Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ που πήρε το βραβείο της «Φωτογραφίας της Χρονιάς», που ανακοινώθηκε σήμερα, δείχνει μια γυναίκα ντυμένη με μαύρο σεντόνι που καλύπτει ολόκληρο το κορμί της εκτός από μια σχισμή στο πρόσωπο και δυο λωρίδες δέρμα που φαίνονται ανάμεσα στα μανίκια και τα χειρουργικά γάντια που φορά. Τα γάντια είναι λερωμένα από υγρά, που όμως δεν είναι αίμα, και τα χέρια αγκαλιάζουν ένα γυμνό άντρα. Το αριστερό της χέρι γραπώνει χαλαρά τον πήχη του άντρα, που είναι πολύ λεπτός και άτριχος. Ο άντρας είναι οστεώδης και στον κορμό του τα πλευρά διαγράφονται κάτω απ’ το χλομό του δέρμα και στους ώμους έχει ακμή και κατά τόπους είναι λερωμένος με υγρά που δεν είναι αίμα. Το δεξί χέρι της γυναίκας έχει αγκαλιάσει το κεφάλι του άντρα και η παλάμη της έχει αδράξει το λαιμό του, που είναι τεταμένος, ανάγλυφος και λεπτός και αναψοκοκκινισμένος. Το πρόσωπό του δε φαίνεται, είναι στραμμένο προς το μέρος της και χωμένο στη σκοτεινή φωλιά που σχηματίζεται απ’ το πιγούνι και τα μάγουλά της και το λαιμό της και το δεξιό της ώμο, όλα κρυμμένα απ’ το μαύρο σεντόνι. Δε φαίνονται τα μάτια κανενός. Το αξύριστο σαγόνι του άντρα είναι νοτισμένο από υγρά που μπορεί να είναι δάκρυα.
Τη φωτογραφία την τράβηξε ένας Ισπανός φωτογράφος στην Υεμένη πριν από τέσσερις μήνες, σ’ ένα τζαμί που είχε μετατραπεί σε αυτοσχέδιο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια ταραχών. Σήμερα το μεσημέρι με το που άνοιξα τα μάτια μου άνοιξα την πιο κοντινή οθόνη και την είδα. Την κοίταζα για πολλή ώρα. Μετά πήγα κι έπλυνα το πρόσωπό μου και μετά κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη για πολλή ώρα. Έχω ακριβώς την ίδια ηλικία με το φωτογράφο. Οι οθόνες λέγαν ότι στην Αθήνα γίνονται ταραχές και επεισόδια.
Δε βγήκα από το σπίτι μου σήμερα.
Το σπίτι μου, υποθέτω, μυρίζει. Ξέρω ότι έχει μια μυρωδιά, δεν μπορεί να μην έχει, μα δεν την καταλαβαίνω. Όταν μένεις κλεισμένος σ’ ένα χώρο για πολλές ώρες, ο χώρος αποκτά οσμή, ο αέρας γεμίζει μ’ ένα μπουκέτο από μικροσωματίδια αόρατα, που αιωρούνται αέναα και το σπίτι αποκτά μια μυρωδιά η οποία είναι η συνισταμένη των οσμών, των πραγμάτων και της ανθρώπινης φθοράς και κάθε απόπειρας συγκάλυψής της. Μαντεύω ότι το σπίτι μου μυρίζει τζάκι, αγουροξυπνημένο χνότο, βρασμένα μακαρόνια, απορρυπαντικό και πολυφορεμένες κάλτσες. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω. Πιθανότατα την παίρνω μαζί μου όταν βγαίνω.
Η οσμή λειτουργεί ως εξής: Μέσα στη μύτη μας έχουμε ένα σωρό κύτταρα, τα οποία ενώνονται με τα μικροσωματίδια του αέρα που τυχαίνει να περνούν από κει και στέλνουν μήνυμα στον εγκέφαλο που λέει «αυτό μυρίζει έτσι». Η συνισταμένη όλων των μηνυμάτων όλων των κυττάρων στο εσωτερικό της μύτης δημιουργεί στον εγκέφαλο την αίσθηση της όσφρησης.
