ΕΙΠΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ στη γυναίκα με το πιο θλιμμένο βλέμμα στον κόσμο κι αυτή σήκωσε τα πιο θλιμμένα μάτια στον κόσμο και με κοίταξε για ένα κλάσμα χρόνου τόσο μικρό που δεν έχει όνομα, και μετά άρχισε να περνάει τα προϊόντα από το λέιζερ φωτάκι ένα- ένα («μπιπ, μπιπ») και με ρώτησε:

«Καρτούλα έχετε;»

μα δεν την ένοιαζε στ’ αλήθεια.

Ένας Γερμανός φιλόσοφος, που ήταν ταυτόχρονα και μαθηματικός, μια εποχή πολύ παλιά, όταν ακόμα η γνώση ήταν τόσο λίγη που κάποιος μπορούσε να ξέρει δυο τρεις επιστήμες ταυτόχρονα, έβγαλε το εξής πόρισμα:

«Αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος που είναι δυνατό να υπάρξει».

Γιατί υπάρχουν τραγωδίες, ναι, καταστροφές και φρίκη και θάνατος, αλλά ο Θεός εξ ορισμού φτιάχνει τα πάντα σωστά. Άρα ο κόσμος είναι όσο καλύτερος γίνεται. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Έτσι το σκέφτηκε.

«Αγαπητή Σόνια», ήθελα να της πω, γιατί αυτό ήταν το όνομα που ήταν γραμμένο στο ταμπελάκι στο αριστερό της στήθος, με μπλε στυλό κι αδέξια παιδικά γράμματα, «αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος που είναι δυνατό να υπάρξει». Αλλά δεν της το είπα. Της έδωσα την καρτούλα μου και την πέρασε μπροστά από το κόκκινο λέιζερ και έκανε «μπιπ».

Η γυναίκα με το πιο θλιμμένο βλέμμα στον κόσμο είναι ταμίας σ’ αυτό το σουπερμάρκετ τουλάχιστον όσα χρόνια έρχομαι σ’ αυτό το σουπερμάρκετ, δηλαδή έξι ή ίσως επτά. Έχει ένα πρόσωπο στρογγυλό σαν φεγγάρι. Τα μαλλιά της είναι ξανθά, μαζεμένα πάντα σε αλογοουρά πολύ σφιχτή, το στόμα της είναι μια κατωφερής παρένθεση και τα μάτια της, που είναι γαλάζια, έχουν μιαν απόγνωση τόσο βαθιά, που με κάνει να νιώθω τυχερός και προνομιούχος. Οι ώμοι της είναι σκυφτοί και στρογγυλοί, τα χέρια της κάτασπρα. Γαλαζωπές φλέβες φαίνονται κάτω από τη διάφανη επιφάνεια του δέρματος, στην αναστροφή της παλάμης της. Οι καρποί των χεριών της είναι πολύ λεπτοί, τα δάχτυλα μακρόστενα, μα η υπόλοιπη είναι παχουλή κι ασύμμετρη. Φορώντας την ολόσωμη ποδιά του σουπερμάρκετ θυμίζει μπλε καμπάνα εκκλησίας.

Δεν ήταν πάντα έτσι η ταμίας Σόνια. Παλιά, πριν από χρόνια, τη θυμάμαι σφριγηλή, νεαρή. Οι κινήσεις της ήταν πιο γρήγορες. Θυμάμαι ότι μου άρεσε να την κοιτάζω. Ήταν φωτεινή και ανοιχτόχρωμη. Έμοιαζε ξένη και ευαίσθητη κι ευάλωτη. Πάντα το δικό της ταμείο διάλεγα, ακόμα κι αν είχε ουρά. Παλιά δεν είχε το πιο θλιμμένο βλέμμα στον κόσμο.

Έχεις παρατηρήσει πώς αλλάζουν οι γυναίκες που βλέπεις στιγμιαία μα επαναλαμβανόμενα για πολλά χρόνια; Οι υπάλληλοι στις τράπεζες, οι ταμίες στα σουπερμάρκετ, οι γραμματείς στις εταιρείες, οι πωλήτριες στα καταστήματα, οι κομμώτριες στα κομμωτήρια; Αυτές που δεν προλαβαίνεις να γνωρίσεις, αλλά που βλέπεις τα πρόσωπά τους και τα σώματά τους για λίγες στιγμές σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αλλάζουν αργά, όπως όλοι, αλλά εσύ βλέπεις μόνο αποσπάσματα της αλλαγής, τυχαία καρέ της ταινίας της ζωής τους. Είσαι ο μόνος που τις βλέπεις έτσι, με το ρυθμό των σχεδίων που ζωγραφίζουμε στην άκρη των σελίδων ενός βιβλίου που μετά φυλλομετρούμε. Η αλλαγή είναι συνήθως προς το χειρότερο.

