ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΠΟΥ ΞΥΠΝΗΣΑ δεν μπορούσα να μπω στο ίντερνετ και οι οθόνες του υπολογιστή μου δεν είχαν καινούργια πράγματα να μου δείξουν κι έκανα ό,τι κάνω όταν υπάρχει πρόβλημα: έκλεισα το κομπιούτερ και το ξανάνοιξα, μετά έκλεισα το router και το ξανάνοιξα, και όταν απέτυχαν όλα πήρα τηλέφωνο την εταιρεία που μου πουλάει την πρόσβαση και όταν άκουσα ότι «δεν υπάρχει εκπρόσωπος διαθέσιμος, καλέστε αργότερα», πέταξα το ασύρματο τηλέφωνο στην άλλη άκρη του δωματίου και χτύπησα το χέρι μου δυνατά στο γραφείο, που έκανε πολύ δυνατό ήχο αλλά δεν πόνεσα, οπότε χτύπησα ξανά το χέρι μου πολύ δυνατά στο γραφείο, ξανά και ξανά, μέχρι που πόνεσα.
Υπάρχει μια οργή λίγο κάτω από την επιφάνειά μου, που σιγοβράζει συνέχεια. Την καταλαβαίνω ότι είναι εκεί κάθε στιγμή, όπως όταν το δέρμα μαζεύει και πονάει στο άγγιγμα λίγο πριν βγάλει ένα σπυρί. Συσσωρεύεται χρόνια, η οργή, σαν τη ραδιενέργεια, μαζεύει ισχύ από αιτίες κι αφορμές, και δυναμώνει. Οι εκρήξεις της είναι σπάνιες.
Λίγο αργότερα το ίντερνετ επανήλθε μόνο του και η οργή μου επέστρεψε κάτω από την επιφάνεια. Ο φίλος μου ο Νίκος μου είχε στείλει ένα πολύ ευχάριστο e-mail. Μάζεψα το ασύρματο τηλέφωνο από τη γωνιά που είχε χωθεί και τηλεφώνησα στο νούμερο που μου είχε δώσει και ο άνθρωπος που το σήκωσε μου είπε πως ναι, το πουλάει, και πως η τιμή είναι τόση και τον ρώτησα πόσο καιρό το είχε και μου είπε και του είπα μια άλλη τιμή και μου είπε εντάξει.
Έφαγα τα τελευταία τρία μπισκότα με κομμάτια σοκολάτας, εξαντλώντας έτσι τις προμήθειες του σπιτιού, φόρεσα ρούχα ζεστά, έπλυνα το πρόσωπο και τα δόντια μου, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και μετά βγήκα στον κόσμο.
Ο κόσμος έμοιαζε ολόιδιος. Περπάτησα μέχρι το εμπορικό κέντρο και μπήκα από την είσοδο του πάρκινγκ. Δυο άνθρωποι είχαν βγει από τα αυτοκίνητά τους και φιλονικούσαν. Είχαν περάσει ταυτόχρονα από διπλανές εισόδους κι εκεί που οι λωρίδες ενώνονταν και γίνονταν μία είχαν τρακάρει λιγουλάκι, ο ένας είχε τσαλακώσει τη γωνιά του προφυλακτήρα του, ο άλλος είχε σπάσει το φανάρι του φλας. Κανένας δεν είχε δίκιο.
Ανέβηκα στο ισόγειο και πήγα στο ΑΤΜ της τράπεζας και στήθηκα στην ουρά. Η ουρά είναι αφόρητο πράγμα αν δεν έχεις κινητό να κοιτάς. Ένας τύπος πήγε και στήθηκε διαγώνια δίπλα μου, κάνοντας ότι δεν έχει καταλάβει ότι υπάρχει ουρά, καθόλου πειστικά.
«Αγαπητέ», του είπα, «έχει ουρά».
«Α, συγγνώμη», είπε.
Πήγε και στάθηκε πίσω μου για λίγα δευτερόλεπτα και μετά έφυγε. Όταν ήρθε η σειρά μου, έκανα ανάληψη όλα μου τα λεφτά.
Το εμπορικό κέντρο ήταν γεμάτο με κόσμο σε βαθμό που μου προκαλούσε δυσφορία. Δυστυχισμένα ζευγάρια με παιδιά και δυστυχισμένα ζευγάρια χωρίς παιδιά και χαρούμενες παρέες πιτσιρικάδων και μπακούρια και μια συγκλονιστική αφθονία από γυναίκες που ήταν πολύ πάνω απ’ τη γραμμή, δυστυχισμένες κι αυτές, όπως όλοι. Ο κόσμος έμοιαζε να περιφέρεται στους διαδρόμους κυρίως, και μόνο σπάνια, τυχαία, να υπερχειλίζει μέσα στα μαγαζιά. Έμοιαζαν χαμένοι και μόνοι. Το μαγαζί που έψαχνα βρισκόταν στον πρώτο όροφο και ήταν άδειο.
