομική– και μετά ακολουθώντας τη Σκουφά, κάποιοι έριχναν μολότοφ σε καφετέριες, βιβλιοπωλεία και σ’ ένα πανέμορφο νεοκλασικό κτήριο του 1881, το οποίο στέγαζε ένα μεγάλο σινεμά, στο οποίο κάποτε είχα πάει με μια κοπέλα για να δω μια ταινία με κάτι ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς, και καθόμασταν στον εξώστη και ήμασταν σχεδόν μόνοι κι ενώ βλέπαμε έσκυψε, μου πήρε πίπα μέσα στην αίθουσα χωρίς να μας πάρει χαμπάρι κανείς, κι εκείνη είναι μια από τις καλύτερες μέρες της ζωής μου μέχρι τώρα και χαλάλι που δεν κατάλαβα τίποτα από κείνη την ταινία.

Αλλά εμείς δεν ξέραμε τι καίγεται εκείνη τη στιγμή. Ήμασταν στο δρόμο κι ο αέρας έτσουζε και κοιτάζαμε τα κινητά μας για να καταλάβουμε τι γίνεται, αλλά δεν ήταν πολύ εύκολο, γιατί οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες και αποσπασματικές, και πότε-πότε περνούσαν κοντά μας άνθρωποι τρέχοντας προς κάθε κατεύθυνση και είδαμε και μια κοπέλα που είχε σωριαστεί στην άσφαλτο με κατακόκκινα μάτια κι ένας άλλος στεκόταν από πάνω της και της έχυνε νερό στο πρόσωπο με τρόπο αθέλητα χυδαίο, που μου θύμισε τσόντα, και μετά θυμήθηκα ένα θεατρικό που είχα διαβάσει κάποτε, στο οποίο ένας είχε πει «ο τάδε κλαίει» και ο άλλος είχε απαντήσει «άρα είναι ζωντανός».

Σ’ εκείνο το θεατρικό έργο κάποιος είχε πει επίσης: «Τίποτα δεν είναι πιο αστείο από τη δυστυχία».

Εν τω μεταξύ οι οθόνες των κινητών μας έλεγαν επίσης ότι μέσα στη Βουλή ένας βουλευτής πέταξε το κείμενο του Μνημονίου, εφτακόσιες σελίδες πράμα, προς την πλευρά του υπουργού Οικονομικών, αλλά δεν τον πέτυχε. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε η φήμη για επεισόδιο στο καφενείο της Βουλής, όπου βουλευτές έβλεπαν αμέριμνοι τον αγώνα μπάσκετ Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, καθώς η κουβέντα συνεχιζόταν στην αίθουσα.

Διαβάζαμε ότι πέφταν δακρυγόνα στην πλατεία, αλλά ότι ο κόσμος δεν έφευγε, ξεχείλιζε μόνο για λίγο προς τους παρακείμενους δρόμους και μετά επέστρεφε. Χιλιάδες άνθρωποι κινδύνευαν ανώφελα με μυαλά θολωμένα από τη δυστυχία. Δεν έβρισκα πού είναι το αστείο.

Εμείς βεβαίως είχαμε ήδη φτάσει πίσω στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Μία ώρα είχε περάσει όλη κι όλη και η επαναστατική μας δίψα, που δεν ήταν και πολλή εξαρχής, είχε εκλείψει. Σ’ αυτή τη μία ώρα είχαμε περπατήσει γύρω-γύρω ένα μέρος του κέντρου της πόλης, είχαν τσούξει λίγο τα ματάκια μας και είχαμε δει πολλούς θυμωμένους ανθρώπους, πεπεισμένους για το απόλυτο της αλήθειας τους. Δε χρειάστηκε να συμφωνήσουμε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγουμε: Περπατούσαμε ήδη προς τη Γεννάδειο, ακουμπώντας τα χέρια μας στο δρόμο, δήθεν τυχαία.

Επιστρέφοντας προς τα βόρεια της πόλης σταματήσαμε σ’ ένα φασφουντάδικο και φάγαμε μπέργκερ, σχολιάζοντας όσα είχαμε δει και κοιτάζοντας τα κινητά μας, και όταν πήγε στην τουαλέτα πλήρωσα, και μετά με πήγε στο σπίτι και της είπα ν’ ανέβει να δούμε την ψηφοφορία στην τηλεόραση και μου είπε ότι έχει δουλειά το πρωί και είναι πτώμα και τη φίλησα για πολλή ώρα και σκεφτόμουν αν τα αγγίγματά μας σήμερα ισοδυναμούσαν με οκτώ αγκαλιές και ότι κάθε φορά που τη φιλάω και την αγγίζω νιώθω μια ανατριχίλα στο εσωτερικό της ραχοκοκκαλιάς, στο μεδούλι μου μέσα, που δεν το νιώθω πάντα όταν φιλάω τις γυναίκες.

Στην τηλεόραση οι αρχηγοί των κομμάτων, οι οποίοι θα περίμενε κανείς να έχουν γράψει το προσωπικό τους μανιφέστο πολλές φορές και με γράμματα καλλιγραφικά σε χαρτί μυρωδάτο, και οι οποίοι οπωσδήποτε κοιτάζουν τον εαυτό τους όλη μέρα στον καθρέφτη, μιλούσαν σαν τα μυαλά τους να είναι τελείως προφορικά, σαν όταν κοιτάζουν τον καθρέφτη να βλέπουν κάποιον άλλο. Τότε η εικόνα διακόπηκε και εμφανίστηκαν σκηνές από το κτήριο του 1881 με τον κινηματογράφο και τον εξώστη του, που μέχρι πριν από λίγες ώρες μπορεί να είχε ίχνη του DNA μου εγκυστωμένα στις μοκέτες του, μα όχι πια, γιατί φλεγόταν όλο με βία κι ένταση, και μαζί του μια ντουζίνα ακόμα κτήρια στην Αθήνα, και αναρωτήθηκα στιγμιαία αν ο Νικήτας γνώριζε αυτούς που τα έκαψαν και αμέσως μετά μια βουή ακούστηκε, «γκοοολ», από το Ολυμπιακό Στάδιο, ενάμισι χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι μου, όπου ο Παναθηναϊκός είχε μόλις βάλει ένα.

Άναψα το θερμοσίφωνα και καθώς περίμενα το νερό να γίνει κάθισα να γράψω αυτά εδώ και η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε ναι σε όλα και η χρεοκοπία προσωρινά αποφεύχθηκε και οι οθόνες έγραφαν ότι η μεταπολίτευση τελείωσε και ο δικομματισμός πέθανε και ότι η αυριανή μέρα θα είναι τρομακτική και αβέβαιη, όπως ήταν η χτεσινή δηλαδή, όπως είναι κάθε μέρα πια.

Η απόφασή μου είναι η εξής: Εδώ κι ένα χρόνο κοιμόμουν στην πλευρά του κρεβατιού στην οποία για χρόνια κοιμόταν η γυναίκα μου. Η μυρωδιά της είχε σβήσει από το μαξιλάρι πολύ καιρό πριν και το στρώμα θυμάται πια μόνο το δικό μου σχήμα.

Σήμερα θα κοιμηθώ από την άλλη.

Ήταν μια μεγάλη μέρα και είναι μια μεγάλη νύχτα σ’ αυτόν, τον καλύτερο κόσμο που μπορεί να υπάρξει.