Η ηλικία της Σόνιας με το πιο θλιμμένο βλέμμα του κόσμου είναι απροσδιόριστη, όπως συμβαίνει μερικές φορές σε γυναίκες που έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ κι από νωρίς. Μπορεί να είναι σαράντα αλλά μπορεί και είκοσι οκτώ. Ελπίζω να μην είναι είκοσι οκτώ. Το βλέμμα της σήμερα ήταν μια αβάσταχτη άβυσσος. Σχεδόν φώναζε:

«Θα προτιμούσα να μην υπάρχω».

Πέρασε μπροστά από το κόκκινο φωτάκι, διαδοχικά, ένα πακέτο με ψωμί για τοστ, μια κοκακόλα, δύο πακέτα μακαρόνια, μια σάλτσα για μακαρόνια, ένα τέταρτο του κιλού φέτα, ένα πακέτο μπισκότα με κομμάτια σοκολάτας, δέκα λεπτοκομμένες φέτες ζαμπόν και μια λάμπα 40W. Αυτά ήταν τα ψώνια μου. Στην ουρά περίμεναν άλλοι δύο άνθρωποι. Δεν ήμουν σε ταμείο «μέχρι 10 τεμάχια», αλλά κανένας τους δεν είχε περισσότερα από δέκα τεμάχια στο καλαθάκι. Σε ολόκληρο το σουπερμάρκετ κανείς δε χρησιμοποιούσε καρότσι.

«Δώδεκα και σαράντα», είπε η γυναίκα με το πιο θλιμμένο βλέμμα του κόσμου, ενώ έβαζα τα ψώνια στις σακούλες. Πλήρωσα κι έφυγα.

Με το που επέστρεψα στο σπίτι έβγαλα όλα μου τα ρούχα και για λίγο, μέχρι να εξατμιστεί η ζέστη που είχε συσσωρευτεί στο κορμί μου απ’ το περπάτημα και ντυθώ ξανά, κοίταξα τον εαυτό μου στο μεγάλο καθρέφτη του μπάνιου. Είδα τα εξής: Ένα πρόσωπο μακρόστενο, παραλληλόγραμμο, στεφανωμένο από μια κόμη μαύρη, φθίνουσα. Οι τρίχες των μαλλιών μου είναι ίσιες, μακραίνουν γρήγορα και θέλουν κόψιμο συχνά. Ο ρυθμός της πτώσης τους αυξάνεται. Όσο περνάν τα χρόνια, βουλώνουν το σιφόνι του ντους όλο και πιο εύκολα. Βλέπω ένα μεγάλο μέτωπο και μεγάλα αφτιά, κάπως πεταχτά. Τα αφτιά συνεχίζουν να μεγαλώνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, αλλά μόνο σε μήκος. Το πλάτος τους μένει ίδιο. Το ήξερες αυτό; Το βρίσκω καταπληκτικό.

Το σημαντικότερο γνώρισμα του προσώπου μου είναι πως τα χαρακτηριστικά του (μάτια, φρύδια, μύτη, στόμα) είναι συμπυκνωμένα στο κέντρο του, αφήνοντας πολύ ελεύθερο χώρο τριγύρω για μέτωπο, σαγόνι και μάγουλα. Δεν είμαι ένας όμορφος άντρας. Το πρόσωπό μου είναι μια έρημος. Το βλέμμα μου δεν είναι πάρα πολύ θλιμμένο.