Τον τύπο που μου πούλησε το κινητό του τηλέφωνο τον ήξερα. Έγραφε παλιά σ’ ένα ανδρικό περιοδικό και τον είχα συναντήσει σε διάφορα καλέσματα εταιρειών και τον διάβαζα και με διάβαζε. Το μόνο άλλο που ήξερα ήταν πως είχε παντρευτεί μια γραμματέα, που δούλευε παλιά στη δικιά μας εταιρεία, πράγμα που μου είχε προκαλέσει έκπληξη, καθώς ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ήταν γκέι. Τώρα δούλευε σ’ ένα κατάστημα που πούλαγε κεριά. Τον έλεγαν Ερρίκο.
Το κατάστημα μύριζε λεβάντα και γιασεμί και βανίλια. Η επίθεση των μυρουδιών και η προοπτική της απόκτησης καινούργιου κινητού μου προκάλεσαν μια τρομερή ευφορία. Είπαμε τις τυπικές χαιρετούρες και τα γενικόλογα ανούσια νέα μας και μετά του είπα ότι εγώ είμαι άνεργος, για να τον κάνω να νιώσει καλύτερα. Ο Ερρίκος έβγαλε στον πάγκο το κινητό του, το οποίο ήταν μέσα στο κουτί του και έμοιαζε καλομεταχειρισμένο, με ελάχιστες γρατζουνιές, και είχε μαζί όλα τα καλώδια και τα χρησιμοποιημένα ακουστικά και το φορτιστή του, που ήταν με αμερικάνικη πρίζα, καθώς το είχε πάρει από την Αμερική, αλλά δεν είχε σημασία, είχα ακόμα τον παλιό μου. Του έδωσα τα διακόσια ευρώ και πήρα το κουτί. Μου έδωσε μια σακούλα για να το βάλω μέσα κι έβαλε μέσα της κι ένα μικρό κυλινδρικό κεράκι που μύριζε σοκολάτα. Τον χαιρέτησα κι έφυγα νιώθοντας λίγο οίκτο, όχι επειδή αυτός ήταν κάποτε ένας δημοσιογράφος που ταξίδευε και μιλούσε με τους διάσημους και πληρωνόταν για να χαζεύει στο ίντερνετ και τώρα περνούσε τις μέρες του πουλώντας κεριά σε κυρίες για πολύ λιγότερα λεφτά, αλλά γιατί είχα δει στον πάγκο το κινητό που θα είχε πλέον, και ήταν ένα παλιό, με κουμπιά, και επίσης επειδή περνάει τις περισσότερες ώρες του μέσα σ’ ένα μέρος που μυρίζει τόσο ωραία και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Άτιμο πράγμα η εξοικείωση του υποδοχέα.
Ανέβηκα στον τρίτο όροφο με σκοπό να πάω στο κινέζικο εστιατόριο με τη σερβιτόρα που την ήξερα, για να της πω ένα γεια και να τσιμπήσω κάτι, αλλά είχε τόσο πολύ κόσμο που τρόμαξα, και δεν πεινούσα πάρα πολύ και άλλωστε βιαζόμουν να γυρίσω στο σπίτι για να φτιάξω το κινητό και να το κάνω να δουλεύει. Στήθηκα σε μια από τις αυτοσχέδιες και αλληλοτεμνόμενες ουρές μπροστά από το μαγαζί με τα παγωμένα γιαούρτια. Ο διπλανός μου μύριζε περίεργα, προφανώς σαν το σπίτι του. Ο μπροστινός του ήταν ένας τύπος πανύψηλος και ξερακιανός, μ’ ένα κεφάλι δυσανάλογα μεγάλο για το τεράστιο σώμα του. Είχε το χέρι του ακουμπισμένο στον ώμο μιας κοπελίτσας που ήταν ασυνήθιστα κοντή. Το χέρι του την κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη από τη μέση και πάνω. Η μπροστινή μου είχε πολύ μακριά μαλλιά και πολύ λεπτή μέση κι έναν καταπληκτικό κώλο. Φορούσε ένα λευκό κολάν. Μου ήρθε μια τρομερή επιθυμία και παρόρμηση να της τον πιάσω και με τα δυο μου χέρια και να βάλω το πρόσωπό μου ανάμεσα στα κωλομέρια της, αλλά την κατανίκησα. Αγόρασα γιαούρτι με γεύση μαστίχα και μέλι, το μικρό μέγεθος, τρεισήμισι ευρώ. Το έτρωγα στο δρόμο φεύγοντας, καθώς από το χέρι που κρατούσε το γιαούρτι, περασμένη στο δάχτυλο το μεσαίο, κρεμόταν η σακούλα με το κινητό και το κεράκι. Το άλλο χέρι κρατούσε το κουτάλι.