Αν όμως μείνεις σ’ ένα χώρο για πολλή ώρα, αργά ή γρήγορα όλα τα κύτταρα στο εσωτερικό της μύτης θα γεμίσουν με μικροσωματίδια του αέρα. Νέα μηνύματα θα σταματήσουν να πηγαίνουν στον εγκέφαλο. Δε θα μυρίζεις τίποτα. Μερικές φορές όταν μπαίνεις σε χώρους που μυρίζουν έντονα αναρωτιέσαι «μα πώς αντέχουν οι άνθρωποι αυτοί εδώ μέσα». Μια χαρά αντέχουν. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
Το φαινόμενο λέγεται «εξοικείωση του υποδοχέα». Ισχύει και για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Κάθισα στον καναπέ με μια οθόνη αγκαλιά και μια οθόνη απέναντι να δείχνει κεφάλια που μιλούσανε βουβά, και κοίταξα για λίγο ακόμα τη φωτογραφία που κέρδισε το βραβείο και εικόνες από επεισόδια και αγωνιώδη λόγια και αναλύσεις και μια διαδικτυακή αγωνία που έμοιαζε να μεταφράζεται και στον πραγματικό κόσμο με τη μορφή μιας παγωνιάς, που δεν είχε να κάνει μόνο με τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, και σκέφτηκα τη Νίκη Κατσούρα και τον εαυτό μου ένα χρόνο πριν, ενώ δε μύριζα τίποτα.
Στις 31 του Οκτώβρη του 2006 το μεσημέρι η Νίκη Κατσούρα, που ήταν 18 χρονών και Ελληνοαμερικανίδα από την Καλιφόρνια, μπήκε κρυφά στην Πόρσε του μπαμπά της και ξεγλίστρησε για μια γρήγορη, απαγορευμένη βόλτα. Έτρεχε πολύ στο δρόμο και σε μια προσπέραση από δεξιά ακούμπησε ένα διπλανό αυτοκίνητο, ενώ η Πόρσε πήγαινε με 160, κι έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητό της πήδηξε το διάζωμα του δρόμου και πήγε και καρφώθηκε σ’ έναν άδειο σταθμό διοδίων. Η Νίκη Κατσούρα σκοτώθηκε ακαριαία. Το πτώμα της ήταν τόσο φρικτά παραμορφωμένο, που ο ιατροδικαστής δεν επέτρεψε στην οικογένεια να κάνει την τυπική αναγνώριση.
Λίγες μέρες μετά άρχισαν να εμφανίζονται κάποια sites με φωτογραφίες ενός σχεδόν αποκεφαλισμένου πτώματος εγκλωβισμένου σ’ ένα αυτοκίνητο. Ήταν φωτογραφίες που είχαν τραβήξει οι αστυνομικοί της τοπικής τροχαίας και είχαν διαρρεύσει. Δύο συγκεκριμένοι τις είχαν στείλει με e-mail – ο ένας στον εαυτό του, ο άλλος σε τέσσερις φίλους του. Το πτώμα ήταν η Νίκη Κατσούρα.
Η οικογένεια της κοπέλας σύντομα είδε τις φωτογραφίες και ξεκίνησε αγώνα για να βρεθεί ο υπεύθυνος της διαρροής και να αφαιρεθούν από όσα περισσότερα σημεία του ίντερνετ γινόταν. Το δεύτερο βέβαια ήταν κάτι αδύνατο.
Μετά από λίγο καιρό κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να στέλνουν τις φωτογραφίες σε μέλη της οικογένειας Κατσούρα. Κάποιος έστειλε e-mail στον μπαμπά Χρήστο με θέμα: «Κοίτα, μπαμπά, είμαι ζωντανή». Μέσα στο e-mail είχε βάλει τις φωτογραφίες. Η οικογένεια σταμάτησε να χρησιμοποιεί το ίντερνετ. Η μικρότερη κόρη τους σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο κι έκανε μαθήματα στο σπίτι. Πολύ καιρό αργότερα η οικογένεια κέρδισε μια χρηματική αποζημίωση από την τροχαία. Οι φωτογραφίες είναι ακόμα εκεί έξω. Οι άνθρωποι που τις έστελναν με e-mail στους συγγενείς του κοριτσιού είναι επίσης εκεί έξω.