Το σώμα μου είχε πάντα ένα σχήμα κυλινδρικό, από παιδί ήμουν σχεδόν ομοιόμορφος, συμμετρικός, όχι πολύ μακρόστενος μα αρμονικός, ένας σχεδόν τέλειος σωλήνας από κρέας, λίπος και αίμα. Αλλά εδώ και αρκετό καιρό έχω αλλάξει. Δεν είμαι πια πολύ ομοιόμορφος. Στον καθρέφτη βλέπω τώρα αυξομειώσεις και ασυμμετρίες, εξογκώματα και βαθουλώματα, βουνά και λαγκάδια, εκεί που παλιά υπήρχαν μόνο ατέλειωτες πεδιάδες δέρματος, χλομοί, τριχωτοί, καμπύλοι ορίζοντες. Και δεν έχω πια το χρώμα το λευκό, τη χλομάδα της LCD οθόνης: τώρα είμαι ροδαλός, σχεδόν υγιής. Κοιτάζω τον εαυτό μου και δε με αναγνωρίζω και πολύ και αυτό κάπως μου αρέσει, γι’ αυτό κοιτάζω τον εαυτό μου λίγο ακόμα. Αλλά δεν μπορεί να είμαι υγιής. Είμαι σίγουρος ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε κάπου μέσα μου κάτι πεθαίνει.

Είμαι ένας άντρας 32 χρονών και ζω στην Αθήνα και κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη συχνά, για να προλάβω να καταλάβω όσο το δυνατό περισσότερα γι’ αυτό που βλέπω. Μετά ντύνομαι φορώντας φόρμες πάνω από πιτζάμες κι από πάνω μια ρόμπα χοντρή από μαλακό πετσετέ ύφασμα, γιατί αυτός ο Φεβρουάριος είναι πολύ κρύος κι εγώ έχω ζητήσει από το διαχειριστή να μην ανάβει το δικό μου το καλοριφέρ εφέτος.

Ζω στο δεύτερο όροφο μιας τετραώροφης πολυκατοικίας στο Γαλάτσι, σ’ ένα διαμέρισμα 105 τετραγωνικών μέτρων, τα 12 εκ των οποίων είναι ημι-υπαίθριος. Έχει δύο υπνοδωμάτια, το ένα εκ των οποίων το έχω μετατρέψει σε γραφείο. Έχει ένα σαλόνι, ένα μπάνιο, μια κουζίνα ανοιχτή δίπλα στο σαλόνι και ένα μικροσκοπικό WC το οποίο δε χρησιμοποιώ ποτέ. Η πολυκατοικία αυτή κατασκευάστηκε το 2001. Το νοίκι που πληρώνω είναι 650 ευρώ. Τα κοινόχρηστα 30 ευρώ, εκτός απ’ το πετρέλαιο.

Το επάγγελμά μου είναι άνεργος δημοσιογράφος. Η περιουσία μου είναι 1.043 ευρώ σε λογαριασμό τράπεζας, 35 ευρώ στο πορτοφόλι μου και περίπου 20 ευρώ σε ψιλά σ’ ένα φαρδύ βάζο δίπλα στην είσοδο του σπιτιού μου, στο τραπεζάκι που βάζω τα κλειδιά. Δεν έχω αυτοκίνητο. Έχω έναν καινούργιο φορητό υπολογιστή κι έναν παλιό, επιτραπέζιο, που δε λειτουργεί πολύ καλά. Έχω ένα κινητό τηλέφωνο, ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο πιάτων, ένα πλυντήριο ρούχων, μια τηλεόραση 37 ιντσών, έναν καναπέ σε σχήμα Γ, δύο πολυθρόνες, μια τραπεζαρία, περίπου διακόσια πενήντα βιβλία κι ένα διπλό κρεβάτι με στρώμα από αφρό, από αυτά που αγκαλιάζουν το σώμα, που ξαπλώνεις και νιώθεις σαν να κοιμάσαι σε σύννεφο.

Έχω καταλάβει ότι το στρώμα είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή. Αν έχεις ένα καλό στρώμα και μια καλή δουλειά, ένα μεγάλο μέρος των θεμάτων σου έχει λυθεί. Μένει μόνο ν’ αποφασίσεις πώς θα περάσεις τις υπόλοιπες τρεις τέσσερις ώρες της μέρας. Τα προβλήματά σου συμπυκνώνονται εκεί.

Οποιοσδήποτε μπορεί να πάρει ένα καλό στρώμα βεβαίως, αλλά είναι δύσκολο να βρεις καλή δουλειά. Όχι μόνο σήμερα – πάντα ήταν. Κάποτε, πριν ανακαλυφθεί το κόκκινο φωτάκι λέιζερ, η γυναίκα με το πιο θλιμμένο βλέμμα στον κόσμο ήταν αναγκασμένη να πατάει κουμπιά με τιμές για καθένα από τα προϊόντα. Το βλέμμα της τότε δεν ήταν τόσο θλιμμένο βεβαίως. Οπότε μάλλον το απλοποιώ λίγο το θέμα. Ή μπορεί να είχε πάρα πολύ καλό στρώμα.