Πριν από λίγες μέρες, όταν δοκίμασα ν’ ανοίξω τη φουσκωμένη απ’ το νερό Μικρή ιστορία του κόσμου του Ερνστ Γκόμπριχ, το βιβλίο κόπηκε στα δύο και μου έμεινε στα χέρια, στάζοντας. Προχτές όμως, κι αφού έμεινε για λίγο κοντά στο τζάκι και στέγνωσε, διαπίστωσα ότι το ένα από τα δύο μισά, το δεύτερο, το μικρότερο, παραμορφωμένο μεν και με κατσαρωμένα φύλλα που είχαν την υφή κράκερ, διαβαζόταν. Η πρώτη σελίδα έγραφε πάνω κάτω τα εξής:
--
Αν μπορούσες να μιλήσεις μ’ έναν άνθρωπο από την εποχή της τουρκικής πολιορκίας της Βιέννης, πολλά από αυτά που θα έλεγε θα σε εξέπλητταν. Ο τρόπος που μιλούσε, χρησιμοποιώντας πολλές λατινικές και γαλλικές φράσεις. Οι μεγαλειώδεις του υποκλίσεις. Η εντύπωση ότι κάτω από την περούκα του ζει ένας άνθρωπος με μεγάλη όρεξη για καλό φαγητό και κρασί. Επίσης, το ότι κάτω από τις δαντέλες και τα μετάξια και τα αρώματα και τις πούδρες αυτός ο κύριος έζεχνε, καθώς δεν πλενόταν σχεδόν ποτέ. Αλλά τίποτα δε θα μπορούσε να σε προετοιμάσει για το σοκ που θα ένιωθες όταν άκουγες τις απόψεις του για τον κόσμο:
Όλα τα παιδιά πρέπει να τα ξυλοφορτώνουμε. Τα μικρά κορίτσια πρέπει να αναγκάζονται να παντρευτούν ανθρώπους που δε γνωρίζουν. Οι χωριάτες οφείλουν μόνο να δουλεύουν στα χωράφια χωρίς να διαμαρτύρονται. Οι ζητιάνοι και οι άστεγοι πρέπει να γελοιοποιούνται και να τους αλυσοδένουν στην αγορά για να τους κοροϊδεύουν όλοι. Τους κλέφτες πρέπει να τους κρεμάνε και τους δολοφόνους να τους ακρωτηριάζουν δημόσια. Οι μάγισσες πρέπει να καίγονται. Όσοι έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις πρέπει να δικάζονται και να φυλακίζονται σε σκοτεινά μπουντρούμια. Ένας κομήτης στον ουρανό οπωσδήποτε είναι προμήνυμα κακών. Για ν’ αποφύγεις την έξαρση της πανώλης πρέπει να φοράς μια κόκκινη κορδέλα στο χέρι. Κι ο τάδε Άγγλος φίλος έχει μια πολύ αξιοπρεπή επιχείρηση που πουλάει νέγρους από την Αφρική στην Αμερική.
--
Ο άνθρωπος αυτός δε ζούσε στην εποχή του χαλκού. Ζούσε λίγο πριν από το 1700.
Αυτό μας διδάσκει, πιστεύω, ότι οι άνθρωποι είναι στον πυρήνα της φύσης τους άτριχοι πίθηκοι που εξαρτώνται από τη γνώση, την εμπειρία και το μιμητισμό για να μάθουν να διακρίνουν το καλό απ’ το κακό, και έτσι ήταν πάντα. Επίσης ότι από κάποιες απόψεις δεν έχουν αλλάξει πάρα πολύ από το 1700.