Υπάρχει η θεωρία ότι είμαστε όλοι συνδεδεμένοι με κάποιον τρόπο άυλο και απροσδιόριστο, πως όλη η ανθρωπότητα είναι ένα, πως είμαστε μια πιο εξελιγμένη μορφή οργανισμών όπως η Posidonia oceanica, κάτι φύκια της Μεσογείου που είναι όλα ο ίδιος οργανισμός, που κλωνοποιείται διαρκώς εδώ και τουλάχιστον 100.000 χρόνια, χωρίς αναπαραγωγή, χωρίς ανταλλαγή DNA, έτσι, ασεξουαλικά.
Δεν πιστεύω ότι μπορεί να ισχύει, όχι μόνο επειδή εμείς δεν είμαστε ένας οργανισμός αλλά πολλοί, και αναμειγνύουμε το DNA μας πολύ και συχνά, αλλά και επειδή δεν πιστεύω ότι ένα φύκι Posidonia oceanica θα έστελνε ποτέ σε ένα άλλο φύκι Posidonia oceanica μια φωτογραφία του παραμορφωμένου πτώματος του σχεδόν αποκεφαλισμένου παιδιού του. Αν μπορούσαν να στείλουν e-mail τα φύκια, τέλος πάντων. Ή αν είχαν κεφάλια ή παιδιά. Οπότε μάλλον δεν είμαστε ένα. Είμαστε επτά δισεκατομμύρια και δεν είμαστε από τη φύση μας πολύ καλοί.
Για αρκετό καιρό μετά το θάνατο της γυναίκας μου δίσταζα να μπω στο ίντερνετ, γιατί φοβόμουν για το τι θα μπορούσα να δω. Φοβόμουν ακόμα και τα μηνύματα συμπαράστασης και τις κακές ειδήσεις και τις αναφορές των λάθος ονομάτων και τις φωτογραφίες συγκεκριμένων μοντέλων αυτοκινήτων και την αναφορά ενός σουπερμάρκετ, και γενικά οτιδήποτε είχε οποιαδήποτε σχέση με το τραύμα εκείνων των ημερών το φοβόμουν και κυρίως φοβόμουν την κακία των ανθρώπων, την ακούσια ή εκούσια. Κράτησε μερικές εβδομάδες αυτό.
Δε γίνεται βεβαίως να περιγράψω την κατάσταση της ζωής μου όπως ήταν πέρυσι τέτοιο καιρό πολύ αποτελεσματικά. Δεν ξέρω πώς. Κάποιοι από αυτούς που διαβάζουν αυτά τα λόγια ξέρουν τι εννοώ. Οι υπόλοιποι μπορεί να φαντάζονται πώς είναι, αλλά σχεδόν σίγουρα κάνουν λάθος, τουλάχιστον στις λεπτομέρειες.
Το κλάμα, ας πούμε, είναι εύκολο. Το κλάμα δεν είναι τίποτα. Ποτέ δε θα κλάψεις χειρότερα από τη μέρα που γεννήθηκες, όλα τα κλάματα τα επόμενα είναι φθίνουσας σημασίας και έντασης. Κλαις άλλοτε επειδή πονάς, άλλοτε επειδή κάτι έχασες, άλλοτε επειδή σε πέταξαν στα σκουπίδια, ενίοτε και χωρίς λόγο, απρόοπτα κι αναπάντεχα, και μετά σταματάς. Όσο περνάει ο χρόνος κλαις λιγότερο.
Κάποιος κάποτε έγραψε: «Τα δάκρυα του κόσμου είναι σταθερής ποσότητας. Όποτε κάποιος αρχίζει να κλαίει, κάποιος άλλος σταματάει. Το ίδιο ισχύει και για το γέλιο».
Βλέποντας τη φωτογραφία της χρονιάς δε λυπήθηκα τον άνθρωπο, επειδή απ’ ό,τι φαινόταν υπέφερε κι έκλαιγε. Το κλάμα έκανε την οδύνη του να μοιάζει αληθινή και άρα πεπερασμένη. Λυπήθηκα τη γυναίκα. Η οδύνη της ήταν αόρατη.
Πιο σοβαρό είναι το πόσο ευάλωτος νιώθεις ξαφνικά έχοντας χάσει τον έλεγχο των συναισθημάτων σου, έναν έλεγχο που άνθρωποι σαν εμένα περνούν χρόνια αναπτύσσοντας και γυμνάζοντας και εξασκώντας. Ξαφνικά μετατρέπεσαι σ’ ένα υστερικό πλάσμα έτοιμο να καταρρεύσει με το παραμικρό ερέθισμα:
Ένα ρούχο της πεταμένο στον καναπέ.