Το στρώμα μου είναι το πιο πολύτιμο αντικείμενο που μου ανήκει. Ο φορητός υπολογιστής μου είναι το πιο όμορφο. Δεν έχω τίποτ’ άλλο.

Το σπίτι μου είναι άδειο και ήσυχο. Δεν είναι βρόμικο, γιατί μου αρέσει να το καθαρίζω, η χειρωνακτική διαδικασία με χαλαρώνει, βοηθά τις σκέψεις μου να μπαίνουν σε μια σειρά. Αλλά κάποιος μπορεί να πει ότι είναι ακατάστατο, γιατί δε μ’ ενδιαφέρει πολύ τα πράγματα να είναι στη σωστή τους θέση. Εδώ και καιρό κάθε θέση μού μοιάζει η σωστή θέση.

Το σπίτι μου είναι γεμάτο με πλαστικές σακούλες σουπερμάρκετ πεταμένες –όχι πεταμένες, τοποθετημένες– στο έδαφος. Όταν φέρνω τα πράγματα από το σουπερμάρκετ, τις αδειάζω και απλά τις αφήνω να πέσουν. Δεν τις θεωρώ βρομιά. Είναι χρήσιμα αντικείμενα. Κι όταν τα χρειαστώ, ξέρω πού θα τα βρω. Σπάνια τις χρειάζομαι.

Το σπίτι μου δεν έχει πολλά αντικείμενα, αλλά τα περισσότερα από αυτά είναι ξεχασμένα σε αλλόκοτα, αναπάντεχα μέρη. Υπάρχει ένας φακός στο ψυγείο. Ένα μπουκάλι ουίσκι στο μπάνιο. Δε θυμάμαι γιατί. Δε μετακινώ τίποτα. Δεν τους αλλάζω θέση. Στο γραφείο μου στέκει ανοιχτή η σιδερώστρα, παρόλο που εδώ και μερικούς μήνες έχω σταματήσει να σιδερώνω τα ρούχα μου. Στη μέση του σαλονιού, παρατημένο στο πάτωμα, υπάρχει ένα κουτί που περιέχει ένα πουκάμισο. Το πουκάμισο είναι δώρο γενεθλίων, από πέρυσι. Το άφησα στη μέση του σαλονιού για να μην ξεχάσω να το πάω στο κατάστημα γι’ αλλαγή. Μου ήταν μεγάλο. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος.

Περνώ τις περισσότερες από τις μέρες μου και τις περισσότερες από τις ώρες τους εδώ, σ’ αυτό το διαμέρισμα, κοιτάζοντας τις οθόνες μου εναλλάξ. Όταν δεν κοιτάζω τις οθόνες μου, κοιμάμαι. Όταν δεν κάνω τίποτα από τα δύο, ζεσταίνω φαγητό στο φούρνο μικροκυμάτων και το τρώω, ή κάθομαι στην τουαλέτα, ή βάζω πλυντήριο, ή ξεσκονίζω το σπίτι, ή κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη.

Σχετικά σπάνια βγαίνω από το διαμέρισμά μου.

Η ζωή μου δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε ήμουν αλλιώς, πιο κυλινδρικός μα πιο ευτυχισμένος και πιο πλήρης και πιο δραστήριος και χαρούμενος και ζωντανός. Δεν το γράφω με παράπονο. Σ’ αυτό εδώ το βιβλίο θα διαβάσεις πολύ λίγη γκρίνια. Δεν είναι αυτός ο στόχος. Δε με πειράζει που δεν έχω δουλειά και δεν έχω ζωή και δεν έχω και πολλούς λόγους να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι το πρωί. Αντιλαμβάνομαι ότι έτσι είναι η ζωή κι έτσι είναι τα πράγματα, ότι είναι φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να υπάρξει. Αυτή η ζωή είναι η καλύτερη που θα μπορούσα να έχω.