Οι άνθρωποι γύρω μου ήταν πολλοί, οι περισσότεροι άσχημοι, σχεδόν όλοι δυστυχισμένοι, μα ανέμελοι. Πόσο διαφέρουν αυτοί από τον άνθρωπο του 1700; Τι είναι αυτό που μας κάνει να διαφέρουμε; Υπάρχει κάτι;
Πιστεύω το εξής: Ένα πράγμα που οφείλουν όλοι οι άνθρωποι να κάνουν στη ζωή τους είναι να γράψουν ένα μανιφέστο. Ένα κείμενο προσωπικό, χωρισμένο σε κεφάλαια με νουμεράκια, στο οποίο θα γράφουν πώς κατά τη γνώμη τους πρέπει να είναι ο κόσμος και ο πλανήτης και η ανθρωπότητα, ποιοι πρέπει να είναι οι κανόνες και πώς πρέπει να επιβάλλονται, αναλυτικά. Και πρέπει να το κάνουν μόνοι τους για τον εαυτό τους. Όχι για να σώσουν τον κόσμο ή για ν’ αλλάξουν την κοινωνία – για να το διαβάσουν μόνοι τους.
Το έχω κάνει κι έχω καταλάβει την αξία αυτής της διαδικασίας. Είναι τεράστια. Πρώτα απ’ όλα, μ’ αυτό τον τρόπο συνειδητοποιείς ότι για τα περισσότερα μεγάλα και σημαντικά θέματα δεν έχεις και πολύ ξεκάθαρη γνώμη. Τα περισσότερα πράγματα δεν τα σκεφτόμαστε πολύ καλά επειδή δεν έχουμε χρόνο, οπότε συνήθως σχηματίζουμε γνώμες πολύ εύκολα και αυθόρμητα και αυθαίρετα και πολύ συχνά κάνουμε λάθος.
Ένα άλλο πράγμα σημαντικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της συγγραφής έρχονται διαρκώς νέες ιδέες. Μπορείς να φτιάχνεις τριάντα χρόνια τη βιοθεωρία σου στο μυαλό σου και συζητώντας με άλλους και να την παίρνεις και να την περιφέρεις σε δρόμους και forum, αλλά αν καθίσεις να τη γράψεις μέσα σε δύο ώρες, είναι απολύτως σίγουρο ότι θα της κάνεις πολλές και ριζικές διορθώσεις.
Θα δεις τις σκέψεις γραμμένες με λέξεις και θα καταλάβεις πόσο απέχει ο προφορικός ο λόγος και η αυθόρμητη η έκφραση από αυτά που υπάρχουν μέσα στο δικό σου το μυαλό. Θα πιάσεις τον εαυτό σου να φάσκει και να αντιφάσκει με κάθε ευκαιρία. Θα αλλάξει ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα. Και θ’ αρχίσεις να μιλάς λιγότερο.
Το πρώτο κεφάλαιο του δικού μου μανιφέστου έχει τίτλο: «Γράψε το δικό σου μανιφέστο».
Όταν γύρισα στο σπίτι είχα φάει το γιαούρτι και είχε πέσει το σούρουπο και είχε αρχίσει πάλι να κάνει λίγο κρύο. Στο ασανσέρ πέτυχα την ξανθιά με τα μεγάλα βυζιά, έβγαινε αυτή, έμπαινα εγώ, και τη χαιρέτησα όσο πιο εγκάρδια γινόταν, μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο ειλικρινή ευγνωμοσύνη και έριξα ένα γεμάτο, αποδοτικό και χωρίς τύψεις βλέμμα στα μεγάλα βυζιά της και μπήκα στο ασανσέρ, και μπήκα στο διαμέρισμά μου γεμάτος ανυπομονησία, ευφορία, αναμνήσεις και γιαούρτι. Καθώς το κινητό φόρτιζε και φόρτωνε επαφές και εφαρμογές και φωτογραφίες από τον υπολογιστή, πήγα στο σαλόνι κι άναψα μια μεγάλη φωτιά, πολύ καρκινογόνα. Έριξα μέσα μια χούφτα προσανάμματα και από πάνω σχεδόν όλα τα ξύλα που μου είχαν μείνει. Καθώς φούντωνε, θυμήθηκα ότι ξέχασα να πάω σουπερμάρκετ και άρχισα να σκέφτομαι τι θα παραγγείλω. Απ’ έξω πέρασε ένα αυτοκίνητο με μια ντουντούκα που φώναζε: «Είναι η ώρα να μιλήσει ο λαός. Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Να μη λείψει κανείς. Αύριο όλοι στο Σύνταγμα».
Η ντουντούκα είχε τη φωνή νεαρού με θυμό αυθεντικό μα και θεατρικό, που σίγουρα δεν είχε γράψει ποτέ το δικό του μανιφέστο. Η από πάνω ούρλιαζε στον άντρα της γιατί είναι όλη μέρα στο σπίτι και δεν την αφήνει να κάνει τίποτα ή γιατί θέλει να είναι όλη μέρα στο σπίτι και να μην κάνει τίποτα, ένα από τα δύο. Δεν καταλάβαινα τι ούρλιαζε αυτός. Η φωνή του ήταν πολύ πιο λεπτή, χωρίς βάθος κι ένταση. Γι’ αυτό μάλλον στη ζωή του ο γείτονας θα έχανε όλες τις μάχες απέναντι σε γυναίκες και ντουντούκες.