Ένα e-mail που σου είχε στείλει και που δεν είχες διαβάσει.
Το τελευταίο της status update.
Tο ντουλάπι με τα καλλυντικά.
Tο βιβλίο που διάβαζε με το σελιδοδείκτη λίγο μετά τη μέση.
Τις φωτογραφίες της.
Τη μυρωδιά του σαμπουάν της στο μαξιλάρι.
Τα πάντα μοιάζουν να υπάρχουν για να υπογραμμίσουν το ξαφνικό κενό, και όλα βρίσκονται μέσα στο άμεσο περιβάλλον σου, το σπίτι που μοιραζόσασταν, από το οποίο δε θέλεις να βγεις ούτε για ένα δευτερόλεπτο, όχι μόνο γιατί νιώθεις μια κούραση που μοιάζει να πηγάζει από τον πυρήνα του είναι σου, αλλά και επειδή δε θέλεις επ’ ουδενί να έρθεις σε επαφή με το αληθινό πρόσωπο αυτού του κόσμου, τους ανθρώπους που έστειλαν τις φωτογραφίες της διαμελισμένης κόρης στον Χρήστο τον Κατσούρα, τους ανθρώπους που χτύπησαν τον άντρα της φωτογραφίας της χρονιάς, τους ανθρώπους που οδηγούν τα κόκκινα Φίατ και παραβιάζουν τα στοπ τρέχοντας με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, τους ανθρώπους του καλύτερου κόσμου που μπορεί να υπάρξει.
Και μετά υπάρχει και το κενό το ίδιο. Το κενό δεν είναι κάτι που σου συμβαίνει και έχεις συναισθήματα εξαιτίας του – είναι συναίσθημα το ίδιο, φαινόμενο έντονο και ψυχοσωματικό, σαν αυτό που παθαίνουν κάποιοι που έχουν χάσει ένα μέλος, και μετά αισθάνονται πράγματα (πόνο, φαγούρα) σ’ αυτό, αλλά ανάποδα. Μπορεί να υπάρχουν ψυχολογικοί όροι που τα ορίζουν αυτά καλύτερα και τα εξηγούν γλαφυρότερα, μα δεν τους ξέρω. Το κενό είναι σαν κάποιος να έχει βάλει το χέρι του στα σπλάχνα σου και να σου ’χει ξεριζώσει μια χούφτα από δαύτα κι εσύ να μένεις άναυδος, καταλαβαίνοντας ότι κάτι λείπει εκεί μέσα, μα χωρίς να ξέρεις τι σημαίνει η απώλεια, τι πρέπει να κάνεις τώρα ή ποιες ακριβώς θα είναι οι συνέπειες.
Και μετά υπάρχουν οι συνέπειες. Αλλά δεν τα λέω σωστά. Αυτές οι λέξεις δεν είναι αρκετές. Οι λέξεις δεν είναι αρκετές. Δεν μπορεί η κυρία με το μαύρο σεντόνι να σου εξηγήσει πώς νιώθει. Δεν μπορεί ο Χρήστος Κατσούρας να σου περιγράψει τη στιγμή που άνοιξε το e-mail. Αυτά δεν είναι πράγματα που εξηγούνται αποτελεσματικά.
Είναι αργά τώρα. Το σπίτι μου είναι σκοτεινό και ήσυχο. Δεν υπάρχει φως και δεν υπάρχουν ήχοι και δεν καταλαβαίνω τη μυρωδιά του. Κάπου στην Αθήνα, παραιτημένοι υπουργοί κοιμούνται με τη συνείδησή τους ήσυχη. Αλλού, παραιτημένοι πολίτες κοιμούνται μ’ ένα αργόσυρτα διογκούμενο κενό μέσα τους. Ίσως, αν είχαν την ψυχραιμία να κοιτάξουν λίγο τον καθρέφτη και να κοιτάξουν λίγο το ταβάνι, θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί νιώθουν όπως νιώθουν, που είναι σχεδόν το ίδιο μ’ αυτό που νιώθω εγώ.
Εγώ είμαι ξύπνιος.
Πέρυσι τέτοιον καιρό για μένα άλλαξε η μυρωδιά του κόσμου.