Η οθόνη μου σήμερα έγραφε για το χωριό Σοδέτο της Ισπανίας. Στο χωριό Σοδέτο υπάρχουν εβδομήντα νοικοκυριά. Πριν από λίγες εβδομάδες τα εξήντα εννιά από αυτά αγοράσανε λαχεία για τη χριστουγεννιάτικη κλήρωση. Το λαχείο εκεί είναι κάπως περίεργο, μπορούν πολλοί να αγοράσουν τον ίδιο αριθμό, και στο χωριό Σοδέτο όλοι αγόρασαν τον αριθμό 58268 και μετά το ξέχασαν, όπως γίνεται συνήθως με τα λαχεία. Κέρδισαν εκατομμύρια ευρώ, δεκάδες εκατομμύρια, πράγμα που σχεδόν ποτέ δε γίνεται με τα λαχεία.

Τις τελευταίες εβδομάδες, έγραφε η οθόνη, το χωριό έχει γεμίσει με πωλητές πολυτελών αυτοκινήτων και άλλων προϊόντων. Μα αυτό δεν ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της είδησης. Στο Σοδέτο υπάρχει κι ένα άλλο νοικοκυριό. Σε μια αγροικία οχτακόσια μέτρα απ’ το χωριό ζει μόνος του ένας άντρας. Τη μέρα που πέρασαν τα μέλη του συνεταιρισμού για να πουλήσουν τα λαχεία, τον ξέχασαν. Και έτσι ο άντρας αυτός, σκηνοθέτης στο επάγγελμα, που είχε φτάσει τόσο μακριά, σ’ ένα μικροσκοπικό ισπανικό χωριό, για μια γυναίκα που δεν είναι πια εκεί, δεν κέρδισε.

Ο άντρας αυτός είναι Έλληνας.

Τον λένε Κωστή Μητσοτάκη.

Δεν αστειεύομαι καθόλου.

Η οθόνη έγραφε ότι ο Κωστής Μητσοτάκης δε νιώθει πίκρα. Θα συνεχίσει να καλλιεργεί τον κήπο του.

Ταυτίζομαι απόλυτα.

 

Ετούτο το βιβλίο δίσταζα ν’ αρχίσω να το γράφω για πολύ καιρό. Η ζωή μου είναι λίγο ασυνήθιστη αλλά όχι πολύ ενδιαφέρουσα. Κανείς δε θα ήθελε να είναι σαν εμένα και δεν έχω να μάθω σε κανέναν τίποτα. Δεν ξέρω καν αν είμαι συγγραφέας. Δε γνωρίζω τον ορισμό. Για έξι χρόνια μια εταιρεία με πλήρωνε για να γράφω λέξεις, οπότε μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι λέξεις μου έχουν για κάποιους κάποια αξία. Μετά όμως η εταιρεία έκλεισε, πράγμα που ίσως να υποδεικνύει το αντίθετο.

Το γράφω για τέσσερις λόγους: Πρώτον, επειδή νιώθω μιαν ανάγκη εσωτερική. Η ανάγκη αυτή είναι πολύπλοκη, δεν αφορά μόνο την έκφραση με το λόγο το γραπτό, αλλά αφορά και αυτή. Θα γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό παρακάτω. Δεύτερον, επειδή δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο για να κάνω. Είμαι άνεργος. Έχω ελεύθερο χρόνο. Δεν έχω απεριόριστο χρόνο, αλλά αυτός που έχω είναι ελεύθερος. Και νομίζω ότι ο τρόπος που βρήκα για να τον γεμίζω θα είναι χρήσιμος σε αρκετούς. Τρίτον, επειδή από τον επόμενο μήνα και μετά κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν απορίες και ν’ αναζητούν εξηγήσεις. Τέταρτον, δε, επειδή όλοι οι άνθρωποι, όποιοι κι αν είναι, έχουν μέσα τους μια ιστορία που αξίζει να διαβάσει κανείς: τη δικιά τους. Σκέψου τι ωραίο βιβλίο που θα μπορούσε να γράψει τώρα ο Κωστής ο Μητσοτάκης απ’ το Σοδέτο της Ισπανίας. Ή τι δάκρυα θα έριχνες με την ιστορία της Σόνιας, της γυναίκας με το πιο θλιμμένο βλέμμα στον κόσμο.

Οι συγγραφείς, υποθέτω, είναι οι άνθρωποι που έχουν μέσα τους περισσότερες από μία ιστορίες. Αλλά αυτό δε με απασχολεί. Δε σκοπεύω να γράψω δεύτερο βιβλίο.