Μόλις το κινητό μου φόρτωσε τα παλιά μου δεδομένα, άρχισα να παίζω με τις εφαρμογές και να διορθώνω ρυθμίσεις και γενικά να το αγγίζω, γιατί μου είχε λείψει το άγγιγμά του. Ταυτόχρονα έστελνα και μηνύματα στον Νικήτα. Η κουβέντα μας ήταν η εξής:
«Μαλάκα, έτοιμο το καινούργιο κινητό».
«Καλό;»
«Μια χαρά».
«Μεταχειρισμένο;»
«Εννοείται!»
«Πόσο;»
«Διακόσια».
«Πού τα βρήκες;»
«Τι εννοείς, τα είχα».
«Από την αποζημίωση;»
«Ναι».
«Και γαμώ. Καμιά ιδέα σκέφτηκες;»
«Πολλές ιδέες».
«Για πες. Όχι μαλακίες όμως».
«Software για ΑΤΜ τραπεζών που να είναι ταυτόχρονα και φρουτάκια».
«Μάλιστα».
«Να μπορείς να κάνεις αναλήψεις και τα λοιπά, αλλά άμα θες να ποντάρεις π.χ. δύο ευρώ, κι αν κερδίσεις να σου βγάζει παραπάνω».
«Είσαι μαλάκας».
«Σκέφτηκα κι άλλο».
«Βέβαια».
«Ομοιοπαθητικό αποσμητικό με μυρωδιά ιδρώτα».
«LOL».
«Επίσης, φακοί επαφής ηλίου για το καλοκαίρι. Ή για τους πολύ μπλαζέ».
«Αυτό νομίζω ότι υπάρχει».
«Δε μου λες, θα κατέβεις Σύνταγμα αύριο;»
«Έτσι λέμε».
«Πώς; Έχουν απεργία τα τρένα;»
«Νομίζω ναι, θα δούμε, μιλάμε».
«Είσαι στο chat;»
«Όχι, είμαστε έξω με την Ευγενία».
«Καλά, τα λέμε πιο μετά».
«ΟΚ».
«ΟΚ».
«ΟΚ».
«ΟΚ».
Κι αυτό συνεχίστηκε για λίγη ώρα ακόμα.
Μετά έπαιξα λίγο με την κάμερα του κινητού φωτογραφίζοντας τη φωτιά. Τα ξύλα σφύριζαν καθώς καίγονταν κι από τις άκρες τους ανάβλυζαν υγρά, που ήταν αποθηκευμένα μέσα τους για χρόνια και τώρα η ζέστη τα έβραζε και τα εξάτμιζε και τα ξεχείλιζε, σαν την οργή που έχω μέσα μου. Έπαιξα για πολλή ώρα στη φωτιά και μετά μου ήρθε μια ιδέα και πέταξα μέσα στη φωτιά το παλιό άχρηστο κινητό, για να δω πώς καίγεται. Καιγόταν αργά. Το γυαλί του κατσάρωσε γρήγορα, μα το υπόλοιπο κουφάρι του μαύρισε μεν αλλά δεν άλλαζε σχήμα, δεν έλειωνε όπως υπέθετα. Λίγο αργότερα άρχισε να βγάζει καπνούς, αναμφίβολα καρκινογόνους. Το έβγαλα φωτογραφίες. Μετά έβγαλα φωτογραφίες τον εαυτό μου.
Το δεύτερο κεφάλαιο του μανιφέστου μου έχει τίτλο: «Κοίτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη κάθε μέρα».
Καθώς βολευόμουν στον καναπέ περικυκλωμένος από οθόνες που μιλούσαν για το μπάχαλο της κυβέρνησης και το μπάχαλο της χώρας και τον αυριανό Αρμαγεδδώνα κι έτοιμος να γράψω κι αυτό εδώ και μετά να δω μια σειρά που δείχνει τον Σέρλοκ Χολμς στη σύγχρονη εποχή, μου ήρθε άλλο ένα μήνυμα:
«Με γεια το καινούργιο κινητόοοοοο!»
Ήταν από τη Χριστίνα. Την κοπέλα μου.
Το χέρι μου πονάει ακόμα. Το χάιδεψα λίγο, μάζεψα και τέντωσα τα δάχτυλα για να ξεπιαστεί και άρχισα να της γράφω.